Η συζήτηση με τον Αργύρη Ξάφη έγινε σε μία πολύ απαιτητική χρονική περίοδο γι' αυτόν, καθώς μόλις ανέλαβαν με την -επί χρόνια συνεργάτιδά του στην ομάδα ΠΥΡ- Ιώ Βουλγαράκη την καλλιτεχνική διεύθυνση του ιστορικού Θησείον, ενώ παράλληλα βρίσκεται σε πρόβες για την παράσταση του "Βασιλιά Ληρ", που θα παρουσιαστεί στο Εθνικό τον Δεκέμβριο, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά. Εν μέσω λοιπόν ενός ατελείωτου τρεξίματος, όπου "συνεχώς προκύπτουν λεπτομέρειες, η μια πιο επείγουσα από την άλλη", ο Αργύρης Ξάφης ακούγεται ελαφρώς αγχωμένος αλλά χαρούμενος, ήρεμος και προσγειωμένος. Έχει αποφασίσει να κερδίσει από αυτή την καινούρια εμπειρία που αποδεικνύεται πολύ διαφωτιστική, μια που "μαθαίνεις πώς δουλεύει ένα κομμάτι του συστήματος που το αγνούσες, το έτρεχε κάποιος άλλος. Τώρα είναι όλο μπροστά σου και πρέπει να το λύσεις και να βρεις τρόπο να κρατήσεις τον εαυτό σου αμετάβλητο".
Αν και η απόκτηση μιας σταθερής στέγης ήταν κάτι που κατά καιρούς απασχολούσε την ομάδα, η ανάληψη του Θησείον προέκυψε τυχαία, όμως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και καρμική. "Τελειώνοντας τις παραστάσεις της ‘Αρκουδοράχης' πέρυσι ξέραμε ότι θέλαμε να τις συνεχίσουμε. Δεν θέλαμε να εγκαταλείψουμε αυτό το έργο, ήταν μια ωραία στιγμή για την ομάδα, οπότε ψάχναμε νέα στέγη", εξηγεί. Το Θησείον, ένα θέατρο που ήξεραν καλά, τους φάνηκε ταιριαστό κι έτσι ήρθαν σε επαφή με την Ρένα Ανδρεαδάκη, που το συντηρεί τα τελευταία χρόνια. "Και τότε κατάλαβα ότι το θέατρο, επειδή και ο Μιχαήλ [Μαρμαρινός] έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση της Ελευσίνας, χρειαζόταν κάποια βοήθεια. Είχε λίγο αφεθεί, χρειαζόταν στήριξη τεχνική, αλλά κυρίως θεωρώ ότι χρειαζόταν ένα στίγμα, πέρα από το να φιλοξενεί παραστάσεις χωρίς να υπάρχει μια σχέση μεταξύ τους ή μεταξύ του κόσμου, χωρίς να δημιουργείται ένας καλλιτεχνικός πυρήνας. Θεωρώ ότι του αξίζει αυτού του χώρου", συμπληρώνει.
Κάπως έτσι η επιθυμία τους να επαναλάβουν την παράσταση και η αναζήτηση μιας σταθερής βάσης, που θα τους επέτρεπε να επενδύσουν στο καλλιτεχνικό τους όραμα, συγχρονίστηκαν στο σωστό timing. Πρόκεται για μια επιλογή συνειδητοποιημένη ("δεν θέλαμε ένα οποιοδήποτε θεάτρο, αλλά να βρεθεί αυτό που μας εκφράζει") και ήταν επίσης μια επιλογή που αγγίζει και ένα προσωπικό κομμάτι του: "Με το συγκεκριμένο θέατρο έχω μια προσωπική σχέση", εξομολογείται. "Το πρώτο καλοκαίρι που δούλεψα μόλις τελείωσα τη σχολή, το 1997-98, ήταν στην ‘Ηλέκτρα’ του Μιχαήλ. Κάναμε 4-5 μήνες πρόβας σε αυτά τα σανίδια. Θυμάμαι είχα τρελαθεί τότε, έλεγα δεν είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοιο θέατρο, τότε δεν υπήρχαν και πολλά που να διαφέρουν από την κλασική μορφή".
