Στο Νέο Θέατρο "Κατερίνα Βασιλάκου-Μαριάννα Τόλη" επιστρέφει από τις 16 Οκτωβρίου η σπιντάτη παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Κουτλής με έναν ταλαντούχο θίασο τεσσάρων ηθοποιών. Υλικό τους το γνωστότερο έργο του Γερμανού δραματουργού Μάριους φον Μάγιενμπουργκ, "Ο άσχημος", μια μαύρη κωμωδία που σατιρίζει με πικρό χιούμορ το κυνήγι της εξωτερικής εικόνας και του "φαίνεσθαι". Η παράσταση παίχτηκε πέρυσι με τεράστια επιτυχία, σημειώνοντας 150 sold-out βραδιές, επικυρώνοντας τη σκηνοθετική ευφυΐα του Γιώργου Κουτλή και τις δαιμονικές υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών, σε ένα έργο μαεστρικά κατασκευασμένο. Διαβάστε τους λόγους που κρύβονται πίσω από την επιτυχία της παράστασης και προγραμματίστε εγκαίρως τα εισιτήριά σας.
# Πρόκειται για ένα απολύτως σύγχρονο έργο ως ιδέα και ως κατασκευή, που γράφτηκε το 2007 όμως σήμερα ακούγεται ακόμη περισσότερο οικείο. Ο "Άσχημος" αφηγείται ουσιαστικά μια δυστοπία μέσα από την ιστορία του Λέτε, ενός άνδρα έξυπνου και ικανού, που είχε την ατυχία να γεννηθεί αποκρουστικός στην όψη. Αν και ο ίδιος δεν έχει επίγνωση της εικόνας του, όταν αντιλαμβάνεται ότι η γυναίκα του τον βρίσκει άσχημο και ότι η μορφή του τον υποβιβάζει επαγγελματικά, προχωράει σε πλαστική επέμβαση αλλαγής του προσώπου του. Η ζωή του αλλάζει, γίνεται περιζήτητος εραστής και αξιοζήλευτος επαγγελματίας, τόσο ώστε όλοι θέλουν να του μοιάσουν˙ έτσι, γύρω του αρχίζουν να εμφανίζονται άνθρωποι που έχουν αντιγράψει το πρόσωπό του, ενώ ο ίδιος χάνει, ουσιαστικά, τον εαυτό του.
Όπως δήλωσε στο "α" ο Ορφέας Αυγουστίδης, "το έργο θα μπορούσε να είναι ένας παραμορφωτικός καθρέφτης, μόνο που το είδωλο που παραμορφώνει είναι το δικό μας. Το έργο γράφτηκε στο ξεκίνημά των social media˙ όταν το 2007 το facebook άρχισε σιγά σιγά να γίνεται πιο διαδεδομένο, κανένας δεν είχε φανταστεί τι θα επακολουθούσε. Ο κόσμος κοιτάζεται μέσα από τα φίλτρα των social και μέσα από τις φανταστικές φωτογραφίες που ανεβάζει, περισσότερο από όσο κάποτε κοιταζόταν στον καθρέφτη, και αυτό είναι πρόβλημα. Σήμερα ο κόσμος έχει μάθει να κοιτάζεται στον καθρέφτη υπό τέτοια γωνία και με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μοιάζει με αυτό που έβγαλε φωτογραφία στο instagram. Οριακά δεν έχουμε επίγνωση πώς μας βλέπουν οι άλλοι, όπως αντίστοιχα και ο Λέτε".
# Όλος αυτός ο προβληματισμός δίνεται με άκρως ευφάνταστο, απόλυτα θεατρικό, τρόπο. Ο Γερμανός συγγραφέας, γνωστός από τη συνεργασία του με τη θρυλική Σαουμπίνε, είχε την ευφυία να μη γράψει ένα δραματικό, "δύσπεπτο" έργο, αλλά μία πρωτότυπη μαύρη κωμωδία, που εκτυλίσσεται μέσα από σκηνές που εναλλάσσονται χωρίς παύσεις. Δίνει μάλιστα την οδηγία οι οχτώ ρόλοι (γιατρός, διευθυντής, σύζυγος του Λέτε, γηραιά κυρία, νοσοκόμα, συνάδελφος του Λέτε) να ερμηνευτούν από τέσσερις ηθοποιούς, ενώ τα πρόσωπα, εκτός του Λέτε, έχουν τα ίδια ονόματα (λέγονται όλοι/ες Φάνι, Κάρλμαν και Σέφλερ). Έτσι, δημιουργείται ένα σκηνικό παιχνίδι αποθέωση της θεατρικότητας, με συνεχείς αλλαγές ρόλων και με τους ηθοποιούς σε διαρκή ετοιμότητα, ενώ επιπλέον εμφανίζονται ορατές στη σκηνή οι ιδέες του αντικατοπτρισμού, της ομοιομορφίας, της απώλειας ατομικής ταυτότητας.
