Μετά την παράσταση "Μούζικα! ή Η μάχη των ήχων" που κάνατε στη Λυρική για μικρούς και μεγάλους, η παράσταση "Η Χάιντι και τα βουνά" είναι η πρώτη σας απόπειρα πάνω στο θέατρο για παιδιά;
Ναι, η πρώτη. Δεδομένου ότι το "Μούζικα" ήταν μια παράσταση μουσικού θεάτρου, με λυρικούς τραγουδιστές και μεγάλη ορχήστρα, επρόκειτο για μια εντελώς διαφορετική διαδικασία, που ήταν άγνωστη για μένα. Εδώ είμαι περισσότερο στη γλώσσα μου, παρότι πρώτη φορά απευθύνομαι σε παιδιά. Στη Μόσχα σκηνοθέτησα επίσης για νεανικό κοινό, για εφήβους όμως, από δώδεκα ετών και πάνω.
Ποιο είναι το όραμά σας γι’ αυτό το είδος;
Δεν κάνω αυτό το βήμα με διαφορετικά ζητούμενα από αυτά που έχω σε οποιοδήποτε άλλο είδος: ζητούμενα βάθους, συγκίνησης και μιας φόρμας που δεν υπάρχει για να επαληθεύσει τον εαυτό της αλλά προκύπτει ως ο μοναδικός τρόπος έκφρασης ενός περιεχομένου που με αφορά γνήσια και πυρηνικά. Αυτό προσπαθούμε δηλαδή να πετύχουμε όλη η ομάδα στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Δεν πιστεύω στα εύκολα θέματα, ούτε για τα παιδιά. Αντιθέτως, νομίζω ότι πρέπει να αγγίζουμε μαζί τους θέματα που στ’ αλήθεια μας απασχολούν ή και μας φοβίζουν. Επίσης, η κουλτούρα ενός παιδικού θεάματος που συνίσταται στην επίδειξη δεξιοτήτων –χορός, τραγούδι, ακροβατικά– και που εικονοποιεί τα πάντα, χωρίς να αφήνει χώρο στη φαντασία, έχει παρακμάσει, νομίζω. Ή και αν εξακολουθεί να υπάρχει, όλο και λιγότεροι γονείς την επιλέγουν.
Ποια στοιχεία του μυθιστορήματος της Γιοχάνα Σπίρι αναδεικνύει το έργο του Ανδρέα Φλουράκη;
Ο Ανδρέας έχει οξύνει τον άξονα της απουσίας των γονιών των τριών κεντρικών προσώπων, που είναι παιδιά, η Χάιντι, ο Πέτερ και η Κλάρα. Χωρίς να φύγει από την ιστορία της Γιοχάνα Σπίρι σε επίπεδο πλοκής, έχει γράψει σκηνές που είναι εξαιρετικά σημαντικές για τη δική μας αφήγηση, όπως για παράδειγμα μια σκηνή όπου οι νεκροί γονείς της Χάιντι έρχονται στον ύπνο της. Νομίζω ότι μέσα από το θέμα της απώλειας, το οποίο επιλέγει ως κυρίαρχο στη γραφή του, αναδεικνύει το πηγαίο χάρισμα της Χάιντι να κινητοποιεί τους πάντες προς τη ζωή. Κάποτε μια φίλη και συνεργάτιδα, όταν της είπα πως είμαι έγκυος, μού είπε "καλώς ήρθες στην υπαρξιακή υποχρέωση της αισιοδοξίας" και είναι μια φράση που σκέφτομαι κάθε μέρα από τότε. Το μυθιστόρημα το φέρει αυτό το θέμα της σύνδεσης με τη ζωή, ωστόσο νομίζω ότι στο έργο φωτίζεται με έναν πιο ειδικό, στοχευμένο και όχι διδακτικό τρόπο.
"Από τη Χάιντι έμαθα και μαθαίνω ακόμα πως όλοι αναμετριόμαστε με την απώλεια, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, τάξης, από την αρχή της ζωής μας. Μαθαίνω ότι η ζωή είναι μια διαρκής υπέρβαση, αλλά είναι πανέμορφη. Μαθαίνω πως η φιλία είναι ευλογία και πως είναι ανάγκη να εκφράζουμε τι νιώθουμε”.
Ποιο είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο της διασκευής σας;
Στην παράσταση βρίσκονται πάντοτε επί σκηνής, σε κεντρική θέση, οι μουσικοί οι οποίοι κρατούν και το ρόλο των νεκρών. Οι γονείς της Χάιντι, δηλαδή, είναι πάντοτε παρόντες, πότε ενεργά και πότε αθόρυβα. Αυτή η επιλογή μοιραία γεννάει μια σειρά από ποιητικές ή και σουρεαλιστικές επιλογές και, μεταξύ άλλων, είναι συνυφασμένη και με τον σκηνικό χώρο, όπου δεν εξαφανίζουμε ποτέ από το οπτικό πεδίο των θεατών τα βουνά της Χάιντι, τον τόπο δηλαδή που αγαπά.
