Πώς και πότε ανακαλύψατε το συγγραφέα Ρόμπερτ Άικ και το έργο "The doctor";
Το συγγραφέα τον γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια, καθώς το 2016 μετέφρασα και ανέβασα τη δική του διασκευή πάνω στο "1984" του Τζορτζ Όργουελ. Είναι ένας συγγραφέας που παρακολουθώ όπως και ο Σάιμον Στόουν, με τον οποίο μάλιστα έχουν ένα κοινό σημείο, ότι δουλεύουν πάνω σε ελεύθερες διασκευές κλασικών κειμένων. Το "The doctor", εν προκειμένω, είναι διασκευή του "Professor Bernhardi" που έγραψε ο Άρτουρ Σνίτσλερ το 1912. Είναι όμως μια πολύ ελεύθερη διασκευή, όπως λέει και ο ίδιος ο Άικ. Στον Σνίτσλερ υπάρχει η κεντρική σύγκρουση, όπου ένας καθολικός ιερέας επισκέπτεται ένα κορίτσι για την τελευταία του εξομολόγηση και ο Εβραίος γιατρός (που είναι άντρας στο πρωτότυπο έργο) δεν του επιτρέπει την είσοδο. Ο Άικ, αυτό το τρομερό παιδί του βρετανικού θεάτρου, που βέβαια έχει ξεπεράσει προ πολλού τα σύνορα της μεγάλης Βρετανίας καθώς δραστηριοποιείται διεθνώς, ανοίγει τον κόσμο του έργου σε ένα ευρύτερο φάσμα αντιπαραθέσεων και αντιθέσεων του σύγχρονου ανθρώπου. Δεν μιλάει πια μόνο για το θέμα της θρησκείας, ούτε για τη σύγκρουσή της με την ιατρική. Ανοίγεται πολύ σε ζητήματα όπως η cancel culture, η πολιτική ταυτοτήτων, η ευθανασία, το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό κ.λπ. Σύμφωνα με μία από τις εξαιρετικές κριτικές που έχουν γραφτεί για το έργο αυτό, το "The Doctor" εξετάζει όλες τις παθογένειες της μοντέρνας κοινωνίας. Είναι ένα συναρπαστικό έργο.
Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το "The doctor" καθρεφτίζει τις ανισότητες και τα στερεότυπα της κοινωνίας μας;
Ακριβώς, μιλάει πάρα πολύ για τα στερεότυπα και το πόσο έχουμε συνηθίσει να βάζουμε τους ανθρώπους σε ομάδες και να τους κατατάσσουμε σε κατηγορίες. Για το πώς κρίνουμε κάποιον από την εμφάνιση, τι σημαίνει προνόμιο και κοινωνική τάξη, ενώ θίγει και ζητήματα φυλετικών και άλλων διακρίσεων σε σχέση με την ταυτότητα φύλου. Μιλάει για όλα αλλά με έναν τρόπο φιλοσοφικό και ταυτόχρονα πολύ θεατρικό και με ένα καυστικό, φλεγματικό χιούμορ. Ο Άικ έχει συνθέσει εξαιρετικούς χαρακτήρες.
Ήταν πρόκληση για εσάς η προσέγγιση του έργου, από την άποψη ότι εκτός από την σκηνοθεσία υπογράφετε και τη μετάφραση;
Είναι η δεύτερη φορά που μεταφράζω έργο του Άικ μετά το "1984" και είναι σπουδαίο εργαλείο για τη σκηνοθεσία. Είναι μία απαιτητική μετάφραση στην οποία αντιμετωπίζεις δυσκολίες που έχουν να κάνουν με τα γένη, με τη γραμματική ή με τη σύνταξη, αλλά και με το χιούμορ στην αγγλική γλώσσα, το οποίο δεν περνάει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο στην ελληνική. Είναι πολλά τα ζητήματα που μας απασχόλησαν και ακόμα με απασχολούν. Ζητήματα πολιτικά ορθής απόδοσης όρων οι οποίοι είναι νεότατοι στην κοινωνιολογία και στις ανθρωπιστικές επιστήμες -τουλάχιστον ως προς την απόδοση τους στα ελληνικά. Και όροι που στην Ελλάδα δεν πολύ χρησιμοποιούνται, όπως για παράδειγμα ο όρος της woke κουλτούρας.
