Το ένα στον posh πεζόδρομο της Καλαποθάκη, το άλλο στον κάτω απ’ το ραντάρ πεζόδρομο της Ικτίνου. Το ένα ατμοσφαιρικό, ρουστίκ, καπνισμένο απ’ τον ξυλόφουρνο και τις ανοιχτές φωτιές, το άλλο φωτεινό, ανοιχτόκαρδο, χαρούμενο και καλογυαλισμένο, με την απλωμένη στο χώρο κάβα του ως βασικό ντεκόρ. Ελάχιστη σχέση έχουν μεταξύ τους τα δύο εστιατόρια, έχουν όμως ένα κοινό: αμφότερα σερβίρουν bistronomy λογική και value for money οινοφιλία σε ένα κοινό που τα έχει αγαπήσει αρκετά ώστε να τα αναδείξει ως αφίξεις της χρονιάς στην πόλη.
Από τη μία, έχουμε το "Βουκάκρατο", με όνομα εμπνευσμένο από τη Βούκα, τον άρτο της βυζαντινής θείας ευχαριστίας, δηλαδή, και τον Άκρατο Οίνο της θείας μετάληψης. Δυο όρους που συμπτύσσει όχι μόνο στο όνομα, αλλά και στο καλωσόρισμα (προζυμένιο ψωμί κι ένα ποτηράκι κρασί για μούλιασμα) με το οποίο υποδέχεται τους καλεσμένους του ο ιδιοκτήτης και σεφ Νίκος Τσομπανίδης, γνώριμος της πόλης από μακρά θητεία στο Ουζερί Αγορά στη γειτονιά της Βαλαωρίτου. Εδώ, στο δικό του χώρο πια, ο Τσομπανίδης ξεδιπλώνει και τη δική του οπτική του για τη σύγχρονη εποχή του μεζέ, βάζοντας στο παιχνίδι την ανοιχτή φωτιά, τη σχάρα και τον ξυλόφουρνο, απ’ όπου και περνά την προσεγμένη πρώτη ύλη που συγκεντρώνει στην κουζίνα του, για να συνθέσει ένα μενού ευρύ και εξαντλητικό, έτσι που να μην υπάρχει περίπτωση να μείνει γούστο ακάλυπτο. Το μαρτυρά άλλωστε και το mix and match από στιλάτο νεαρόκοσμο και σοφιστικέ μεγαλύτερες ηλικίες που απλώνονται στη μεγάλη μπάρα γύρω από την ανοιχτή κουζίνα, την άνετη σάλα στα μετόπισθεν και τα μπόλικα τραπεζάκια έξω, όλα γεμάτα το Σαββατόβραδο που καταφέραμε να εξασφαλίσουμε μια γωνίτσα στο μπαρ.
Περισσότερα από 30 (!) πιάτα μετρά το μενού ημέρας κι άλλα τόσα αριθμεί η σταθερή κάρτα, με μια ελαφρά κλίση προς τη ρουστίκ ψαροφαγία, η οποία όμως αναμένεται να ισιώσει καθώς μπαίνει ο χειμώνας. Και μολονότι το πλήθος αυτό των επιλογών είναι συνήθως red flag για το τι θα φτάσει τελικά στο τραπέζι, εντούτοις η κουζίνα αντεπεξέρχεται μια χαρά: πολύ φίνα κι αρωματική η ψαρόσουπα με μαγιάτικο που δοκιμάσαμε, αφράτο δάγκωμα είχε ο μαρινάτος γάβρος εν είδη τσαμπουκαλεμένης σαλάτας με φρέσκο σταφύλι και μαριναρισμένο κολοκύθι, και μολονότι τα ντολμαδάκια με σφυρίδα και ξινόχοντρο, με εκφραστική σάλτσα σαφράν, δεν είχαν το στακάτο δάγκωμα που θα τους έπρεπε, ο τζιγεροσερμάς με γαρίδα, χταπόδι και καλαμάρι σε μπόλια ήταν ένα πιάτο ζημιάρικο, με ωραίο δάγκωμα και λιχούδικα αρώματα. Στις δυο ντελικατέτσες του ξυλόφουρνου που δοκιμάσαμε (καλαμάρι με μαύρο ταραμα και γαρίδες με σκορδοβούτυρο) αν κι ευχαριστηθήκαμε σωστά ψησίματα και νόστιμη πρώτη ύλη, μας έλειπε η μυρωδιά του ξύλου. Όντας όμως βέβαιοι ότι μαγειρικά φαλτσαρίσματα σαν κι αυτό θα στρώσουν συν τω χρόνω, σημειώσαμε στα υπέρ το σβέλτο και καταρτισμένο σέρβις, αλλά και το focus της λίστας κρασιών στον ελληνικό αμπελώνα, τον οποίο προσεγγίζει με φιλικές τιμές - οι Σαντορίνες που χαρήκαμε, για παράδειγμα, είχαν τιμή φιάλης κοντά σ’ αυτήν της online κάβας.