Και αργότερα έζησε για δύο σεζόν στο Θησείον τη μεγάλη επιτυχία του "Mistero Buffo" του Ντάριο Φο, που σκηνοθέτησε ο Θωμάς Μοσχόπουλος˙ μια παράσταση που "έμοιαζε σαν μια συνέχεια του Αμόρε", θυμάται. "Είμασταν οι ίδιοι άνθρωποι πάνω κάτω και ζήσαμε μοναδικές στιγμές". Το Αμόρε επανέρχεται στην κουβέντα, όχι ως στείρα νοσταλγία αλλά ως παράδειγμα συγκρότησης ομάδας, εκπόνησης μακροπρόθεσμων προγραμματισμών, ανάληψης ρίσκων και δημιουργίας ενός κοινού εξίσου πρόθυμο να ρισκάρει: "Όταν είμασταν στο Αμόρε, επιχορηγούνταν ο χώρος με έναν διετή, τριετή προγραμματισμό. Έτσι, μπορούσε να δημιουργηθεί ένας πυρήνας καλλιτεχνών και να καταρτιστεί ένα καλλιτεχνικό όραμα πιο μακροπρόθεσμο. Τώρα ο ορίζοντας είναι το τετράμηνο-πεντάμηνο μιας παράστασης και εξαρτάσαι απο το αν θα πάρεις ή όχι επιχορήγηση. Και αν δεν πάρεις, τι κάνεις; Θα πρέπει να βρεις έναν ιδιώτη παραγωγό, αυτός όμως μπορεί να έχει άλλα ζητούμενα από αυτά που έχει η ομάδα. Εμείς, για παράδειγμα, δοκιμάζουμε κάποιες φορές πράγματα που μπορεί να μας κάνουν να χάσουμε. Όμως πρέπει να υπάρχει κι αυτό το θέατρο. Εμπορικό θεάτρο έχουμε, κρατικές σκηνές έχουμε, χρειάζεται και ένα κομμάτι πιο off. Να ρισκάρει καλλιτεχνικά με τον κίνδυνο να ρισκάρει οικονομικά, αλλά και να δημιουργήσει κι ένα κοινό διαθέσιμο να ρισκάρει μαζί του. Αυτό συνέβαινε στο Αμόρε, για παράδειγμα. Οι θεατές είχαν δει και κακές παραστάσεις εκεί, δεν ήταν όλες οι παραστάσεις θαύμα, μη το ωραιοποιούμε. Αλλά ήξεραν ότι είναι μέρος μιας διαδικασίας που έχει στόχο το καλύτερο και τις στήριζαν γιατί ήξεραν ότι αυτές είναι ένα βήμα για κάτι άλλο. Αυτό είναι που λείπει συνολικά από το σημερινό θέατρο".
