Όσο δύσκολο είναι κάποιες φορές να συνεννοηθείς με έναν έφηβο, άλλο τόσο είναι και το να επιλέξεις παράσταση για να πάτε μαζί (αν δεν είναι αμιγώς εφηβική και δεν έχει γράψει ήδη γι’ αυτήν κριτική το "αθηνόραμα", τουλάχιστον). Θα είναι πολύ παιδική; Μήπως πολύ ενήλικη; Και όπως και στην περίπτωση της συνεννόησης έτσι και στη θεατρική έξοδο καμιά φορά λειτουργεί καλύτερα το να κινηθείς βάσει ενστίκτου, όπως και με έναν ενήλικο, ξεχνώντας τα "πρέπει" και τα υποτιθέμενα στοιχεία μιας παράστασης που η θα-κάτσω-με-τη-νεολαία θεία θα θεωρούσε ότι θα αρέσουν σε έναν έφηβο (βίντεο, ΑΙ, δυνατή μουσική, σπιντάτη σκηνοθεσία).
Το θέμα βοηθάει φυσικά, και όταν πρόκειται για "Μια ιστορία έρωτα και ποδοσφαίρου" έχεις τουλάχιστον 50% πιθανότητες να πέσεις μέσα. Κάπως έτσι βρεθήκαμε Κυριακή απόγευμα να ανεβαίνουμε με τον γιο μου τα σκαλιά για τον πρώτο όροφο του κτιρίου που φιλοξενεί το χώρο τέχνης "1927 Art Space" στην Κυψέλη, αφού του είχα διευκρινίσει ότι πάμε να δούμε μια παράσταση για ένα λαθραίο μουντιάλ που οργανώνουν διαφορετικές κοινότητες Ιταλών και μεταναστών σε μια φτωχή πόλη του Ιταλικού Νότου προκειμένου να καταλήξουν στο ποιοι θα είναι οι άτυποι "αρχηγοί" της γειτονιάς. Α, και ότι η παράσταση είναι ερευνητική, στο οποίο, αφού κλήθηκα να διευκρινίσω τι εννοούσα, μιλώντας για μη γραμμική αφήγηση, μη αναπαραστατική λογική, ηθοποιούς που ενίοτε παίζουν παραπάνω από έναν ρόλους κ.λπ., πήρα την πληρωμένη απάντηση ότι τότε όλες οι παραστάσεις (που έχει δει) είναι ερευνητικές. Θέατρο σε διαμέρισμα δεν είχε ξαναδεί πάντως.
Φεύγοντας από την παράσταση του έργου του σύγχρονου Ιταλού συγγραφέα Μικέλε Σαντέραμο, που σκηνοθετεί η ιδρύτρια του χώρου Ακτίνα Σταθάκη, ήξερα ότι είχα κάνει την κατάλληλη επιλογή. Δεν είχα καν να ανησυχώ που οι "γκεστ εμφανίσεις" ιστορικών Ιταλών ποδοσφαιριστών όπως ο Ντίνο Τζοφ ή ο Αντόνιο Καμπρίνι που χαζεύαμε στο συνοδευτικό κείμενο της παράστασης μαζί με τα βιογραφικά των συντελεστών δεν ήταν και τόσο εμφανείς στο γειωμένο, συγκινητικό (τόσο όσο), χιουμοριστικό, αληθινό με έναν ελάσσονα θα έλεγε κανείς τρόπο (με τη θετική και αρνητική έννοια) έργο, γραμμένο για να αγγίξει και ένα λιγότερο εκπαιδευμένο ακροατήριο – γεγονός, που για να θυμηθούμε και την πρόσφατη ομιλία του συγγραφέα Εντουάρ Λουί μπορεί κάποιες φορές να είναι, εν τέλει, μια πολιτική απόφαση.
Ούτε που οι πανηγυρισμοί των γκολ γίνονταν στα μουγκά, εν είδει παντομίμας, και τους παρακολουθούσαμε "στριμωγμένοι" σε ένα διαμέρισμα με art deco στοιχεία, αντί για το Stadio San Paolo. Αρκούσε που είχαμε μοιραστεί με τους υπόλοιπους θεατές μία ώρα και κάτι συναισθηματικού, "χειροποίητου" θεάτρου, με πηγαία ενέργεια από τους τρεις ηθοποιούς (Τάσος Θεοφιλάτος, Στεφανία Καλομοίρη, Φώτης Τσοτουλίδης) και ελάχιστα σκηνικά μέσα στα λίγα τετραγωνικά του δωματίου που εκτελούσε χρέη σκηνής. Το θέατρο, στα πιο απλά και βασικά του, είχε κάνει τη δουλειά του, και το αίσθημα του ανικανοποίητου που σου άφηνε το όχι και τόσο χαρούμενο τέλος (σκληρό για έφηβο, αν πηγαίναμε με τις πολιτικά ορθές νόρμες που λέγαμε στην αρχή) ήταν καλή αφορμή για να ανοίξει με τον πλέον οργανικό τρόπο μια συζήτηση για τις μεταναστευτικές κοινότητες σήμερα, τη συμπερίληψη και τις γωνιές του κόσμου από όπου, για να δανειστούμε, κατά προσέγγιση, μια ατάκα του έργου, η τύχη δεν περνάει και τόσο συχνά ή όταν περνάει δεν κάθεται για πολύ. Και πού αλλού καλύτερα αν όχι περπατώντας από την Κυψέλη προς το σταθμό της Βικτώριας.
Περισσότερες πληροφορίες
Μια ιστορία έρωτα και ποδοσφαίρου
Το σύγχρονο ιταλικό έργο πραγματεύεται το πρώτο λαθραίο μουντιάλ που διοργανώνουν οι διαφορετικές κοινότητες Ιταλών και μεταναστών, με στόχο τη διεκδίκηση του ελέγχου μιας φτωχικής πόλης της νότιας Ιταλίας για ένα χρόνο. Λίβυοι, Μαροκινοί, Βραζιλιάνοι, Ινδοί, Ιταλοί, προετοιμάζουν τις ομάδες τους. Καθώς εκτυλίσσεται το μουντιάλ, ένας Ιταλός παίκτης ερωτεύεται την αδελφή ενός Ινδού. Στην πορεία, ο έρωτάς τους θα έρθει αντιμέτωπος με τους νόμους του υποκόσμου, σε μια σύγκρουση που θα αλλάξει για πάντα τις ζωές τους.