Σαν ιδανική ανάμνηση καλοκαιριού: έτσι απλώνεται η γραφική, καταπράσινη αυλή του "Nobelos" στις Βολίμες της Ζακύνθου, με τα τραπεζάκια της παραταγμένα σκαλωτά στη σκιά των ψηλών δέντρων, να χαζεύουν το βαθύ μπλε του Ιονίου όπως απλώνεται πέρα απ’ τη βοτσαλωτή παραλία με τα κρυστάλλινα νερά, και τις μικρές βάρκες που πηγαινοέρχονται, να καδράρουν το σκηνικό με αέρα ιταλικής ριβιέρα. Ο παφλασμός των κυμάτων και οι μουρμούρες των λουόμενων που ρουφάνε ήλιο στα αφράτα sunbeds, είναι οι μόνοι ήχοι που διακόπτουν το τραγούδι των τζιτζικιών, μόνιμο soundtrack σ’ αυτή την καρτ-ποστάλ επτανησιακού dolce far niente, που έχει την υπογραφή της οικογένειας Νόμπελου σε κάθε μικρό της πετραδάκι.
Φτιαγμένο δια χειρός και με μεράκι, το εστιατόριο και οι σουίτες στον επάνω όροφο του πετρόκτιστου που επιβλέπει τη δράση, είναι η φυσική εξέλιξη του εξοχικού της οικογένειας, που στην πρώτη του φάση δεν ήταν παρά μια παράγκα: η παραθαλάσσια παράγκα που παππού, με τα εργαλεία του ψαρέματος και τα στοιχειώδη για μια-δυο διανυκτερεύσεις. Παράγκα, όμως, που έγινε καλοκαιρινός παράδεισος για τα εγγόνια, όταν κατέβαιναν από τις Βολίμες για ραχάτι, βουτιές και ψάρεμα, και τσιμπούσι με ό,τι βρίσκανε στα βράχια, πιάνανε στη θάλασσα και μάζευαν από το μποστανάκι του παππού. Κι όταν αργότερα οι γονείς τους αποφάσισαν αυτόν τον παράδεισο να τον μοιραστούν με επισκέπτες, τα παιδιά μπήκαν σε πρόγραμμα… επιμόρφωσης, με την οικογένεια να ταξιδεύει σε εστιατόρια της Ελλάδας και του εξωτερικού, μπολιάζοντας την έμφυτη επτανησιακή φιλοξενία των γονιών, με τον απροσποίητο κοσμοπολιτισμό που έχουν πια φέρει οι τρεις γιοί στο "Nobelos", αναλαμβάνοντάς το εξ ολοκλήρου.
Η συνταγή, βέβαια, μένει η ίδια με παλιά: θαλασσινοί θησαυροί από το Ιόνιο, κηπευτικά από τη Ζάκυνθο, εκλεκτές πρώτες ύλες απ’ τα Επτάνησα και συνταγές απ’ το τεφτέρι της γιαγιάς έχουν αναδείξει το εστιατόριο σε προορισμό αναφοράς των σκαφάτων της περιοχής, αλλά και καλοφαγικό ραντεβού των βιλάτων της γειτονιάς. Κοινό πολυσυλλεκτικό και διαβασμένο, που δικαιολογεί την ψαγμένη κάβα με τις επιλογές απ’ όλο το φάσμα από τον τοπικό αμπελώνα μέχρι τα πολυβραβευμενα chateaus της Ευρώπης, συγκεντρώνεται εδώ για τη χαλαρή ατμόσφαιρα και την οικογενειακή θέρμη, έρχεται και ξανάρχεται όμως για την κουζίνα (επί κεφαλής ο μικρότερος γιός, Αλέξανδρος Νόμπελος), που ναι μεν ειδικεύεται στο φρέσκο ψάρι, μαστόρικα διαχειρισμένο σε ψησταρά, τηγάνι και μαγειρέματα, αλλά έχει στη φαρέτρα της κι όλα τα classics της ελληνικής παράδοσης, από σπιτικό μουσακά μέχρι επτανησιακό μπουρδέτο.
Τα αχνιστά μύδια που λιμπιστήκαμε εμείς, πάντως, αφράτα και νόστιμα στη μπουκιά τους, ήρθαν με ζωμό λιτό και απαίδευτο στο τραπέζι, γεμάτο βαθιά θαλασσινή γεύση, που δείχνει γνώση κι εμπειρία, ενώ τα χάβαρα, βρασμένα σε ντοματένια σάλτσα με μπόλικα μυρωδικά, ήταν μικρές λιχούδικες μπουκίτσες μαμαδίστικης νοστιμιάς. Λίγο λειψά σε μυρωδικά, τα λινγκούινι με θαλασσινά (γαρίδα, καραβίδα, μύδια και γυαλιστερές είχε στην επίσκεψή μας), ήταν πλήρη ανάλαφρης νοστιμιάς στη σάλτσα τους, ενώ απ’ τη σχάρα, που αποτελεί το δυνατό χαρτί της υπόθεσης, περάσαμε ένα τροφαντό και γεμάτο γλύκα καλαμάρι, κι έναν σαργό που ήρθε στο τραπέζι γεμάτος φρεσκάδα στη ζουμερή μπουκιά, ως πρώτης τάξεως διαπιστευτήρια της καλής πρώτης ύλης που φτάνει καθημερινά στην ψαριέρα.