Εν μέσω μιας θεατρικής πραγματικότητας όπου υπάρχει έντονος ο φόβος της αποτυχίας, ίσως επειδή είναι στενά συνδεδεμένος με το άγχος της επιβίωσης, και χαρακτηρίζεται από την αποσπασματική παραγωγή ("οι παραστάσεις πια είναι one off. Κάνεις κάτι και τέλος", λέει), το Θησείον φιλοδοξεί να συγκεντρώσει έναν ευρύ πυρήνα συνεργατών, αλλά όχι να φιλοξενεί "οτιδήποτε προκειμένου να συντηρηθεί". Γι’ αυτή την πρώτη σεζόν δεν απηύθυναν ανοιχτή πρόσκληση προκειμένου να καταρτιστεί το ρεπερτόριο. "Στις περισσότερες περιπτώσεις, απευθυνθήκαμε εμείς σε ανθρώπους που κάπως ταιριάζουμε αλλά και πιστεύαμε πως θα βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Θέλαμε να αισθανόμαστε οικεία ότι σε οποιαδήποτε στραβή ή λάθος θα είναι κι αυτοί εκεί για εμάς πέρα απο εμείς γι’ αυτούς, πράγμα που χρειαζόμασταν με την ανασφάλεια του πρωτάρη που έχουμε", παραδέχεται. "Μέχρι να σιγουρευτούμε ότι όλα θα γίνουν, δεν θέλαμε να ανοιχτούμε με μια δημόσια πρόσκληση. Πολύ πιθανόν στο μέλλον να κινηθούμε και με αυτό τον τρόπο, όμως θέλουμε και να παραμείνουμε προσωπικοί. Η πρόσκληση έχει κάτι πολύ ανοιχτό απο τη μία, αλλά σχετικά απρόσωπο από την άλλη. Έτσι, πρέπει να βρούμε τον τρόπο που και εμείς θα εκφραζόμαστε αλλά και θα είναι ανοιχτό το όλο πράγμα. Φυσικά απο τη στιγμή που ανακοινώθηκε το εγχείρημα εχουμε πολλές προσεγγίσεις με πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες και σκέψεις για το μέλλον. Όλα αυτά θα μπουν σε μια συζητηση για το πώς θα κινηθούμε", προσθέτει.
Σε όλο αυτό φυσικά δεν είναι μόνος. Για την ακρίβεια, επισημαίνει πως δεν θα έμπαινε σε μια τέτοια διαδικασία αν δεν είχε μαζί του έναν άνθρωπο που εμπιστεύεται απόλυτα. "Με την Ιώ είμαστε συγγενείς πια, όχι απλά συνεργάτες", τονίζει. Και σε αυτό το νέο πεδίο συνεργασίας όπου δοκιμάζονται τώρα, βοηθάει το γεγονός πως σε μεγάλο βαθμό αλληλοσυμπληρώνονται: "Εγώ έχω ένα κομμάτι παρόρμησης, είμαι κάπως σε μια κατάσταση 'sturm und drang' [καλλιτεχνικό ρεύμα του 18ου αι., που μεταφράζεται ως "θυέλλα και ορμή"]. Η Ιώ είναι πολύ πιο οργανωτική, πολύ πιο λογική, βάζει τα πράγματα σε μια τάξη, ενώ εγώ μπορεί να κάνω δέκα πράγματα ταυτόχρονα. Αυτό βοηθάει πολύ τώρα με το Θησείον, αφού φαίνεται από το είδος κάθε πράγματος ποιος αναλαμβάνει τι, δεν χρειάζεται καν να το συζητήσουμε" εξηγεί. Η γνωριμία τους πηγαίνει πίσω στο 2007, όταν ο Αργύρης σκηνοθετούσε μια παράσταση στο Πόρτα και η Ιώ, που μόλις είχε τελειώσει τη δραματική του Εθνικού, πήγε να περάσει ακρόαση και τελικά δούλεψε ως βοηθός του. "Εκτίμησα την ευθύτητά της, όταν μου είπε πως αυτό που την ενδιέφερε ήταν να εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτη. Και μετά το τέλος των παραστάσεων, όταν θα έφευγε για σπουδές στη Ρωσία [στο περίφημο ινστιτούτο δραματικής τέχνης GITIS], της υποσχέθηκα πως, αν επιστρέψει, θα κάνουμε μαζί την πρώτη της δουλειά. Και πράγματι πήγε, ήθελε πάρα πολλή δύναμη να τελειώσει μια σχολή τέτοιου επιπέδου, χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, και επέστρεψε το θηρίο και κάναμε την πρώτη μας δουλειά μαζί".