Τι θα λέγατε ότι μάθατε από τη Χάιντι;
Μαθαίνω ακόμα. Μαθαίνω πως όλοι αναμετριόμαστε με την απώλεια, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, τάξης, από την αρχή της ζωής μας. Μαθαίνω ότι η ζωή είναι μια διαρκής υπέρβαση, αλλά είναι πανέμορφη. Μαθαίνω πως η φιλία είναι ευλογία. Και πως είναι ανάγκη να εκφράζουμε τι νιώθουμε. Και από τη συγκεκριμένη ομάδα συνεργατών, μαθαίνω πως είναι ευτυχία να συναντιόμαστε τόσοι άνθρωποι, με τόσο διαφορετικές διαδρομές, ηλικίες και βιώματα, για πρώτη φορά.
Τον Δεκέμβριο παρουσιάζετε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά την "Αρκουδοράχη" του Εντ Τόμας. Τι είναι αυτό που σας τράβηξε στη γραφή του; Με ποιες λέξεις θα τον συστήνατε στο ελληνικό κοινό;
Η "Αρκουδοράχη" έφτασε στα χέρια μου λίγο πριν από το πρώτο λοκντάουν και αμέσως σκέφτηκα ότι δεν γράφονται τέτοια έργα, υπάρχει κάτι το μοναδικό και μη κατατάξιμο στο σύμπαν που φέρει ο Τόμας, ο οποίος συνθέτει ένα post-apocalyptic τοπίο με έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακό τρόπο. Το έργο, νομίζω, αγγίζει τον αγώνα που δίνουν οι άνθρωποι να επιβιώσουν όταν γύρω τους ο κόσμος αλλάζει ριζικά. Αυτό κι αν είναι θέμα για όλους μας. Είναι ένα κείμενο που έχει αφουγκραστεί την εποχή του, βαθιά και όχι επικαιρικά, αυτό αισθάνθηκα τόσο εγώ όσο και όλη η ομάδα ΠΥΡ και θελήσαμε να το συστήσουμε στο ελληνικό κοινό ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο. Γράφτηκε το 2019 και πρωτοπαρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία του συγγραφέα και της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Royal Court Theatre, Vicky Featherstone, σε συμπαραγωγή του Royal Court και του National Theatre of Wales, στο Sherman Theatre στο Κάρντιφ της Ουαλίας, τον Σεπτέμβριο του 2019. Η δική μας μετάφραση είναι του Αργύρη Ξάφη.
"Η ανισότητα ευκαιριών, η ανισότητα αμοιβών, ο εξωφρενικά μικρότερος αριθμός γυναικών σε ηγετικές θέσεις διοίκησης καλλιτεχνικών οργανισμών και η παρενόχληση, συμπεριλαμβανομένης της παρενόχλησης βάσει φύλου, ακόμη κι αν δεν σχετίζεται με τη σεξουαλική επιθυμία, καθώς και η αορατότητα της μητρότητας συνθέτουν την πραγματικότητα των γυναικών δημιουργών σε συντριπτικά ποσοστά”.
Πώς επηρέασαν οι σπουδές σας στο GITIS τον τρόπο με τον οποίο δουλεύετε ως σκηνοθέτις αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε το ελληνικό θέατρο;
Η σπουδή αλλά και η ζωή μου εκεί επηρέασαν μάλλον κάτι πολύ πιο πέρα από τον τρόπο δουλειάς μου. Εννοώ πως φυσικά πήρα από την Σχολή μεθοδολογικά εργαλεία, "κλειδιά" για να ανοίγω και να δομώ την σκέψη μου, για να διαβάζω ένα έργο – εννοώ, να το διαβάζω έτσι ώστε να μου αποκαλύπτεται, ανοιχτό δηλαδή στις δυνατότητες του και όχι έτσι όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως ούτε και από την άλλη όπως θα με βόλευε, αστήριχτα. Πήρα και δρόμους προς τον ηθοποιό, προκειμένου να φτάσουμε κάπου μαζί, με αμοιβαία εμπιστοσύνη. Όμως πέρα από όλα αυτά, πήρα κάτι πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου. Το βίωμα ότι αν η ζωή στο θέατρο είναι ξεκομμένη από τη ζωή συνολικά, τότε αυτό που κάνεις είναι περιττό και όσο βιρτουόζος και να είσαι, χάνει το νόημά του. Έχω τεράστιο πάθος για τη δουλειά μου, μπορώ να δουλεύω 24ωρα αλλά μπορώ και να μη δουλεύω καθόλου. Και ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι ένα σκηνικό συμβάν είναι άρρηκτα δεμένος με τον τρόπο που εισπράττω τη ζωή γύρω μου. Άρα κάνω θέατρο επειδή ζω και δεν ζω επειδή κάνω θέατρο. Ως προς το ελληνικό θέατρο, είναι ένα πολύ δυναμικό πεδίο, γεμάτο υπερταλαντούχους ανθρώπους. Όμως συχνά χανόμαστε στη μετάφραση ελλείψει συγκροτημένης εκπαίδευσης.
