Πολλά μπορούν ειπωθούν για την παράσταση "Εκάβη, όχι Εκάβη", που παρουσίασε ο θίασος της Comédie Française στην Επίδαυρο, σε κείμενο και σκηνοθεσία του Τιάγκο Ροντρίγκες, μια που υπήρξε ένα πολυεπίπεδο σκηνικό γεγονός ως σύλληψη και ως πραγμάτωση. Πρόκειται για μία σπουδαία στιγμή στη σύγχρονη παραστασιογραφική ιστορία της Επιδαύρου, όχι επειδή υπήρξε μία άρτια παράσταση, αλλά γιατί κατέθεσε ένα πολύ καλό δείγμα σύγχρονης δραματουργίας και πρότεινε έναν ουσιαστικό και σκηνικά αποτελεσματικό τρόπο συνομιλίας του αρχαίου ελληνικού λόγου με το σύγχρονο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το αρχαίο έργο δεν ενέπνευσε απλώς μια σύγχρονη ιστορία, ο μύθος δεν μεταγράφτηκε σε σύγχρονο πλαίσιο, αλλά πλέχτηκε αυτούσιος σε μία σύγχρονη ιστορία. Στην πραγματικότητα, κείμενο και παράσταση λειτούργησαν σε τρία επίπεδα, θέτοντας ψηλά τον πήχη της δυσκολίας: η τραγωδία του Ευριπίδη αναπτύχθηκε μέσα από τις πρόβες ενός θιάσου, του οποίου η πρωταγωνίστρια, Νάντια, αντιμετωπίζει, στην προσωπική της ζωή, ένα δράμα που αφορά τον αυτιστικό γιο της. Έτσι, το θέατρο μέσα στο θέατρο, ο αρχαίος μύθος και η πραγματική ζωή συνδιαμόρφωσαν ένα πυκνό κείμενο και μια εξίσου πυκνή σκηνική συνθήκη, στα οποία ελάχιστα μπορεί να προσάψει κανείς, όπως κάποιο πλατειασμό του σκηνικού ρυθμού και λίγα σημεία όπου το κείμενο περιήλθε σε μια συναισθηματολογία.
Σημείο επαφής των δύο κειμένων, και ο λόγος για τον οποίο επιλέχτηκε η συγκεκριμένη τραγωδία, είναι η αντιμετώπιση των πιο ευάλωττων, των παιδιών –στο σύγχρονο πλαίσιο των παιδιών που έχουν κάποια αναπηρία- από τη θεσμική εξουσία: στην "Εκάβη" είναι ο βασιλιάς της Θράκης, Πολυμήστορας, που σκοτώνει τον γιο της Εκάβης, ενώ του τον είχε εμπιστευτεί να τον προστατεύσει από τους Έλληνες, ενώ στο σύγχρονο κείμενο είναι το κρατικό ίδρυμα στο οποίο έχει εμπιστευτεί η ηθοποιός τον αυτιστικό γιο της, ώσπου ανακαλύπτει ότι έχει πέσει θύμα αμέλειας και σωματικής κακοποίησης. Σε αυτή την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα στιγμή σύγχρονης δραματουργίας –που προήλθε μέσα από μια work in progress διαδικασία με τη συμβολή των ηθοποιών, στους οποίους ο σκηνοθέτης απέδωσε το ένα τρίτο του τελικού κειμένου-, το κείμενο της ευριπίδειας "Εκάβης" αναπτύχθηκε αντίστροφα (από την τελική σκηνή προς την εναρκτήρια) και δάνεισε τα λόγια του όχι μόνο στις σκηνές της πρόβας, αλλά και στη σύγχρονη συνθήκη –κι αυτό ήταν το αληθινά ενδιαφέρον-, δηλαδή στις αντιπαραθέσεις της ηθοποιού/μητέρας με τα υπόλοιπα πρόσωπα (εισαγγελέα, διευθυντή του ιδρύματος κλπ), ενώ κορυφαία ήταν η σκηνή όπου τα λόγια του φαντάσματος του Πολύδωρου, του γιου της Εκάβης, έγιναν όσα θα ήθελε να πει ο γιος της Νάντιας. Ο τρόπος που ο λόγος του Ευριπίδη εξέφρασε συναισθήματα σε απολύτως σύγχρονες συνθήκες ήταν ανατριχιαστικός.
Η παράσταση ξεκίνησε από τη συνθήκη της πρόβας, της πρώτης ανάγνωσης του έργου από το θίασο –που διαβάζει την τελευταία σκηνή της τραγωδίας, αφού μας πληροφορήσει για ό,τι έχει προηγηθεί-, όπου η χαλαρότητα ακόμη και η ευθυμία απέναντι στο πρωτότυπο κείμενο θέρμαναν την ατμόσφαιρα και βοήθησαν την κατά βάση στατική σκηνή να περάσει στις κερκίδες. Από εκεί και πέρα, υφάνθηκε η πολυεπίπεδη –και απολύτως προμελετημένη- συνθήκη της συνομιλίας των δύο κειμένων σκηνή-σκηνή (ακόμη και τα πρόσωπα αντιστοιχίστηκαν ώστε κάθε ήρωας του αρχαίου δράματος να καθρεφτίζεται στον σύγχρονο ανάλογό του: Νάντια/Εκάβη, Πολυμήστορας/Γενικός γραμματέας της κυβέρνησης, Αγαμέμνονας/Εισαγγελέας), όμως το επίτευγμα του κειμένου δεν ήταν ότι ανταπεξήλθε σε αυτό το "τεχνικό" μέρος.
