Μαλακό, λευκό τυρί, χωρίς εξωτερική κόρα, που παράγεται από πρόβειο γάλα ή πρόβειο με πρόσμειξη 30% κατσικίσιου. Μετά την πήξη του τυροπήγματος το τυρί τοποθετείται σε καλούπια για φυσική στράγγιση, χωρίς πίεση και στη συνέχεια συντηρείται σε άλμη, κομμένο σε κομμάτια (1-2 κιλών), μέσα σε δοχεία από λευκοσίδηρο ή σε βαρέλια. Σε αυτόν το τεμαχισμό της σε κομμάτια (φέτες) λέγεται εξάλλου ότι οφείλει και το όνομά της. Ο προβλεπόμενος χρόνος ωρίμανσης της φέτας είναι δύο μήνες. Η φέτα παρουσιάζεται με διαφορετικές γευστικές ταυτότητες, ανάλογα με την υφή της, το πόσο αλμυρή είναι και το αν έχει ωριμάσει σε βαρέλι ή σε δοχείο λευκοσιδήρου. Όσο πιο μαλακή και βουτυράτη είναι τόσο το χρώμα της φέρνει προς το υποκίτρινο και τα αρώματα της κυμαίνονται στη γκάμα του βουτύρου. Στην πιο σκληρή της εκδοχή είναι συνήθως πιο όξινη. Η υφή όμως ποικίλει. Μπορεί να τρίβεται εύκολα ή να είναι συμπαγής. Το χρώμα της να είναι ολόλευκο ή κι ελαφρά ζαχαρί (οι πιο μαλακές και πλούσιες σε λιπαρά) Η γεύση της άλλοτε είναι αψιά κι ελαφρά υπόξινη ή πιπεράτη. Κι άλλοτε ήπια, σχεδόν γλυκιά και βουτυράτη. Για να είναι στην προτεινόμενη από τον παραγωγό της γευστική ένταση συνιστάται να καταναλώνεται σε χαμηλή θερμοκρασία, γύρω στους 15 ?, όπου τα αρώματα της εκφράζονται πιο διακριτικά.
Χρειάστηκαν μακρόχρονοι δικαστικοί αγώνες για να κατοχυρώσει η χώρα μας το όνομα Φέτα ως ΠΟΠ ή ΠΕΓ. Τελικά, το 2005, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναγνώρισε οριστικά πλέον στην Ελλάδα το μοναδικό δικαίωμα να φέρουν την ΠΟΠ Φέτα τα λευκά τυριά άλμης, που παράγονται σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και στο Νομό Λέσβου. Η φέτα καταναλώνεται ως επιτραπέζιο τυρί όπου συνοδεύει τα λαδερά με τομάτα και τη χωριάτικη σαλάτα. Θεωρείται κλασικό ελληνικό κολατσιό και χρησιμοποιείται στην κουζίνα σε πίτες, σαγανάκια, αβγά στο τηγάνι ή οπουδήποτε αλλού ζητηθεί η χαρακτηριστική της γεύση.