Στην άλλη πλευρά του Κέντρου, τώρα, και τον πεζόδρομο της Ικτίνου (ένας από πιο γοητευτικούς κι αεράτους της πόλης αν ρωτάτε τον γράφοντα) όχι ακριβώς αναβίωση, αλλά φόρος τιμής στο παρελθόν της πόλης είναι αυτό που κάνει ο επιχειρηματίας Νίκος Νυφούδης με την ομάδα του, μέσα από το "Τίφφανυ’ς x 1905". Εμπνευσμένο από το θρυλικό για τους καλοφαγάδες της πόλης "Τιφφανυ’ς", που στεγαζόταν ακριβώς εδώ επί 40+ χρόνια μέχρι να κατεβάσει ρολά το 2013, και μπολιασμένο με τη λογική (και το όνομα) του "1905", του λονδρέζικου σουξέ του Νυφούδη με την έφεση στην πειραγμένη κρητική κουζίνα και τα φυσικά κρασιά, το "Τιφφανυ’ς x 1905" είναι ένα μοντέρνο ελληνικό μπιστρό με πάθος για τους μικρούς οινοπαραγωγούς της Ελλάδας, και χώρο άκρως φωτογενή και ινσταγκραμικό, έξω καρδιά, αλλά και… έξω κάβα. Εδώ, βλέπετε, η οινοποσία έχει ακόμη πιο κεντρικό ρόλο, με την ευρεία γκάμα από επιλογές να απλώνεται ανοιχτή και προσπελάσιμη στους δυο τοίχους του μαγαζιού, που λούζεται στο φως απ’ τη μεγάλη τζαμαρία της εισόδου.
Το μενού, που φέρει την υπογραφή του σεφ Ασημάκη Χανιώτη (παλιός fan του "1905", σεφ του μισελενάτου "Pied a Tere" μέχρι πρότινος, και έτοιμος να εγκαινιάσει το ολόδικό του "Myrtos" στο Λονδίνο πάρα πολύ σύντομα) παίρνει ελληνικά κλασικά και τα πειράζει τόσο – όσο, για να τους προσδώσει τσαχπίνικο fun. Αυτή ανάλαφρη, προσεγγίσιμη δημιουργικότητά του είναι που γοητεύει μοδάτα νεαρά κορίτσια, σε διάλειμμα απ’ τη βόλτα τους για τα insta stories της εβδομάδας, νεαροπαρέες με τα σκυλάκια τους και οικογένειες πεινασμένες απ’ τη βόλτα με τα πιτσιρίκια στη λιακάδα, αλλά και διαφόρων ηλικιών θαμώνες του παλιού μαγαζιού, με ή χωρίς τις προκαταλήψεις τους για τη νέα εποχή του. Σουξέ του παλιού "Τιφφανυ’ς", όπως οι πατάτες κομπλέ (λουσμένες σε ζωμό μοσχαριού και σκεπασμένες με τριμμένο τυρί), ή το φιλέ μινιόν με σάλτσα μανιταριών, έχουν βρει το δρόμο τους προς το μενού, περασμένες όμως από ένα πιο σύγχρονο αφαιρετικό φίλτρο, τα best sellers της τρέχουσας κάρτας, όμως, έχουν μια πιο μοντέρνα λογική.
Οι σεσκουλοντολμάδες με ψάρι κι αφρό αυγολέμονου, για παράδειγμα, που ήρθαν περιποιημένοι και μυρωδάτοι στο τραπέζι μας, δείχνουν κουζίνα με ντελικάτο χέρι τόσο στην όψη όσο και στη γεμάτη, ζουμερή μπουκιά τους, ενώ το μοσχαρίσιο ταρτάρ σε τηγανητά "mochi" πατάτας, με ωραίο δάγκωμα στο κρέας και λιχούδικη νοστιμιά στο συνδυασμό τρούφας – γραβιέρας, που στέκει σα φούντα πάνω από τη μπουκιά. Μεγάλη περηφάνια νιώθει η ομάδα του "Τίφφανυ’ς x 1905" για τις σούβλες της, κι από την τριλογία που δοκιμάσαμε (χοιρινό, κοτόπουλο και κοκορέτσι), και δικαίως εν μέρει, αφού τα κρέατα ήρθαν αφράτα, ζουμερά και ωραία αρτυμένα, το κοκορέτσι όμως είχε ξεφύγει στο ψήσιμο, με αποτέλεσμα ξεραμένο το εντεράκι και βαριά τα λίπη. Εννοείται ότι δοκιμάσαμε και το γεμιστό μπιφτέκι, ένα ακόμη από τα legacy πιάτα του καταλόγου: πρόκειται για πιάτο – τούμπανο, βαρύ σαν τα ‘90s αλλά κι εξίσου νόστιμο, με λιωμένο σκορδοβούτυρο να ποτίζει τον νόστιμο, ποιοτικό κιμά, γεμιστό με κασέρι και ντομάτα. Πιάτο τόσο μερακλίδικο και γεμάτο που, όταν το τελειώσετε, θα μιλάτε κι εσείς με λάμδα τόσο παχιά όσο κι αυτά που θα ακούτε απ’ τα γύρω τραπέζια.