Στις 5 Οκτωβρίου, από τις 4 μ.μ. και για 24 ώρες, η Στεφανία Γουλιώτη θα βρεθεί στην κεντρική σκηνή της Στέγης για να ερμηνεύσει μία οκτάλεπτη σκηνή χωρισμού. Δεν θα είναι μόνη, θα τη συνοδεύσουν εκατό διαφορετικοί παρτενέρ, επαγγελματίες ηθοποιοί ή και όχι, άνδρες κάθε ηλικίας καθώς και non binary άτομα. Η σκηνή θα επαναληφθεί εκατό φορές και δεν θα έχει προηγηθεί καμία πρόβα. Για την ακρίβεια, η ηθοποιός θα αντικρίσει τους παρτενέρ της για πρώτη φορά μόλις βρεθούν επί σκηνής. Αυτό είναι το παραστασιακό πρότζεκτ "The second woman", που εμπνεύστηκαν -κείμενο και σκηνοθεσία- οι Νατ Ράνταλ και Άννα Μπρέκον, καλλιτέχνιδες με έδρα την Αυστραλία που παρουσιάζουν για πρώτη φορά δουλειά τους στην Ελλάδα.
Πρωτοπαρουσίασαν την παράστασή τους -με τη Ράνταλ στην ερμηνεία του ρόλου- στην Αυστραλία το 2017, στην πρώτη τους συνεργασία, ενώνοντας το ακαδημαϊκό background στη σκηνοθεσία και τον κινηματογράφο της Μπρέκον και αυτό στις παραστατικές τέχνες της Ράνταλ. Επιθυμία τους ήταν να εξερευνήσουν "τον τρόπο που τα συναισθήματα μπορούν να πουν κάτι για την κοινωνία, πώς ακόμη και οι παραμικρές αλληλεπιδράσεις μεταξύ μας λένε κάτι μεγαλύτερο, πιο γενικό, που άπτεται ακόμη και του πολιτικού" μας λέει η Μπρέκον, όπως και το "πώς η ερωτική οικιεότητα και οι ερωτικές σχέσεις μιλούν για τις πολιτισμικές ή κοινωνικές ιεραρχίες", με τη Ράνταλ να συμπληρώνει πως ήθελαν επίσης να εξερευνήσουν ζητήματα "οικειότητας μεταξύ αγνώστων, ή το πώς καλλιεργείται χημεία με κάποιον μη επαγγελματία περφόρμερ, καθώς και πώς μια σειρά από παραστασιακά μοντέλα, όπως η μεγάλη διάρκεια ή η μη επαγγελματική συμμετοχή επιδρούν σε μία περφόρμανς". "Ήταν πολύ ενδιαφέρον", συνεχίζει, "για μένα που γνώριζα από 'παραδοσιακό' θέατρο αλλά είχα και μια ιδέα από τις πρακτικές της περφόρμανς, να συνδέσω μία γραπτή πραγματικότητα (το κείμενο) με μια άγνωστη οντότητα, που είναι ο κάθε ένας από τους εκατό παρτενέρ - και όλο αυτό σε ένα μοντέλο μακράς διάρκειας, ώστε παράλληλα να δω τι συμβαίνει στο σώμα της ηθοποιού, πώς ο ηθοποιός, ο ρόλος, η πραγματικότητα γίνονται ένα".