"Η ανθρωπότητα με τα social media έχει ένα μεγάλο όπλο στα χέρια της. Από την άλλη, αυτό έχει αυξήσει φαινόμενα όπως η κουλτούρα της ακύρωσης και οι ψευδείς ειδήσεις τις οποίες δεν μπορείς εύκολα να ελέγξεις. Το έργο ασχολείται πολύ με το τι σημαίνει "λέω τη γνώμη μου" και πώς όλοι εκφράζουν άποψη ακόμα και πάνω σε ζητήματα που δεν κατέχουν, όπως για παράδειγμα το ποιος γράφει κριτική για έργα τέχνης".
Σας τρομάζει η επιρροή των social media και της cancel culture στη ζωή μας; Από πού πιστεύετε ότι προκύπτει αυτή η ανθρωποφαγία που όλο και μεγαλώνει;
Η ανθρωπότητα με τα social media έχει ένα μεγάλο όπλο στα χέρια της προκειμένου να ακουστούν οι φωνές των ανθρώπων ευκολότερα και γρηγορότερα. Από την άλλη, αυτό έχει αυξήσει φαινόμενα όπως η κουλτούρα της ακύρωσης, οι ψευδείς ειδήσεις τις οποίες δεν μπορείς εύκολα να ελέγξεις (γιατί πολλοί λένε "το διάβασα στο ίντερνετ άρα ισχύει") και άλλα φαινόμενα αναφορικά με τις τέχνες, όπως για παράδειγμα το ποιος γράφει κριτική για έργα τέχνης. Το έργο ασχολείται πολύ με το τι σημαίνει "λέω τη γνώμη μου" και πώς όλοι εκφράζουν άποψη ακόμα και πάνω σε ζητήματα που δεν κατέχουν. Στο έργο, μια καθηγήτρια και ακτιβίστρια μιλάει στη Ρουθ Γουλφ, την πρωταγωνίστρια του έργου που υποδύεται η Στεφανία Γουλιώτη, και της λέει: "Νομίζω ότι χρησιμοποιήσατε σωματική βία με τον ιερέα", τον οποίο ερμηνεύει ο Νίκος Χατζόπουλος. Εκείνη της απαντάει σαρκαστικά: "Δεν έχει σημασία τι νομίζετε γιατί δεν ήσασταν εκεί. Όπως δεν έχει σημασία τι νομίζω κι εγώ για την προσεδάφιση στη Σελήνη. Δεν ήμουν εκεί άρα δεν γνωρίζω". Μπορούμε όλοι να έχουμε άποψη για τα πάντα; Και πώς διαμορφώνεται αυτή; Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του έργου.
Ποια θα λέγατε ότι είναι η δική σας στάση σε σχέση με την ηρωίδα, την καταλαβαίνετε; Στέκεται ουσιαστικά μόνη απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους με την επιλογή της;
Ο τρόπος που έχουν αποδοθεί όλοι οι χαρακτήρες του έργου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί είναι πολύ ανθρώπινοι, γεμάτοι αντιφάσεις. Συμφωνείς μαζί τους σε κάποια πράγματα, ενώ άλλες σκέψεις τους σου φαίνονται τελείως ξένες. Η Ρουθ Γουλφ είναι μια γυναίκα που έχει παλέψει πολύ για να φτάσει εκεί που βρίσκεται. Είναι πολύ κοντά στο να πάρει το Νόμπελ για την έρευνα που κάνει με την ομάδα της γύρω από την θεραπεία του Αλτσχάιμερ. Είναι μια δυναμική γυναίκα που έχει το θάρρος της γνώμης της, που δεν στρογγυλεύει τις απόψεις της για να γίνει αρεστή, γιατί γι’ αυτήν πάνω απ’ όλα είναι η ιατρική και οι ασθενείς. Αυτό φυσικά οδηγεί πολλούς να τη θαυμάζουν, αλλά ταυτόχρονα κάποιοι την αντιπαθούν, γιατί δεν διαθέτει κοινωνική δεξιότητα ώστε να έχει μια περισσότερο διπλωματική ή πολιτική στάση απέναντι στα πράγματα. Έχω τη χαρά να συνεργάζομαι με έναν εξαιρετικό θίασο –τον οποίο συμπληρώνουν οι Αμαλία Νίνου, Κίττυ Παϊταζόγλου, Μαριάννα Δημητρίου, Ζωή Ρηγοπούλου, Aurora Marion, Λευτέρης Πολυχρόνης, Νίκη Σερέτη, Σταύρος Καλλιγάς, Αλίκη Ανδρειωμένου–, που νομίζω ότι αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο όλες αυτές τις πτυχές των προσώπων.
