Παρακολουθώντας τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις του κοινού στην παράστασης της "Μήδειας" του Σάιμον Στόουν στο θέατρο Παλλάς (ένα έργο που μετέγραψε την ευριπίδεια τραγωδία στην ιστορία μιας σύγχρονης γυναίκας που σκότωσε τα παιδιά της και τη σύντροφο του πρώην άντρα της), έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται ποια θα ήταν η υποδοχή, αν η ίδια παράσταση είχε παιχτεί στην Επίδαυρο. Το πιθανότερο είναι πως ακόμη και ο πιο καλόπιστος θα μου απαντούσε ότι το έργο είναι φτιαγμένο για κλειστό χώρο, καθώς έχει λίγους χαρακτήρες και κατά βάση δυαδικές σκηνές, ενώ και η παράσταση διαδραματιζόταν σε ένα άδειο σκηνικό, το οποίο θα "χανόταν" στην ορχήστρα της Επιδαύρου.
Ακόμη και σε αυτό το ορθό επιχείρημα, όμως, θεωρώ ότι υποκρύπτεται κάποια υποκρισία, που εκκινεί από το γεγονός ότι έχουμε θέσει –άτυπα πλην όμως σαφώς– κάποιους όρους τόσο σχετικά με την αντιμετώπιση του αρχαίου δράματος, ειδικά όταν παρασταίνεται στην Επίδαυρο, όσο και με το ποια έργα ταιριάζουν ή δεν ταιριάζουν σε αυτήν. Αναγνωρίζουμε, για παράδειγμα, σε ένα συγγραφέα το δικαίωμα να αναμετρηθεί με έναν αρχαιοελληνικό μύθο και να "τον φέρει στα μέτρα του", αλλάζοντας ακόμη και το ήθος των προσώπων, όπως έκανε ο Στόουν, όχι όμως αν κάτι ανάλογο συμβεί στην Επίδαυρο.
Ο "Οιδίποδας" της Μάγια Τσάντε (σε σκηνοθεσία του Τόμας Οστερμάιερ, το 2021), που επίσης μετέγραψε τον αρχαίο μύθο στο δράμα μιας σύγχρονης γερμανικής οικογένειας, θεωρήθηκε καταλληλότερος για μια κλειστή αίθουσα, ενώ ψυχρή ήταν και η πρόσληψη του αφαιρετικού, στιλιζαρισμένου και ελλειπτικού από κειμενικής άποψης "Οιδίπου" του Μπομπ Ουίλσον (2019), με το ίδιο λίγο-πολύ επιχείρημα (παράσταση που έφερε αντιδράσεις ακόμη και για το γεγονός ότι ακούστηκε ένα απόσπασμα –αμετάφραστο– στα γερμανικά). Όμως, πέραν του αδιαμφισβήτητου μεγέθους της Επιδαύρου και της απόστασης που χωρίζει τις κερκίδες, κυρίως του πάνω διαζώματος, από την ορχήστρα κανένας άλλος παράγοντας δεν θα έπρεπε να μπαίνει στην κουβέντα, σχετικά με το ποιο έργο έχει ή δεν έχει θέση στην ορχήστρα της.
Επίσης, δύσκολα αποδεχόμαστε το δικαίωμα ενός σκηνοθέτη να επέμβει αισθητά σε μια αρχαία τραγωδία· πρόσφατα παραδείγματα είναι οι αντιρρήσεις για τους "Πέρσες" του Δημήτρη Καραντζά (2022), επειδή ο σκηνοθέτης εισήγαγε στίχους από περσικά ποιήματα στη θέση ενός χορικού και έδωσε σύγχρονο πολιτικό πρόσημο στο φινάλε της τραγωδίας, ή η φετινή "Ιφιγένεια η εν Αυλίδι" από τον Τιμοφέι Κουλιάμπιν, επειδή αφαίρεσε τα χορικά, εκσυγχρόνισε το πλαίσιο και "κατέβασε" το ήθος των προσώπων σε γήινες –κάποιες φορές μέχρι γελοιότητας– και όχι αρχετυπικές φιγούρες.
Η όλη συζήτηση ουσιαστικά έχει τις ρίζες της στην επίπλαστη ανάγκη εύρεσης μιας αυθεντικής, γνήσιας μεθόδου ερμηνείας του αρχαίου δράματος. Αυτή η μέθοδος μπορεί για χρόνια να ανιχνευόταν στην κλασικιστική γραμμή του Εθνικού ή σε όσες με κόπο αντιτάχθηκαν σε αυτήν και δημιούργησαν τις δικές τους –μικρές ή μεγάλες– παραδόσεις (ο λαϊκός εξπρεσιονισμός του Κουν, η σύνδεση με τη λαογραφία που έφερε ο Κώστας Τσιάνος, το τελετουργικό θέατρο του Τερζόπουλου), όμως στην πραγματικότητα το μόνο που καταφέρνει η αναζήτηση κάποιας "γραμμής ερμηνείας" είναι να την ξεχωρίζει ως μόνη ορθή, άρα να απορρίπτει τις υπόλοιπες ως λιγότερο ορθές ή εντελώς λάθος, αντί να εξετάζει κάθε παράσταση ως αυθύπαρκτο σκηνικό γεγονός που δικαιώνεται ή όχι. Έτσι και η συζήτηση μεταπηδάει από το ουσιαστικό στο επουσιώδες, και ο διάλογος δεν αφορά την αξία της παράστασης, αλλά το αν αποτελεί ή όχι "έγκυρη" ανάγνωση.