Στην ορχήστρα της Επιδαύρου προέκυψαν μια πληθώρα ερωτημάτων σχετικά με τη δικαιοσύνη (και το γεγονός ότι κάποιες φορές, για να αποδοθεί δικαιοσύνη, πρέπει να παρακαμφθεί η δικαιοσύνη), τη θεσμική αναλγησία, την πολιτική ευθύνη, την εθελοτυφλία, την ευαλωτότητα, τη μητρότητα. Ταυτόχρονα, το κείμενο αναμετριόταν συνεχώς με τη μικρότητα όσο και με τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής, ενώ ωραία λειτούργησαν και οι συμβολισμοί, που ανύψωσαν κείμενο και παράσταση από την πεζότητα μίας στενής μεταγραφής του αρχαίου σε σύγχρονο: ο ίδιος ο τίτλος της παράστασης, που έκλεινε το μάτι στο λεξιλόγιο του αυτιστικού παιδιού που ερμήνευε τον κόσμο μέσα από λίγες λέξεις και την άρνησή τους (φιλί/όχι φιλί, δωμάτιο/όχι δωμάτιο, ρύζι/όχι ρύζι, ήλιος/όχι ήλιος κλπ), οι επιλογές της soul μουσικής του Ότις Ρέντινγκ (άλλη μια συνομιλία με το όνομα του παιδιού, που λεγόταν Οτίς), το μνημειακό σκηνικό (Fernando Ribeiro) του αγάλματος της σκύλας, που αναφερόταν εξίσου στην προφητεία της "Εκάβης" (που θέλει την τραγική ηρωίδα να μεταμορφώνεται σε "σκύλα με πορφυρά μάτια") και στο παιδικό καρτούν που βλέπει ο Οτίς, όπου μία σκύλα σε διαρκή αναζήτηση ψάχνει το χαμένο παιδί της. Ένας συμβολισμός που βρήκε τη θέση του στην πολυεπίπεδη δραματουργία, κάνοντας τις δικές του συνάψεις με το πρόσωπο της Εκάβης, της Νάντιας και κάθε μητέρας που υπερασπίζεται το παιδί της, ενώ έχει να αντιμετωπίσει κρατικούς λειτουργούς που "νίπτουν τας χείρας τους".
Έτσι, δεν απολαύσαμε μόνο ένα πολύ ωραίο δείγμα συνομιλίας του αρχαίου μύθου με το σήμερα αλλά και ένα εξαιρετικό παράδειγμα πολιτικού θεάτρου (εξάλλου από πραγματικά περιστατικά εκκινεί η σύγχρονη ιστορία του Ροντρίγκες), χωρίς να κραυγάζει, να κατονομάζει ή να κουνάει το δάχτυλο. Στη σκηνική πραγμάτωση, η μουσική (Pedro Costa) και οι φωτισμοί (Rui Monteiro) συνέβαλαν καθοριστικά ώστε να "εγκλωβίσουν" μέσα στη δραματική συνθήκη το τεράστιο κοίλο της Επιδαύρου, ενώ οι εφτά υπέροχοι ηθοποιοί της Comédie Française ενσάρκωσαν με απαράμιλλες ψυχικές δυνάμεις τα πολλαπλά επίπεδα του κειμένου, μεταβαίνοντας από τον αρχαίο μύθο στο σήμερα. Επικεφαλής η συγκλονιστική Elsa Lepoivre στο ρόλο της Εκάβης/Νάντιας, και στους υπόλοιπους (διπλούς και τριπλούς) ρόλους οι Loïc Corbery (Πολυμήστορας/Γενικός γραμματέας κυβέρνησης), Denis Podalydès (Αγαμέμνονας/Εισαγγελέας), Eric Génovèse, Gaël Kamilindi, Elissa Alloula, Séphora Pondi.
Περισσότερες πληροφορίες
Hecuba, not Hecuba
Στο έργο όπου ο νέος διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν σκηνοθετεί τον κορυφαίο θίασο, μια ηθοποιός κάνει πρόβα στην “Εκάβη” του Ευριπίδη. Υποδύεται τον ρόλο της χήρας του Πριάμου που με την ήττα της Τροίας έχασε τα πάντα: τον άντρα της, τον θρόνο της, την ελευθερία της και, το πλέον οδυνηρό, σχεδόν όλα τα παιδιά της. Είναι μια γυναίκα που αξιώνει δικαιοσύνη. Ο μύθος της τραγωδίας συναντάει όμως σπαρακτικά την οικεία πραγματικότητα της ηθοποιού, μητέρας ενός εφήβου στο φάσμα του αυτισμού, που έχει υποστεί κακοποίηση από το προσωπικό του ιδρύματος όπου τον έχει εμπιστευτεί. Καθώς οι ιθύνοντες προσπαθούν να συγκαλύψουν την υπόθεση, αποφασίζει να τη δημοσιοποιήσει στον Τύπο. Στις πρόβες για την παράσταση παρεμβάλλεται με αμφίσημο τρόπο η δικαστική έρευνα. Σε ένα ιδιόμορφο, μεταιχμιακό σκηνικό, οι δύο αυτοί κόσμοι έρχονται σε αντιπαράθεση σε μια βασανιστική και συνταρακτική μείξη του μυθικού με το πραγματικό, του θεάτρου με τη δικαιοσύνη. Η παράσταση θα παρουσιαστεί στην Επίδαυρο αμέσως μετά την πρεμιέρα της τον Ιούλιο στο Φεστιβάλ της Αβινιόν.