Η εικοσιτετράωρη διάρκεια, πράγματι, συναγωνίζεται ως πρόκληση το γεγονός των άγνωστων συμπρωταγωνιστών και σύμφωνα με τις σκηνοθέτριες τόσο το μοτίβο της επανάληψης όσο και οι πολύωρες διάρκειες είναι βασικά εργαλεία της περφόρμανς. Πίσω από τη δική τους απόφαση υπάρχει το γεγονός πως "οι 24 ώρες συνιστούν μια μονάδα χρόνου, μία ημέρα", κατά τη Ράνταλ, ενώ η Μπρέκον συμπληρώνει πως μια τέτοια διάρκεια επηρεάζει καθοριστικά το σώμα και το μυαλό: "στις 24 ώρες γίνεται πρωταγωνιστής το ίδιο το υλικό του σώματος, οι θεατές παύουν να βλέπουν ένα ρόλο, βλέπουν ένα αληθινό σώμα και πώς ο χρόνος δρα πάνω του". Αντιστοίχως, οι διαφορετικοί παρτενέρ αποτελούν το "μισό της παράστασης και φέρνουν μαζί τους διαφορετικές ενέργειες και διαφορετικές εμπειρίες ζωής", λένε οι σκηνοθέτριες. "O παράγοντας του 'αγνώστου Χ' φέρνει ζωντάνια στο σόου", προσθέτουν, "όπως και κίνδυνο, όμως η άγνοια του ποιος θα είναι ο επόμενος που θα μπει από την πόρτα, πώς θα αντιδράσει, είναι πολύ δελεαστικά στοιχεία, τόσο για τους θεατές όσο και για τη Στεφανία, ώστε να βρει έναν κοινό τόπο που θα την ενώσει με τον παρτενέρ της".
Η διαδικασία της προετοιμασίας της παράστασης έχει τους δικούς της κώδικες, μας εξηγεί η Στεφανία Γουλιώτη και περιγράφει πως οι πρόβες γίνονται με κάποιους παρτενέρ (όχι αυτούς που θα εμφανιστούν επί σκηνής), προκειμένου ν’ αντιμετωπιστούν πιθανά σενάρια: "οι σκηνοθέτριες έχουν στήσει το πρότζεκτ, έχουν και την εμπειρία της παράστασης σε διάφορες χώρες, οπότε έχουν και την εμπειρία του ποιες ίσως θα μπορούσαν να προκύψουν ως περίεργες συμπεριφορές των συμμετεχόντων. Οι πρόβες γίνονται για να αντιμετωπίσουμε τέτοια ενδεχόμενα, αν και βέβαια στη σκηνή θα υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης". Και πράγματι, η Μπρέκον επιβεβαιώνει πως έχουν υπάρξει απρόσμενες αντιδράσεις, γιατί "οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Προσπαθούμε να προβλέψουμε συμπεριφορές, όμως η αλήθεια που φέρνουν στη σκηνή οι διάφοροι παρτενέρ δεν είναι κάτι κατασκευασμένο και εμείς δεν θέλουμε να ελέγξουμε αυτή την αληθινή συνθήκη, ούτε να την προσχεδιάσουμε. Θέλουμε να αφήσουμε την έκπληξη να συμβεί, με την επιθυμία να είναι μια ευχάριστη έκπληξη", λέει.
"Από εκεί και πέρα", μας λέει η Γουλιώτη, "το μεγάλο διακύβευμα είναι το κομμάτι της υποκριτικής, του παιξίματος, που θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω ως 'μη παίξιμο'. Ίσως μια μη ηθοποιός τα πήγαινε καλύτερα", λέει γελώντας. "Λέω συχνά στις σκηνοθέτριες πως ειδικά στην Ελλάδα -κι αυτές με διαβεβαιώνουν πως δεν είναι ειδικά στην Ελλάδα- δεν έχουμε εκπαιδευτεί να παίζουμε σαν να 'βρισκόμαστε στη στιγμή', κάτι που ισχύει κυρίως στον κινηματογράφο. Οι δραματικές σχολές μάς κατευθύνουν έχοντας το θεατρικό σανίδι ως στόχο. Εδώ βλέπουμε ότι και το θέατρο χρειάζεται 'κινηματογραφικό παίξιμο'. Αυτή είναι μια πρόκληση που έχω να αντιμετωπίσω και μου αρέσει πολύ, να παίζω δηλαδή σαν να μην παίζω. Είναι κάτι που πάντα ήθελα να κάνω, επειδή όμως μια ζωή παίζω, τώρα πρέπει να το ξεχάσω και απλώς να βρεθώ στη σκηνή με άλλους ανθρώπους". Αλήθεια, όμως, πώς είναι να ερμηνεύει εκατό φορές μία σκηνή χωρισμού; Επώδυνο ή απελευθερωτικό; "Ως τώρα έχω βιώσει μόνο την χαρά ενός παιχνιδιού και περνάω ωραία", απαντάει˙ "βέβαια, αν κάποιος πάρει ως δεδομένο το κλισέ μιας σκηνής χωρισμού, ναι ίσως βρει τη συνθήκη δραματική, επώδυνη. Όμως είναι κυρίως παιχνιδιάρικη, κυρίως επειδή κρύβει το στοιχείο της έκπληξης! Να χωρίζεις τόσες φορές από τόσους παρτενέρ, με διαφορετικούς τρόπους και με διαφορετικά πράγματα να προκύπτουν κάθε φορά. Αν καταφέρω να αντιμετωπίσω το ρόλο χωρίς το κλισέ μιας ερμηνευτικής πρόθεσης, το ταξίδι θα είναι απολαυστικό", εξηγεί.