# Στη σκηνοθεσία ο Γιώργος Κουτλής, επιβεβαίωσε γιατί προτιμάει τα παράδοξα έργα με σουρεαλιστική δυναμική. Η σκηνική ενέργεια της παράστασης είναι εκρηκτική, χωρίς όμως να του διαφεύγει διαφεύγει η δραματικότητα του κάτω κειμένου. Μάλιστα, επέλεξε να κλιμακώσει το ύφος της σκηνοθεσίας του, ξεκινώντας από πιο "χαμηλούς", ρεαλιστικούς τόνους και πηγαίνοντας σε μία κλιμάκωση προς το γκροτέσκο και την παρωδία. Ο λοξός τρόπος που επέλεξε ώστε να μεγεθύνει το κωμικό στοιχείο λειτούργησε απόλυτα, ενώ αξιοσημείωτος ήταν και ο ρυθμός της παράστασης, που βοήθησε το απαιτητικό από γραφής έργο να αναδειχθεί με όλη του τη δυναμική. Έτσι, η παράσταση εξελίχθηκε σαν μια χορογραφία, όπου οι ακατάπαυστες αλλαγές ρόλων, η αβίαστη σκηνική ροή και οι παράλληλες αλλαγές σκηνικών αντικειμένων, κοστουμιών και περουκών συντείνουν σε ένα καλειδοσκοπικό γαϊτανάκι. Σύμμαχοι σε αυτό, τόσο η ταιριαστή σύνθεση του Γιάννη Αγγελόπουλου και η κίνηση της Χαράς Κότσαλη, όσο και το σκηνογραφικό και ενδυματολογικό περιβάλλον (Κωνστανίνος Σκουρλέτης, Ιωάννα Τσάμη, αντίστοιχα).
# Ο θίασος της παράστασης αποδείχθηκαν πραγματικά "πολυεργαλεία", συλλαμβάνοντας τις εσωτερικές ποιότητες αλλά και της τεχνικές απαιτήσεις του έργου και των ρόλων. Ο Ορφέας Αυγουστίδης έδειξε για ακόμη μία φορά ότι πρόκειται για ηθοποιό κλάσης, τόσο για τον ανεπαίσθητο, υπόγειο τρόπο με τον οποίο ενσαρκώνει τις διαφορετικές "εκδοχές" του Λέτε όσο και για τη βαθιά δραματικότητά του, όταν ο ήρωάς του αντιλαμβάνεται τη βαθιά υπαρξιακή οδύνη στην οποία έχει περιέλθει. Στους υπόλοιπους ρόλους, η Μαίρη Μηνά (Φάνι) και ο Γιάννης Κλίνης (Σέφλερ) ήταν συναρπαστικοί στον τρόπο που απέδωσαν τους πολλαπλούς ρόλους τους, με ελάχιστα μέσα και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ενώ φέτος τη διανομή συμπληρώνει ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος (Κάρλμαν) σε αντικατάσταση του Ηλία Μουλά.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο άσχημος
Ο Λέττε είναι άσχημος. Πολύ άσχημος. Αλλά δεν το ξέρει. Όταν, εξαιτίας προβλημάτων στη δουλειά του, όλοι γύρω του αναγκάζονται να του εξομολογηθούν την απερίγραπτη έκταση της ασχήμιας του, αποφασίζει να πάρει δραστικά μέτρα. Να αλλάξει πρόσωπο. Η εγχείρηση πηγαίνει υπερβολικά καλά και πλέον το ανείπωτα όμορφο πρόσωπό του, θα γίνει το διαβατήριό του για μια νέα ζωή - μια ζωή γεμάτη γυναίκες, δόξα, λεφτά... Όταν όμως το πρόσωπό του γίνεται προϊόν προς πώληση, τα πράγματα θα πάρουν μια πραγματικά άσχημη τροπή. Μια σαρδόνια σκοτεινή κωμωδία του ανατρεπτικού δημιουργού της Σαουμπίνε που καυτηριάζει τη σύγχρονη ναρκισσιστική κοινωνία, με τέσσερις ηθοποιούς να ερμηνεύουν οκτώ ρόλους.