Αν και θεωρείται εθνικό ποτό των Ρώσων, η βότκα μάλλον έχει την Πολωνία ως πατρίδα. Στη Ρωσία καθιερώθηκε την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, ο οποίος μάλιστα ασχολήθηκε και με την τελειοποίηση των αποστακτήρων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή της. Η παράδοση θέλει την πατάτα ως ιδανική πρώτη ύλη για την παραγωγή της, στην πράξη όμως ένας μεγάλος αριθμός προϊόντων βάσης, στηρίζουν την ύπαρξή της. Διάφορα δημητριακά, παντζάρια, μελάσα, ακόμα και σάπια ξύλα έχουν το μερίδιο τους. Η πραγματική βότκα δεν έχει καμία γεύση και κανένα άρωμα. Η παραγωγή της (με κολόνες απόσταξης) δίνει ένα διαυγές αλκοόλ το οποίο στη συνέχεια φιλτράρεται με χρήση άμμου ή άνθρακα για να απομακρυνθεί κάθε δυσάρεστη (αλλά και ευχάριστη) οσμή. Όσο για τον αριθμό των αποστάξεων, είναι συνήθως τρεις, αν και ορισμένες μάρκες αναφέρονται σε περισσότερες. Εξού και το προαναφερόμενο αποτέλεσμα. Ίσως, γι’ αυτό αρέσει σε αρκετούς καταναλωτές που επιλέγουν αυτό το αλκοόλ απλά για την καυστική «καμτσικιά» που δίνει καθώς καταλήγει στο λαρύγγι του πότη. Από την άλλη πάλι αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας έχει κάνει τη βότκα δημοφιλή ως συστατικό πολλών κοκτέιλ, όπως το Bloody Mary. Στην πράξη, επί των ημερών μας, η βότκα δεν έχει πλέον πατρίδα καθώς παράγεται σχεδόν παντού, χωρίς κανένας να μπορεί να διεκδικήσει τα πρωτεία της ποιότητας ή κάποιο ιδιαίτερο και τυπικό ταυτόχρονα χαρακτήρα. Το σύγχρονο marketing τα τελευταία χρόνια έχει φέρει πάλι στο προσκήνιο αρωματικούς τύπους βότκας, μια συνήθεια που στο παρελθόν ήταν αρκετά διαδεδομένη παράλληλα με την καθαρή, άοσμη και άγευστη εκδοχή της. Σε επίπεδο γαστρονομικό (σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τις δυτικές χώρες), το μοναδικό deli που πολύ συχνά προτείνεται ως συνοδεία είναι το χαβιάρι και λιγότερο ο σολομός και το μπρικ. Στις σκανδιναβικές χώρες καλός «σύντροφος» θεωρείται η καπνιστή (και όχι μόνο) ρέγγα. Α. Σ.