Επιπροσθέτως, όση ώρα η Γουλιώτη και οι συμπρωταγωνιστές της θα ερμηνεύουν επί σκηνής, ένα κινηματογραφικό συνεργείο θα μαγνητοσκοπεί και θα προβάλει ζωντανά τη σκηνική δράση, σε μία σύζευξη θεατρικής και κινηματογραφικής εμπειρίας, που διευρύνει τις αισθητηριακές προσλαμβάνουσες των θεατών. Η ζωντανή κινηματογράφηση "εξυψώνει τη μη λεκτική επικοινωνία, τη σημασία της χειρονομίας και της έκφρασης, που είναι πολύ σημαντικές στην παράσταση", λέει η Ράνταλ. "Ειδικά, μια που δεν δουλεύουμε με επαγγελματίες, εκπαιδευμένους ηθοποιούς, η κάμερα και τα ακραία κοντινά πλάνα συλλαμβάνουν την παραμικρή χειρονομία και έκφραση του προσώπου, κάτι που επηρεάζει τη δυναμική της σκηνής".
Η παράσταση από το 2017 και έπειτα έχει παρουσιαστεί στη Μαδρίτη, το Λονδίνο, την Ταϊβάν, τη Νέα Υόρκη, με διαφορετική ηθοποιό και ερμηνευτές κάθε φορά. Κάτι τέτοιο δεν ήταν εξαρχής στο μυαλό των δύο καλλιτέχνιδων. Η ιδέα προέκυψε όταν, κατά τη διάρκεια των παραστάσεων στην Αυστραλία, τους προσέγγισε ένα κέντρο παραστατικών τεχνών της Ταϊβάν και τους ζήτησε να παρουσιάσουν εκεί την παράσταση. "Τότε σκεφτήκαμε", λέει η Ράνταλ, "πως ίσως το πρότζεκτ δεν λειτουργούσε, αν έπαιζα με 100 παρτενέρ από την Ταϊβάν - δεν μιλάω και μανδαρινικά", λέει γελώντας. "Έτσι αποφασίσαμε να το διαμορφώσουμε, όχι απλώς για να μπορεί να ταξιδεύει διεθνώς, αλλά γιατί έτσι εξελισσόταν, αποκτούσε νέο, περισσότερο νόημα. Δεν είναι πια μία αυστραλέζικη παραγωγή, αλλά γίνεται τοπική, από εγχώριους καλλιτέχνες και συμμετέχοντες˙ έτσι λέει κάτι για τον συγκεκριμένο τόπο κάθε φορά και το πώς σχετίζονται εκεί οι άνθρωποι. Η πρώτη διεθνής παράσταση που δώσαμε ήταν στα μανδαρινικά και παρόλο που δεν γνωρίζουμε τη γλώσσα, καταλάβαμε τι συνέβαινε, πιάναμε το κάτω κείμενο, το συναίσθημα πίσω του, πράγματα που μπορεί ο καθένας να νιώσει και τότε καταλάβαμε ότι το πρότζεκτ μπορεί να λειτουργήσει -ως ενός σημείου- σε παγκόσμια κλίμακα", εξηγεί. Εξάλλου το κείμενο της παράστασης είναι όλο κι όλο δυόμιση σελίδες, εξηγεί η Μπρέκον: "το κείμενο είναι το πλαίσιο και μετά δουλεύουμε με την κάθε ηθοποιό πάνω στη λογική της παράστασης, η οποία