Η νέα σεζόν θα βρει το Θησείον με ένα ρεπερτόριο δέκα παραστάσεων, με γυναικεία σκηνοθετική υπογραφή, ως "μια πρώτη καθαρή δήλωση της στάσης μας απέναντι στα πράγματα": Ιώ Βουλγαράκη ("Αρκουδοράχη"), Δανάη Σπηλιώτη ("Πλατόνωφ"), Δέσποινα Ντορίνα Ρεμεδιάκη ("Βυσσινόκηπος"), Κλειώ Κιούλπαλη ("Εφημερία"), Violet Lοuise ("Το κορίτσι με τα σπίρτα"), Μαρία Μαγκανάρη ("Ο άντρας μου"), Αλεξάνδρα Καζάζου & Ελεάνα Γεωργούλη ("ΑΛΓΟ-ΡΥΘΜΟΣ"), Κατερίνα Μαυρογεώργη ("Jane"), Ζωή Ξανθοπούλου ("Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος"), Ρηνιώ Κυριαζή ("Στη σκιά του Λούσια"). "Μας ενδιαφέρει να ακουμπούμε διάφορα κοινωνικά ζητήματα, όπως είναι η αντικειμενική υποεκπροσώπηση της γυναίκας σε διάφορες θέσεις εξουσίας, όπως στη θέση της σκηνοθεσίας", συμπληρώνει.
Το ρεπερτόριο φανερώνει ήδη διάφορες τάσεις: κλασικά έργα ειδωμένα με νέα οπτική, πρωτότυπες δημιουργίες και έργα πρωτοπαρουσιαζόμενα στην Ελλάδα. Σε αυτά τα τελευταία μάλιστα ("Αρκουδοράχη" του Εντ Τόμας, "Ο άντρας μου" της Ρούμενα Μπουζάροφσκα, "Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος" του Ζουζέπ Μαρία Μιρό), έχουν προσκληθεί να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις οι συγγραφείς και θ' ακολουθήσει συζήτηση με τους συντελεστές και το κοινό. Η αρχή θα γίνει την Παρασκευή 13 Oκτωβρίου με τον Εντ Τόμας.
Στην ίδια λογική αντιμετώπισης του φαινομένου της υποεκπροσώπησης ανακοινώθηκε η στήριξη του χορού. Από τον Νοέμβριο και κάθε εβδομάδα, στο Θησείον θα παρουσιάζεται μια παράσταση χορού, καθώς η ιδέα είναι "οποιοσδήποτε βρίσκεται στην Αθήνα να μπορεί κάθε εβδομάδα του χρόνου να δει μια παρασταση χορού". Ο Ξάφης χαρακτηρίζει τη σχέση του με το χορό, "αγαπητική" και τονίζει πως θαυμάζει και την τέχνη και τους χορογράφους και τους χορευτές που έχουμε στην Ελλάδα. "Θεωρώ ότι ο χορός βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και, επίσης, θεωρώ ότι αδικείται παράφωρα και ταυτόχρονα ότι δεν καλλιεργείται μια εγγύτερη σχέση με το κοινό, μια σχεδόν καθημερινή σχέση".
Το στοίχημα είναι μεγάλο, ειδικά στην περίπτωση του χορού, ακριβώς επειδή το κοινό δεν έχει την ίδια οικεία σχέση όσο με το θέατρο. Και όπου το στοίχημα είναι μεγαλύτερο, είναι μεγαλύτερο και το οικονομικό ρίσκο, όμως η δική του τοποθέτηση είναι ξεκάθαρη: "Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί στο κομμάτι του ταμείου, αλλά αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να μας αφορά αυτό. Πρέπει να μας αφορά να χτιστεί ένας χώρος που θα εχει τα χαρακτηριστικά που συζητάμε. Και ελπίζουμε στο μέλλον να έχουμε και τις τεχνικές δυνατότητες να εξυπηρετήσουμε ακόμη πιο μεγάλες, πιο πολύπλοκες παραστάσεις, πιο μεγάλα σχήματα. Γιατί τώρα φυσικά χρησιμοποιούμε από τον ήδη υπάρχοντα εξοπλισμό του θεάτρου".