Νομίζω έχετε ξανασυνεργαστεί με πολλούς από αυτούς τους ηθοποιούς;
Ναι και με τη Στεφανία Γουλιώτη που ερμηνεύει τη Ρουθ Γουλφ, με τον Νίκο Χατζόπουλο που ερμηνεύει τον ιερέα, με τον Λευτέρη Πολυχρόνη, την Αμαλία Νίνου, την Κίττυ Παϊταζόγλου. Αλλά υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που δεν έχω συνεργαστεί ξανά και βρισκόμαστε για πρώτη φορά σε πολύ ωραίο κλίμα, πιο έμπειροι όπως η Ζωή Ρηγοπούλου αλλά και ηθοποιοί νεότερης γενιάς.
"Το "The doctor" είναι ένα σπουδαίο έργο. Εμείς το λέμε θρίλερ ιδεών, αλλά στην πραγματικότητα είναι θρίλερ με την έννοια της αγωνίας, διότι ξεβολεύει το θεατή με έναν τρόπο που δεν μπορεί να φανταστεί όταν ξεκινήσει να βλέπει την παράσταση. Είναι ένα έργο γεμάτο ανατροπές και δεν σε αφήνει να ησυχάσεις".
Σε συνέντευξή σας στο παρελθόν έχετε πει ότι ανεβάζετε ένα έργο όταν είναι η στιγμή του σύμφωνα με το δικό σας κριτήριο. Αυτό συμβαίνει και τώρα;
Έχω να κάνω σύγχρονο έργο από το 2014, όταν ανέβασα τον "Ιδομενέα" του Ρόλαντ Σίμελπφενιχ, και μετά, το 2016, που ανέβασα τη σύγχρονη διασκευή του "1984". Κατά κύριο λόγο καταπιάνομαι με κλασικά έργα και έργα του αρχαίου δράματος. Αλλά το "The doctor" μου μίλησε από την αρχή. Ήταν όντως η στιγμή του. Είναι ένα σπουδαίο έργο. Εμείς το λέμε θρίλερ ιδεών, αλλά στην πραγματικότητα είναι θρίλερ με την έννοια της αγωνίας, διότι ξεβολεύει το θεατή με έναν τρόπο που δεν μπορεί να φανταστεί όταν ξεκινήσει να βλέπει την παράσταση. Είναι ένα έργο γεμάτο ανατροπές και δεν σε αφήνει να ησυχάσεις. Συνεχώς σε βάζει στη θέση να αναρωτιέσαι για τους χαρακτήρες. Η σκηνοθεσία παίζει πολύ με αυτό. Εκεί που ο θεατής νομίζει ότι τα έχει καταλάβει όλα και ότι τα έχει τοποθετήσει σε κουτάκια -γιατί αυτό προσπαθούμε να κάνουμε για να είμαστε ασφαλείς- τα πράγματα ανατρέπονται. Νιώθεις ότι κάποιος σου τραβάει διαρκώς το χαλί κάτω απ’ τα πόδια, κάτι που το ζητάει και στις οδηγίες του ο ίδιος ο συγγραφέας. Νομίζω ότι το έργο έχει γίνει παγκόσμια επιτυχία για όλους αυτούς τους λόγους. Ξεκίνησε το 2019 από το θέατρο Αλμέιντα στο Λονδίνο και πέρασε την επόμενη χρονιά στο Γουέστ Εντ, μεταφέρθηκε δηλαδή σε μία άλλη σκηνή που παίζονται πιο μεγάλες παραγωγές. Έκτοτε ανεβαίνει σε όλο τον κόσμο. Πέρασε στην Κεντρική Ευρώπη, σε διάσημα θέατρα όπως το Μπούργκτεατερ της Βιέννης, στο θέατρο του Ίβο βαν Χόβε στο Άμστερνταμ όπου ο Άικ ήταν επί έξι χρόνια resident director. Πέρασε στο Ισραήλ, στην Ασία όπως και στην άλλη όχθη, στο θέατρο Άρμορι της Νέας Υόρκης. Μιλάει εξίσου σε όλες αυτές τις κοινωνίες. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θεατρικό φαινόμενο.