συνίσταται από πολλά περισσότερα στοχεία από τα λόγια. Και όλα αυτά έρχονται να συναντήσουν τη μοναδικότητα και την προσωπική οπτική της ηθοποιού". Όσο για τη συνεργασία τους με τη Γουλιώτη, δηλώνουν τυχερές. "Η δύναμή της, η ικανότητά της για αλλαγές και μεταμορφώσεις είναι τρομερή. Γιατί η σκηνή είναι η ίδια, όμως μεταβάλλεται με κάθε παρτενέρ, μπορεί να γίνει πιο δραματική, πιο ευαίσθητη, πιο 'παρανοϊκή' και η Στεφανία ανταποκρίνεται σε όλα αυτά και τα διαμορφώνει", λέει η Ράνταλ.
Πρόκειται, εξάλλου, για μία παράσταση όπου η ηθοποιός έχει μεγάλα περιθώρια να βάλει κομμάτια του εαυτού της. "Το αποτέλεσμα αυτής της εμπειρίας θα ήθελα να είναι να επανανακαλύψω τον εαυτό μου" λέει η Γουλιώτη. "Μένοντας ανοιχτή σε ό,τι συμβαίνει, εκπλήσσομαι και από τον εαυτό μου, όχι μόνο από ό,τι φέρνει ο συμπαίχτης μου. Γιατί, αλήθεια, ποιος είναι ο εαυτός μας και πόσο καλά τον ξέρουμε; Κι αν πεις ότι τον ξέρεις, κάτι συμβαίνει, κάτι φέρνει η ζωή και συνειδητοποιείς ότι δεν ήξερες τίποτα. Και όσοι λένε ότι ξέρουν ποιοι είναι, κάποιες φορές η ζωή τους διαψεύδει. Οπότε ναι μέσα στην παράσταση υπάρχω εγώ, αλλά κυρίως υπάρχει το πόσο επιτρέπω στον εαυτό μου να εκπλαγεί, πόσο του αφήνω χώρο και πόσο είμαι διαθέσιμη γι’ αυτές τις εκπλήξεις". Τελικά, όμως, για τι μιλάει η παράσταση; Για την αγάπη, για το χωρισμό, τις δυναμικές των φύλων, την πατριαρχία; "Είναι όλα αυτά, αλλά σε κάθε μέρος που παρουσιάζεται, η έμφαση μπορεί να πάει σε κάτι διαφορετικό, στην αρρενωπότητα, στη θηλυκότητα, στην οικειότητα, στη μοναδικότητα των ανθρώπων. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ηθοποιό και τους συμμετέχοντες", εξηγεί η Μπρέκον˙ "στο Λονδίνο ήταν περισσότερο εστιασμένη στο παιχνίδι, στην Ταϊβάν στο δίπολο δημόσιο/ιδιωτικό αλλά και στο πώς συγκεκριμένες κοινωνικές νόρμες επηρεάζουν τις σχέσεις και τις δυναμικές των φύλων, ενώ στην Αυστραλία προέκυψε μια παράσταση για τον μισογυνισμό και την τοξική αρσενική συμπεριφορά. Έχει να κάνει ίσως με πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αλλά περισσότερο με την ατομικότητα, με την προσωπικότητα κάθε ανθρώπου που θα βρεθεί επί σκηνής".