Η σεζόν στο Θησείον ξεκινάει με την επανάληψη της "Αρκουδοράχης" (από 12/10), ένα ιδιαίτερο έργο, που παρουσιάστηκε πέρυσι σε σκηνοθεσία της Ιώς Βουλγαράκη σε πανελλήνια πρεμιέρα. Ένα πυκνό, δυστοπικό κείμενο, ταυτοχρόνως πολύ τοπικό, ουαλέζικο, όσο και παγκόσμιο. Ο Ξάφης χαρακτηρίζει τον Εντ Τόμας "συγκλονιστική περίπτωση" και τον παρομοιάζει με τον Χάουαρντ Μπάρκερ, στον δυστοπικό κόσμο που δημιουργεί και στο περίεργο χιούμορ που διατρέχει τα έργα του. Την "Αρκουδοράχη" την ανακάλυψαν λίγο πριν την πανδημία, τον χειμώνα του 2019, όταν τους το σύστησε η Άρτεμις Γρύμπλα, που μόλις είχε δει την παράστασή του στο Royal Court του Λονδίνου. "Μας πήρε τηλέφωνο και μας είπε, δείτε αυτό το έργο πιστεύω ότι σας ταιριάζει". Κι έτσι ο Αργύρης ξεκίνησε να το μεταφράζει μες στην πανδημία. "Μας πήρε καιρό να το ανεβάσουμε, αλλά η αλήθεια είναι ότι τον χρειαζόμουν για τη συγκεκριμένη μετάφραση" εξομολογείται. "Το θέμα της γλώσσας είναι τόσο κεντρικό και εγώ είχα καταφύγει σε πολλά κλισέ, σε πράγματα που ούτε εγώ πίστευα, έκανα πολλές δοκιμές, πέρασα ακόμη και μέσα από το λόγο της Παλαιάς Διαθήκης. Τελικά όλα αυτά πετάχτηκαν, αλλά ήθελε πολλές δοκιμές για να καταλήξω εκεί που κατέληξα, σε αυτό το κομμάτι των περίεργων βλάχικων που χρησιμοποιώ στην αρχή, αντίστοχια με τα σπασμένα ουαλέζικα του συγγραφέα", εξηγεί.
Το έργο διαδραματίζεται σε μια εφιαλτική δυστοπία κατά τη διάρκεια κάποιου πολέμου, αλλά επικεντρώνεται ιδιαίτερα στο θέμα της μνήμης και της γλώσσας ως φορέα μνήμης. Στην πορεία, μάλιστα, ανακάλυψε πως τον συνδέει κάτι πολύ προσωπικό με το κείμενο: "Προσωπικά, βίωσα μια τρομερή σύμπτωση με αυτό το έργο. Ο συγγραφέας επίτηδες χρησιμοποιεί τις λέξεις ‘παλιά γλώσσα’ και όχι ‘ουαλέζικα’, ώστε να μην δεσμεύσει την ερμηνεία του στο καθαρά τοπικό επίπεδο. Και γω είχα μια γιαγιά που λάτρευα, που λίγο πριν πεθάνει άρχισε να μιλάει μια περίεργη γλώσσα που κανείς μας δεν καταλάβαινε. Φωνάξαμε έναν γλωσσολόγο τελικά και μας είπε ότι επρόκειτο για μια περίεργη εκδοχή κάποιων βλάχικων. Έτσι μάθαμε ότι η γιαγιά μου όταν έφτασε παιδάκι στην Ελλάδα από τη Ρουμανία, στη Νάουσα, της απαγορεύσανε να μιλάει αυτή τη γλώσσα. Τα καταπίεσε τόσο βαθιά μέσα της και τα ξαναβρήκε μονάχα λίγο πριν πεθάνει. Είναι πολύ περιέργος ο τρόπος που συνδέεται η γλώσσα με το είναι μας, με το ποιοι είμαστε".