Μπορεί το θέατρο να λειτουργήσει ως μία ουσιαστική κοινωνική παρέμβαση;
Το θέατρο είναι κοινωνική παρέμβαση από τη φύση του. Δηλαδή ακόμα και να μην είναι ένα πολιτικό έργο. Κοιτάξτε, για παράδειγμα, την έντονη συζήτηση που δημιουργήθηκε με τις παραστάσεις της Επιδαύρου το καλοκαίρι. Ή με ορισμένες παραστάσεις που συνταράζουν τους θεατές. Η "Μήδεια", του Κάστορφ για παράδειγμα, η φετινή παραγωγή του Φεστιβάλ το καλοκαίρι, πυροδότησε ενδιαφέρουσες συζητήσεις, ξαναέβαλε με ένα τρόπο την Επίδαυρο στο κέντρο της κοινωνίας. Οπότε το θέατρο είναι πάντα εδώ, είναι δυνατό και αυτό είναι πραγματικά πολύ παρήγορο γιατί πάντα υπάρχουν κινδυνολόγοι που λένε ότι το θέατρο θα εξαφανιστεί, ότι η τεχνολογία θα το φάει και άλλες τέτοιες βλακείες. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί.
"Πιστεύω ότι αν ο Ευριπίδης είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί μια κάμερα, θα τη χρησιμοποιούσε. Οπότε είναι όλα θεμιτά, εφόσον αιτιολογούνται. Είμαι σίγουρη, όμως, ότι πάντα θα υπάρχει και το θέατρο χωρίς τη χρήση τεχνολογίας, μόνο με έναν άνθρωπο στο κέντρο της σκηνής ο οποίος διηγείται μία ιστορία".
Ποιες σκέψεις κάνετε εσείς για το θέατρο σε τριάντα χρόνια, σκεπτόμενη και την κεντρική θεματική των Θεατρικών Βραβείων Κοινού 2023;
Νομίζω ότι ορισμένοι δημιουργοί του θεάτρου θα ενσωματώνουν όλο και περισσότερο τα επιτεύγματα της τεχνολογίας στα έργα τους, κάτι που συμβαίνει ήδη. Πιστεύω ότι αν ο Ευριπίδης είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί μια κάμερα, θα τη χρησιμοποιούσε. Οπότε είναι όλα θεμιτά, εφόσον αιτιολογούνται και έχουν μια σχέση εγγενή με τη δραματουργία ή εξυπηρετούν το εικαστικό αποτέλεσμα, τη σύλληψη της σκηνοθέτριας και των συνεργατών της. Είμαι σίγουρη, όμως, ότι πάντα θα υπάρχει και το θέατρο χωρίς τη χρήση τεχνολογίας, μόνο με έναν άνθρωπο στο κέντρο της σκηνής ο οποίος διηγείται μία ιστορία. Δεν φοβάμαι ότι θα επικρατήσει ένα είδος θεάτρου έναντι κάποιου άλλου. Νομίζω ότι θα συνυπάρχουν αρμονικά και θα μπορεί ο καθένας να επιλέξει αν θέλει να εντάξει στοιχεία της τεχνολογίας σε μία παράσταση και για ποιο λόγο. Νομίζω ότι μπορεί να δούμε και παραστάσεις με ολογράμματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα κάνουν όλοι τέτοιες παραστάσεις σε τριάντα χρόνια.