Αυτή η διαστρεβλωμένη συζήτηση κορυφώνεται, όταν έχουμε να κάνουμε με το τοπόσημο της Επιδαύρου, τόπο που κατέχει ξεχωριστή θέση στο συλλογικό φαντασιακό –ακόμη και όσων δεν ενστερνίζονται τα περί "ιερότητας"– και έχει καταγραφεί λίγο-πολύ ως ο χώρος που θα αποδείξει την ορθότητα ή όχι του εκάστοτε ανεβάσματος αρχαίου δράματος. Ενδεικτικό είναι πως η συζήτηση ανοίγει σχεδόν αποκλειστικά γι’ αυτή, σπανιότερα για κάποιο από τα άλλα αρχαία θέατρα ή για το Ηρώδειο, π.χ., που φιλοξενεί κάθε είδους εκδηλώσεις – επειδή άραγε πρόκειται για ρωμαϊκό μνημείο; Στην Επίδαυρο, περισσότερο από κάθε άλλο θέατρο, διατυπώνεται άρρητα το αίτημα της συλλογικής συμμετοχής σε μια κοινή τελετουργία που μας συνδέει με τις αρχαίες ρίζες, ξεπερνάει το "εδώ και τώρα" και αναμετριέται με μεγάλα μεγέθη.
Φαίνεται ότι δεν έχει πάψει να αποτελεί αίτημα η εύρεση ενός "γνήσιου" τρόπου ανεβάσματος της τραγωδίας, και ίσως ανιχνεύεται σε αυτόν που τη φέρνει σε επαφή με τον αρχαϊκό πυρήνα της. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η ενθουσιώδης αποδοχή της φετινής "Ορέστειας" από τον Θεόδωρο Τερζόπουλο: το τελετουργικό ύφος, η σωματικότητα, η ομαδικότητα, τα μεγάλα μεγέθη στην ανάγνωση των προσώπων –απαλλαγμένα από ψυχολογισμούς– θεωρήθηκαν καταλληλότερα για την απόδοση του αρχαίου δράματος.
Σε συνέχεια όλων αυτών, θεατές, δημοσιογράφοι, κριτικοί έχουν αποδειχθεί δυσανεκτικοί απέναντι σε σκηνοθεσίες που εστιάζουν σε ψυχολογικές προσεγγίσεις, σε υπερβολικά αφαιρετικές ή αποδομητικές αναγνώσεις ή σε ερμηνείες που έρχονται σε διάλογο με την Ιστορία, όπως αυτές των Ανατολικοευρωπαίων σκηνοθετών (για να θυμίσουμε τις αντιδράσεις που έφεραν στο παρελθόν η "Μήδεια" από τον Ανατόλι Βασίλιεφ, οι "Πέρσες" από τον Ντίμιτερ Γκότσεφ κ.ά.). Πρόσφατο παράδειγμα η περσινή "Μήδεια" από τον Φρανκ Κάστορφ, που έδειξε όχι μόνο ότι το κοινό αντιστέκεται σε παραστάσεις που καταφεύγουν στη διακειμενικότητα ή στη χρήση κάμερας, αλλά και ότι ο χώρος της Επιδαύρου εξακολουθεί να θεωρείται "ιερός" από κάποιους, έτσι ώστε να εκληφθεί η σκηνογραφική επιλογή που γέμισε την ορχήστρα με σκουπίδια ως βεβήλωση του αρχαίου μνημείου.
Μάλιστα, παρόλο που τα κριτήρια πρόσληψης είναι ελαστικότερα στην περίπτωση της κωμωδίας –αφού το ίδιο το είδος "επιτρέπει" επικαιρικές συνδέσεις και αθυρόστομο χιούμορ–, δεν παύουν να υπάρχουν περιπτώσεις, όπως οι περσινές "Σφήκες" από τη Λένα Κιτσοπούλου, που ξεσηκώνουν βίαιες αντιδράσεις και ανοίγουν συζητήσεις για το πόση "ασέβεια σηκώνει η Επίδαυρος". Ίσως να μπορούσε να γίνει λόγος για μια επανασυντηρητικοποίηση των θεατών τα τελευταία χρόνια, ενάντια στις εξελίξεις των παραστατικών τεχνών και την εκπαίδευση ενός ανοιχτότερου κοινού που έφεραν οι πρώτες δεκαετίες του 21ου αι., αν και αυτό μένει να μελετηθεί σε βάθος χρόνου.
Παραθέτοντας, πάντως, όσα μας είπε ο Τιάγκο Ροντρίγκες ενόψει της παράστασης στην Επίδαυρο, "Εκάβη, όχι Εκάβη", όπου συνέδεσε το μύθο του Ευριπίδη με μια σύγχρονη ιστορία –"μου αρέσει ο διάλογος που προκύπτει από αγάπη και ενδιαφέρον για τα έργα, είτε μιλάμε για Σαίξπηρ και Μολιέρο είτε για αρχαία τραγωδία· το θέατρο είναι φτιαγμένο πάνω σε όλες τις δυνατές σκηνικές προτάσεις που μπορεί να προκύψουν από αυτά"– θα λέγαμε ότι αυτό που, πράγματι, χρειαζόμαστε είναι το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου να λειτουργήσει ως ένας χώρος που προστατεύει και ευνοεί την ανάπτυξη όλων αυτών των δυνατών προτάσεων ερμηνείας αντί να τις περιορίζει.