Η Αγγλία είναι η χώρα της φήμης, της παράδοσης και των μεγάλων καταναλώσεων, αλλά το gin έχει πατρίδα την Ολλανδία. Η ιστορία του ξεκίνησε στις αρχές του 16ου αιώνα με το genever, ποτό που εξακολουθεί να παράγεται εκεί και παραμένει αγαπητό σε όλη την κεντρική Ευρώπη. Το gin αποτελεί συνδυασμό του καρπού της αρκεύθου (genever, genievre, juniper) με οινόπνευμα και δημιουργήθηκε για φαρμακευτικούς αρχικά σκοπούς. Στην Αγγλία, όπου δημιούργησε την τεράστια φήμη του, μεταφέρθηκε από τους στρατιώτες, οι οποίοι στον τριακονταετή πόλεμο (1618-1648) είχαν πολεμήσει στην Ολλανδία και οι οποίοι το μετονόμασαν σε gin. Η τεράστια όμως αύξηση της παραγωγής, η εκτόξευση των πωλήσεων και η καθιέρωση του ως ποτού για τις μάζες της Αγγλίας συνέβη χάρη σε έναν Ολλανδό στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Γουλιέλμος ο Γ΄ της Οράγγης που διαδέχτηκε στο θρόνο της Αγγλίας τον Ιάκωβο τον Β΄, ευνόησε και υποστήριξε ενεργά την αγγλική παραγωγή gin χωρίς άδεια και αύξησε υπερβολικά το φόρο στην μπύρα, με αποτέλεσμα το απίστευτα φτηνό gin να κατακτήσει τις μάζες, να ονομαστεί «ποτό των φτωχών» και να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα αλκοολισμού για πολλά χρόνια. Οι διάφορες φάσεις του αντιαλκοολικού αγώνα και οι νόμοι που θεσπίστηκαν –και έλυσαν το πρόβλημα– επέτρεψαν την είσοδο στην παραγωγή και στο λιανεμπόριο του gin αξιόπιστων και σοβαρών εταιρειών, με αποτέλεσμα να συμβεί και μεγάλη αύξηση της ποιότητας του ποτού. Με τη λύση του προβλήματος του αλκοολισμού και τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας, το gin κατέκτησε τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Στο εξής συγκαταλέγεται στον κόσμο των εκλεκτών ποτών και αναπτύσσονται μάλιστα στην Αγγλία και δύο «σχολές»: το λιγότερο διάσημο σήμερα Plymouth με το στιλ των ξηρών gin και το London gin.
H παρασκευή του gin είναι μάλλον απλή. Γίνεται απόσταξη δημητριακών, το καλαμπόκι δίνει τα καλύτερα ποιοτικά αποτελέσματα, με μέθοδο που μοιάζει σε πολλά με την απόσταξη του ουίσκι. Κατά τη δεύτερη απόσταξη προστίθενται τα αρωματικά: οι μικροί καρποί της αρκεύθου καταρχήν που δημιουργούν την ραχοκοκαλιά του αρώματος και το μυστικό, προσωπικό «μπουκέτο» βοτάνων, αρωματικών και μπαχαρικών που χρησιμοποιεί κάθε παραγωγός. Μπορεί να είναι ελαφρύ ή στιβαρό και –κυρίως– μπορεί και πρέπει να έχει το δικό του αρωματικό προφίλ. Το μεγάλο «μπουμ» του gin στην αγορά ανάγκασε τις μεγάλες εταιρείες να κυκλοφορήσουν εξαιρετικά ultra premium προϊόντα, ενώ κυκλοφορούν πλέον και τα νεότερα, μικρής παραγωγής, gin, στων οποίων τον αρωματισμό επικρατεί περισσότερη φαντασία. Η τελετουργία για να το απολαμβάνουμε είναι μάλλον απλή, διότι αφενός δεν υπάρχει γαστρονομική συνοδεία, αφετέρου πρέπει να επικρατεί απλώς κέφι και χαλαρότητα. Το gin δεν πίνεται σχεδόν ποτέ σκέτο, δηλαδή μόνο του. Αντίθετα, χρησιμεύει στην παρασκευή δύο κατηγοριών cocktails: των κλασικών (Gin Tonic, Gin Fizz και το έξοχο Martini), και των σύγχρονων που συχνά αποτελούν ευφάνταστες εξτραβαγκάντσες των δημιουργών τους. Α. Σ.