Μέσα από την επαφή σας με εκπροσώπους οργανισμών διεθνούς εμβέλειας, αλλά και δημοσιογράφους, όπως η Arifa Akbar του "The Guardian", χάρη στο Grape, την πλατφόρμα εξωστρέφειας του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, νιώθετε ότι αλλαγές όπως το άνοιγμα της Επιδαύρου σε περισσότερους πειραματισμούς γίνονται πιο εύκολα αποδεκτές από τους θεατές του εξωτερικού σε σχέση με το ελληνικό κοινό;
Τα πειράματα που, όντως, κάνουμε γίνονται στη Μικρή Επίδαυρο μέσα από τις αναθέσεις του κύκλου "Contemporary Ancients" και έχουν τη λογική της συνομιλίας με τα ανοίγματα που πραγματοποιούμε στη μεγάλη. Είναι μια καθολική αντιμετώπιση του θεσμού των Επιδαυρίων με μία πολύ συγκεκριμένη λογική: ότι δεν πρέπει τα κείμενα αυτά να αντιμετωπίζονται ως μνημεία. Είναι μεν μνημεία λογοτεχνίας, αλλά η παρουσίασή τους στο θέατρο νοηματοδοτείται μόνο μέσα από την ερμηνεία της σκηνοθεσίας, της σκηνογραφίας, της μουσικής και των ερμηνειών. Δεν θα χρησιμοποιούσα τον όρο πειραματισμός για τον Φρανκ Κάστορφ και τη δική του "Μήδεια". Ο άνθρωπος έχει θεμελιώσει το γερμανικό θέατρο, είναι πια 70 ετών. Δεν θεωρείται πειραματισμός πλέον αυτό που κάνει. Το έχει εγκαθιδρύσει ως είδος μοναδικό, το οποίο έχει συνεχιστές και έτσι έχει δημιουργηθεί μία ολόκληρη σχολή την οποία ονομάζουμε γερμανικό θέατρο. Οι Έλληνες έχουμε μια τάση να αναζητούμε ιδεώδη αρχαίου κλέους, κάλλους κ.λπ. Νομίζω ότι το αγκάθι στην πρόσληψη και την αφομοίωση νέων καλλιτεχνικών γλωσσών έγκειται αφενός στην ιστορία μας και στην απουσία ευρείας σύνδεσης με ευρωπαϊκά ρεύματα σκέψης και, αφετέρου, στην ανάγκη μας να διατηρείται κάτι, ένα ιδεώδες, το οποίο δεν το αμφισβητεί κανείς. Ένα ιδεώδες αρχαιοελληνικό το οποίο είναι αλώβητο, ηρωικό και διαθέτει μόνο αρετές. Θα πρόσθετα, βεβαίως, το γενικότερο ζήτημα έλλειψης καλλιτεχνικής παιδείας και το γνωστό φαινόμενο ότι όσο λιγότερα γνωρίζει κάποιος για κάτι –το βλέπουμε πάρα πολύ στις τέχνες– τόσο ισχυρότερη άποψη έχει γι’ αυτό. Δηλαδή παρατηρούμε ότι εκφράζουν ισχυρή άποψη για το αρχαίο δράμα, άνθρωποι που ουδεμία σχέση έχουν με αυτό και με τις σύγχρονες σκηνικές αναζητήσεις. Αυτό είναι ένα φαινόμενο αρκετά ελληνικό, επειδή θεωρούμε κτήμα μας αυτά τα κείμενα και δεν θα έρθει κανείς να μας δείξει πώς ανεβαίνουν.