Η "Αρκουδοράχη" είναι μόνο η αρχή. Τον Μάρτιο θα ερμηνεύσει σε σκηνοθεσία της Ζωής Ξανθοπούλου το έργο του Ζουζέπ Μαρία Μιρό, "Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος". Ένας μονόλογος για εφτά πρόσωπα, που εξιστορούν την οπτική τους γύρω από ένα τραγικό συμβάν, το θάνατο ενός νέου παιδιού σε μια διασταύρωση. "Είναι απο τα πιο ωραία έργα που έχω διαβάσει", λέει. "Συγκλονιστικό. Βραβεύτηκε πέρυσι ως το καλύτερο ισπανόφωνο θεατρικό έργο. Όταν το τελείωσα ήθελα να τρέξω στον Ζουζέπ να τον παρακαλέσω μη το δώσει πουθενά αλλού", προσθέτει γελώντας. Στο ενδιάμεσο, ένα θηριώδες έργο, ο "Βασιλιάς Ληρ" στο Εθνικό, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, όπου θα ερμηνεύσει τον Έντγκαρ. "Τρελαίνομαι και με το έργο και με τον ρόλο", λέει. Και το συγκεκριμένο storyline [η παράλληλη ιστορία του Έντγκαρ, που υπάρχει στον "Ληρ"] κάποιες φορές είναι υποφωτισμένο. Ο Χουβαρδάς, όμως, θέλει να το αναδείξει, να το κάνει να πλέκεται με την ιστορία του Ληρ".
Κάθε ερμηνεία μια διαφορετική πρόκληση, λοιπόν, κι ενώ δείχνει έτοιμος να τις αντιμετωπίσει με ενθουσιασμό και ζήλο, αναρωτιέμαι αν θα ήθελε να υπάρχει η πολυτέλεια για λιγότερες δουλειές μεσα στη σεζόν. Η απάντησή του είναι καταφατική, όμως στη σημερινή πραγματικότητα εντοπίζει μόνο δύο επιλογές: "Είτε θα κάνεις τηλεόραση και θα παίζεις μια παράσταση 2-3 χρόνια σε επανάληψη, που την ξέρεις και δεν σε παιδεύει, είτε, εγώ ας πούμε, πρέπει να παίζω οπωσδήποτε σε 2-3 παραστάσεις το χρόνο, για να μπορέσει η μία να καλύψει οικονομικά την άλλη. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και μεγάλο ρίσκο στο θέατρο. Στο Εθνικό όχι τόσο, αλλά εγώ δεν θεωρώ οτι ανήκω στους μόνιμούς του, μ’ αρέσει να κάνω και δικά μου πράγματα". Και να που με προλαβαίνει, μια που η ερώτηση για την τηλεόραση θα ήταν η επόμενη. Δεν τη σκέφτεται καθόλου; "Έχω κάνει τηλεόραση", απαντάει, "όμως δεν έχω το κουράγιο να το πω, μπορεί να μην είμαι ικανός, πάντως δεν μπορώ να μπω και να κάνω 160 επεισόδια. Να παίξω σε μια σειρά 10-20 επεισοδίων, ναι. Και ταυτόχρονα, έχοντας προγραμματίσει για το θέατρο δεν είμαι αυτός που θα τα αφήσει για να κάνει μια σειρά. Αυτά πολλές φορές προκύπτουν και τελευταία στιγμή. Πώς θα γίνει; Με τον Χουβαρδά, π.χ., μιλάμε για τον Ληρ δυο χρόνια. Δεν θα μπορούσα να αθετήσω κάτι τέτοιο".