Αντιμετωπίζει ακόμη καταστάσεις ανισότητας μια γυναίκα σκηνοθέτρια και γενικότερα καλλιτέχνιδα και σε ποιο βαθμό; Έχει αλλάξει κάτι; Ποια είναι η δική σας εμπειρία τόσο από την Ελλάδα όσο και από τη Ρωσία;
Φυσικά και αντιμετωπίζει, σε τεράστιο βαθμό. Τίποτα δεν έχει αλλάξει ακόμη πρακτικά. Όμως έχουμε αρχίσει να αρθρώνουμε λόγο για τις ανισότητες, που σημαίνει ότι βρισκόμαστε στην αρχή ζυμώσεων. Για την ώρα, η ανισότητα ευκαιριών, η ανισότητα αμοιβών, ο εξωφρενικά μικρότερος αριθμός γυναικών σε ηγετικές θέσεις διοίκησης καλλιτεχνικών οργανισμών και η παρενόχληση, συμπεριλαμβανομένης της παρενόχλησης βάσει φύλου, ακόμη κι αν δεν σχετίζεται με τη σεξουαλική επιθυμία, καθώς και η αορατότητα της μητρότητας συνθέτουν την πραγματικότητα των γυναικών δημιουργών σε συντριπτικά ποσοστά. Έχω βρεθεί σε παρουσίαση μακέτας όπου έπρεπε να ξεκινήσω το meeting μετά από τη φράση του τεχνικού διευθυντή "πολύ κοριτσομάνι, ρε αδερφέ" και αυτό είναι μια ξεφτίλα, που δεν βιώνει κανένας άνδρας σε κανένα επαγγελματικό περιβάλλον ποτέ. Το χειρότερο είναι πως συχνά οι διακρίσεις είναι μη μετρήσιμες, αόρατες, καθώς προκύπτουν από στερεότυπα αιώνων, εσωτερικευμένα και χωνεμένα εξίσου από όλα τα φύλα. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας παραγωγής, σε διάφορα στάδια αυτής, περιμένουμε από μια γυναίκα να αποδεικνύει διαρκώς πόσο καλά προετοιμασμένη, οργανωμένη, έμπειρη και καίρια είναι, ενώ έχουμε πολύ λιγότερες προσδοκίες από έναν άνδρα. Ή βλέπει κανείς την ποσόστωση σε έναν καλλιτεχνικό προγραμματισμό και υπάρχουν πολλές γυναίκες βεβαίως, όμως όχι στις κεντρικές σκηνές, όχι στα θεωρούμενα υψηλού ρίσκου και κύρους εγχειρήματα αλλά λίγο "στο πλάι". Ούτε βεβαίως μπορεί κανείς να αποδείξει πως το σύστημα και η αγορά εργασίας αγκαλιάζουν πολύ πιο άμεσα την ανδρική επιτυχία, τόσο με δημοσιότητα όσο και με ευκαιρίες για επόμενα βήματα, ενώ μια γυναίκα τρώει χρόνια για να εδραιωθεί σε έναν επαγγελματικό χάρτη. Δεν μπορούμε να το αποδείξουμε, όμως συμβαίνει.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που ανεβήκατε στη σκηνή ως ηθοποιός;
Το 2007 στις "Νυχτερίδες" της Λένας Κιτσοπούλου στο Bios, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπίτου. Ήταν μια παράσταση που χάρηκα πολύ, παρότι δεν είμαι ηθοποιός ως φύση ούτε θέλω να παίξω – μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Μπορεί να σταθεί το θέατρο στο ύψος των περιστάσεων σε μια τόσο δύσκολη περίοδο όπου ο πόλεμος είναι παρών και το μέλλον άγνωστο;
Το θέατρο έχει την ικανότητα να μας εξανθρωπίζει ακόμα και στις πιο κτηνώδεις, κυνικές εποχές. Και σίγουρα αυτές που ζούμε είναι τέτοιες.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Χάιντι και τα βουνά
Μουσική εκδοχή της διαχρονικής ιστορίας της Γιοχάνα Σπίρι που μιλά για το ταξίδι προς την ενηλικίωση, τη φιλία, τη γενναιοδωρία, την αγάπη και τη δίψα για ζωή.