"Ελπίζω ότι ακραίες φωνές που λένε "μην πειράζετε τα κείμενα", "θέλουμε μόνο "κλασικά” ανεβάσματα", "απαγορεύεται η διακειμενικότητα και η συνομιλία με άλλες μορφές τέχνης", "δεν θέλουμε κινηματογράφο στην Επίδαυρο", και άλλες τέτοιες φετιχιστικές –ας μου επιτραπεί η έκφραση– αντιλήψεις, σιγά σιγά θα αποτελούν παρελθόν. Γιατί εμείς επιδιώκουμε να συνθέσουμε ένα φεστιβάλ ζωντανό, πλουραλιστικό, που να συνομιλεί ισάξια με όλα τα διεθνή φεστιβάλ παραστατικών τεχνών".
Ευτυχώς η κοινωνία προχωράει, τα ερεθίσματα πολλαπλασιάζονται και ευελπιστώ ότι και η εκπαίδευση και η εξοικείωσή μας με νέους τρόπους έκφρασης διευρύνεται με τα χρόνια. Ελπίζω ότι ακραίες φωνές που λένε "μην πειράζετε τα κείμενα", "θέλουμε μόνο "κλασικά” ανεβάσματα" (άλλωστε έχουμε και τέτοια στο πρόγραμμά μας), "απαγορεύεται η διακειμενικότητα και η συνομιλία με άλλες μορφές τέχνης", "δεν θέλουμε κινηματογράφο στην Επίδαυρο", και άλλες τέτοιες φετιχιστικές –ας μου επιτραπεί η έκφραση– αντιλήψεις, σιγά σιγά θα αποτελούν παρελθόν. Γιατί εμείς επιδιώκουμε να συνθέσουμε ένα φεστιβάλ ζωντανό, πλουραλιστικό, που να συνομιλεί ισάξια με όλα τα διεθνή φεστιβάλ παραστατικών τεχνών που δεν αντιμετωπίζουν ως μνημεία ούτε τον Σίλερ, ούτε τον Γκαίτε, ούτε τον Σαίξπηρ, ούτε τον Ρακίνα, ούτε βέβαια τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη.
Οπότε όπως καταλαβαίνω τα σχόλια που ακούσατε σε γενικές γραμμές είναι θετικά.
Εμείς γενικώς είμαστε πολύ ευχαριστημένοι. Φυσικά υπάρχει και ο αντίλογος και είμαστε εδώ για να ακούμε κάθε καλοπροαίρετη κριτική από τους θεατές μας. Ωστόσο, ήταν συνολικά μια εκπληκτική χρονιά και εισπρακτικά και καλλιτεχνικά. Για εμάς στο Φεστιβάλ, είναι απολύτως θετικό το πρόσημο. Ακόμα συζητάμε για την Επίδαυρο τέσσερις μήνες αργότερα, ακόμα γράφονται επιφυλλίδες, ακόμα οι ερμηνείες συζητιούνται στις παρέες, κι αυτό δηλώνει ότι βρισκόμαστε στο επίκεντρο της κοινωνίας.
Αυτός είναι και ο ουσιαστικός ρόλος του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, έτσι δεν είναι;
Ναι ο ρόλος του φεστιβάλ είναι να επιτρέψει στο ελληνικό κοινό να συνομιλήσει με τρόπο ελεύθερο με τη σύγχρονη θεατρική, μουσική και χορευτική πράξη της διεθνούς σκηνής και ταυτόχρονα βέβαια -ειδικά επί των δικών μας ημερών- να εξαγάγει όσο το δυνατόν παραστάσεις Ελλήνων δημιουργών σε αντίστοιχους διεθνείς οργανισμούς.
Πώς εξελίσσεται αυτή η προσπάθεια εξωστρέφειας του Grape;
Εξελίσσεται πολύ καλά, είμαστε σε συζητήσεις με αρκετούς θεατρικούς φορείς για την συνέχιση ορισμένων εκ των παραστάσεων και φυσικά τώρα σχεδιάζουμε την επόμενη χρονιά για το φεστιβάλ.