Κλείνοντας, και με δεδομένο ότι ο συνομιλητής μου είναι ένας καλλιτέχνης με πολιτική παρουσία και λόγο, αναρωτιέμαι, αν μπορούσε να κάνει μια εισήγηση στο ΥΠΠΟ που να εισακουστεί, ποια θα ήταν αυτή; "Αυτό που θα μπορούσε να είναι η αρχή κάποιου πράγματος είναι η επικοινωνία με τους καλλιτέχνες", απαντάει. "Τώρα υπάρχει ένα κλειστό σύστημα όπου ο ένας συμβουλεύει τον άλλο, αυτοτροφοδοτούμενο κάπως, χωρίς να ξέρουν ακριβώς τι συμβαίνει εκεί έξω, πώς λειτουργούν τα πράγματα στις εικαστικές τέχνες, στο θέατρο, τη μουσική. Και ούτε μπαίνουν στη διαδικασία να μάθουν. Αυτό θα μπορούσε να λυθεί με θεσμικούς τρόπους, που η συγκεκριμένη κυβέρνηση τους σιχαίνεται, με επαφές με τα σωματεία, π.χ., ή με ομάδες εργαζομένων όπου δεν υπάρχουν σωματεία , ή να βρει ένα δικό της τρόπο, ενα φόρουμ, μια σελίδα. Αλλιώς τι να πρωτοαπαντήσω στην ερώτηση, είναι τόσα πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν, τόσο πυκνό το ερώτημα, που θα ξεκινήσω με το βασικό: ας ξεκινήσουν με την επικοινωνία με κάποιον έξω από τον κύκλο τους".
Περισσότερες πληροφορίες
Αρκουδοράχη
Σε ένα μετα-αποκαλυπτικό τοπίο, ένα ζευγάρι αρνείται να ακολουθήσει τη ροή ενός κόσμου που αλλάζει βίαια, στην τολμηρή σπουδή του πολυβραβευμένου Ουαλού συγγραφέα πάνω στην απώλεια. Σε ένα χωριό ερημωμένο και σβησμένο από σύνορα που χαράσσονται ξανά και ξανά, ένα ζευγάρι κρατάει ανοιχτό ένα χασάπικο που αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει. Η μνήμη είναι ο μοναδικός μηχανισμός επιβίωσης σε μια πραγματικότητα που αλλάζει βίαια και αμετάκλητα, ενώ εκείνοι αδυνατούν να την ακολουθήσουν. Ένας νεαρός άνδρας ζει μαζί τους, κομμάτι και αυτός της προηγούμενης ζωής τους, ενώ ένας άλλος μυστηριωδώς καταφθάνει στο μαγαζί μ’ έναν άγνωστο σκοπό.
Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος
Ένας έφηβος, το πιο όμορφο αγόρι σε όλη την αγροτική περιοχή της Καταλονίας, βρίσκεται νεκρός στη μέση του πουθενά. Με αφορμή αυτό το γεγονός, ξεδιπλώνεται η παθογένεια της κλειστής κοινωνίας μιας επαρχιακής πόλης στην οποία δε συμβαίνει ποτέ τίποτα. Παιδεραστία, ομοφοβία, ένοχα μυστικά, καταπιεσμένες ζωές κι ένα τραγούδι που ξυπνά τις πιο εφιαλτικές αναμνήσεις. Όσα δε λέγονται, οδηγούν στον αφανισμό των ηρώων, πραγματικό και υπαρξιακό. Ζωντανοί-νεκροί βυθισμένοι στους πόθους και στα ένστικτά τους, εγκλωβισμένοι στον καθωσπρεπισμό και σε στερεοτυπικές κατασκευές. Αλήθεια, πόσο συνένοχοι είμαστε όταν μένουμε απλοί θεατές αυτής της ανθρωποφαγίας; Ο Αργύρης Ξάφης ερμηνεύει τον πολυπρόσωπο μονόλογο σαν μία εξορκιστική τελετουργία, εμβαθύνοντας στο τραγικό γεγονός της δολοφονίας του έφηβου αγοριού. Οι χαρακτήρες που υποδύεται παλεύουν με τις δικές τους επιθυμίες, αλλά και εκείνες που τους επιβάλλονται από τις καταπιεστικές κοινωνικές δομές μίας φαινομενικά δεμένης κοινότητας.