Το θέατρο για εσάς είναι ομάδα;
Δεν θα μπορούσε να μην είναι ομάδα. Είναι ομάδα η οποία λειτουργεί συνεργατικά αλλά φυσικά υπάρχει, τουλάχιστον στο θέατρο που κάνω εγώ, η παρουσία της σκηνοθέτριας που έχει την τελική ευθύνη. Το θέατρο δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να κάνεις θέατρο. Όπως πολλές ομάδες που λειτουργούν συνδημιουργώντας και με εντελώς άλλους κώδικες.
Ως γυναίκα καλλιτέχνις αλλά και από τη θέση της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, έχετε έρθει αντιμέτωπη με διακρίσεις λόγω του φύλου σας;
Σίγουρα το να είσαι γυναίκα σε θέση ευθύνης έχει ιδιαίτερες προκλήσεις τις οποίες δεν αντιμετωπίζουν οι άντρες σε αντίστοιχες θέσεις και αυτό έχει αποδειχθεί σε διεθνές επίπεδο. Τόσο στην πρακτική του διάσταση, για παράδειγμα σε επίπεδο αμοιβών, παντού ακόμα και στο Χόλιγουντ ισχύει αυτό, όσο και σε ζητήματα άλλα που έχουν να κάνουν με το πώς ανέρχεται κανείς στην ιεραρχία, μιλώντας και για ένα corporate περιβάλλον. Τώρα στην τέχνη τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Πολύ διαφορετικά προς το καλύτερο πολλές φορές με την έννοια ότι οι διακρίσεις αυτές δεν είναι τόσο εμφανείς ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες καλλιτέχνιδες. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις βλέπει κανείς κραυγαλέες διακρίσεις, για παράδειγμα δεν δίδονται σε αρκετές γυναίκες ευκαιρίες να δημιουργήσουν έργα μεγάλης κλίμακας. Ή τουλάχιστον δεν δίδονται τόσο εύκολα. Αυτό είναι κάτι που σίγουρα το παρατηρεί κανείς, είναι ολοφάνερο. Εμείς στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, μιλώντας τώρα και με το καπέλο της καλλιτεχνικής διευθύντριας, προσπαθούμε πολύ να εξισορροπήσουμε αυτές τις διαφορές, όπου υπάρχουν. Και είναι φανερό και στον αριθμό των γυναικών δημιουργών που παρουσιάζουν δουλειά τους στις σκηνές μας.
Περισσότερες πληροφορίες
The doctor
Το έργο, που σπάει τα ταμεία στο West End, αποτελεί ένα θρίλερ ιδεών, που βασίζεται πολύ ελεύθερα στο κείμενο “Καθηγητής Μπερνάρντι” του Άρτουρ Σνίτσλερ, ανεβαίνει σε μια σαρωτική παράσταση για δεύτερη χρονιά. Όταν μία έφηβη μεταφέρεται σε κρίσιμη κατάσταση στο Ινστιτούτο “Ελίζαμπεθ” μετά από μια αυτοσχέδια έκτρωση, η Καθηγήτρια Ρουθ Γουλφ αρνείται την είσοδο ενός ιερέα στο θάλαμο του κοριτσιού, διότι δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της ασθενούς. Γύρω από αυτήν την απόφαση, ξεσπά ένα σκάνδαλο που σύντομα λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι διαστρεβλώσεις κάθε είδους διαδέχονται η μία την άλλη, αναδεικνύοντας την περιπλοκότητα της κατάστασης. Όλοι έχουν γνώμη. Kαι την εκφράζουν με πάθος μέσα σε αυτήν τη δίνη που νομοτελειακά βυθίζει μαζί της όποιον βρεθεί στο επίκεντρό της. Η πορεία προς την αποκαθήλωση φαντάζει μη αναστρέψιμη. Μέσα από αντιπαραθέσεις και αντιφάσεις η ιστορία ξετυλίγεται σαν ένα καυστικό νοητικό πείραμα, το οποίο αναδεικνύει όχι μόνο τα ηθικά διλήμματα και τα αδιέξοδα της πολιτικής ταυτοτήτων (identity politics), αλλά και την ανθρωποφάγα «κουλτούρα της ακύρωσης» (cancel culture), που λογοκρίνει, εξοστρακίζει και αποκαθηλώνει με εργαλείο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.