Με τις παραστάσεις των "Περσών" (ΘΟΚ, 2017), των "Βακχών" (Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, 2018) και του "Προμηθέα Δεσμώτη" (Πορεία, 2021), ο Άρης Μπινιάρης απέδειξε τη δημιουργική σχέση του με το αρχαίο δράμα· το φετινό καλοκαίρι, όμως, σηματοδοτεί την πρώτη του ενασχόληση με την αριστοφανική κωμωδία και συγκεκριμένα με τους "Όρνιθες", με τους οποίους επιστρέφει στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (9-10/8). Μαζί του ο Πάρις Μέξης στα σκηνικά, τα κοστούμια και τις μάσκες, ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης στη μουσική σύνθεση, ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου στην κινησιολογία και ο Βαγγέλης Μούντριχας στο σχεδιασμό των φωτισμών. Ο θίασος αποτελείται από τους Μιχάλη Βαλάσογλου, Στέλιο Ιακωβίδη, Θανάση Ισιδώρου, Τάσο Κορκό, Κώστα Κορωναίο, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνο Κούμουλο, Μαρία Κυρώζη, Ερρίκο Μηλιάρη, Μάριο Παναγιώτου, Κυριάκο Σαλή, Αλεξία Σαπρανίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ειρήνη Τσέλλου και Νίνα Φώσκολου, ενώ τους ρόλους του Πεισθέτερου και του Ευελπίδη αναλαμβάνουν ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και ο Γιώργος Χρυσοστόμου.
Οι "Όρνιθες" παραστάθηκαν το 414 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια και έλαβαν το δεύτερο βραβείο, ενώ έχουν καταλήξει να θεωρούνται "έργο φυγής", καθώς εξιστορούν την απόφαση δύο φίλων να εγκαταλείψουν την Αθήνα και να εγκατασταθούν στον ουρανό. Εκεί χτίζουν μια πολιτεία με τη βοήθεια των πουλιών, τη Νεφελοκοκκυγία (λέξη που κατέληξε να δηλώνει την ουτοπία), και οι ίδιοι, έχοντας βγάλει φτερά, ζουν απελευθερωμένοι από τα βάρη της εγκόσμιας ζωής τους. Πρόκειται για μία από τις αριστοφανικές κωμωδίες που μεταχειρίζεται ιδιαίτερα το υπερφυσικό και φαντασιακό στοιχείο, ενώ ο πολυπληθής μη ανθρώπινος Χορός της, που αποτελείται από κάθε είδους πτηνά και κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο, διευκολύνει ιδιαίτερα θεαματικές αναγνώσεις.
Τις ιδιότητες αυτές εκμεταλλεύεται η σκηνοθεσία του Μπινιάρη, που τοποθέτησε το έργο σε ένα προ-τραγικό περιβάλλον και το προσέγγισε σαν μια αρχέγονη τελετή, με τους ηθοποιούς να καταλαμβάνονται από τη ζωώδη ορμή των πουλιών. Στην παράστασή του, η ιστορία παραδίδεται "ως έχει, φιλτραρισμένη από βωμολοχία και επικαιροποίηση", σύμφωνα με όσα μας είπε ο Χρυσοστόμου, ενώ διακριτό είναι το προσωπικό στίγμα του σκηνοθέτη, ο οποίος έχει καταφύγει και εδώ –σύμφωνα με τον Παπασπηλιόπουλο– στη "χρήση της μουσικής ως πρωταγωνιστικού οχήματος της αφήγησης, την έντονη κίνηση, τις διαφορετικές ρυθμολογίες". Ταυτόχρονα, όμως, η παράσταση αγγίζει εσωτερικά πεδία, καθώς επικεντρώνεται στη σχέση των δύο φίλων και προτείνει το "μαζί" ως μοντέλο συνύπαρξης: "Όταν ξεκινούσαμε τις πρόβες, ο σκηνοθέτης είπε πως θα ήταν πολύ πολύ ωραίο να δώσουμε το μήνυμα ότι στη ζωή πρέπει να έχεις τουλάχιστον άλλον έναν άνθρωπο δίπλα σου", αποκάλυψε χαρακτηριστικά ο Χρυσοστόμου. Η παράσταση δεν αγνοεί τα κωμικά στοιχεία του έργου κι έχει πολύ αστείες στιγμές, σύμφωνα με τους δύο ηθοποιούς, αλλά "δεν ανησυχεί για το αστείο", όπως επεσήμανε ο Παπασπηλιόπουλος· αντίθετα, σχετίζεται "με μια πιο ποιητική διάθεση, πολύ ήσυχη, πολύ τρυφερή. Είναι ένα κοίταγμα στον άνθρωπο, τον οποίο θέλει να αγκαλιάσει και όχι τόσο να κρίνει· περισσότερο να τον περιέχει παρά να σταθεί απέναντί του".
Στο έργο, η φήμη της Νεφελοκοκκυγίας εξαπλώνεται τόσο πολύ, ώστε καταφθάνουν διάφοροι επιτήδειοι, προκειμένου να αποκτήσουν φτερά για να επιδοθούν ευκολότερα στις βρομοδουλειές τους, ενώ και οι θεοί είναι δυσαρεστημένοι, επειδή η πολιτεία στέκεται μεταξύ ουρανού και γης κι εμποδίζει τις θυσίες να φτάσουν σε αυτούς. Ο Αριστοφάνης κλείνει το έργο με ένα διφορούμενο φινάλε, που μπορεί να διαβαστεί και αρνητικά, καθώς ο Πεισθέτερος αποκτάει υπέρτατη εξουσία. Στην παράσταση του Μπινιάρη, το φινάλε μένει να αποκαλυφθεί επί σκηνής, αν και ο Γιώργος Χρυσοστόμου μάς έδωσε μια ιδέα: "Έχει ένα αισιόδοξα μελαγχολικό τέλος, θα έλεγα. Βλέπω ένα αισιόδοξο μεν μελαγχολικό δε –ή, ανάποδα, μελαγχολικό μεν αισιόδοξο δε– φινάλε. Σίγουρα, ο συνδυασμός αυτών των δύο ποιοτήτων βγάζει ένα γλυκό αποτέλεσμα".
Περισσότερες πληροφορίες
Όρνιθες
Στο έργο, ο αρχαίος ποιητής εξιστορεί την απόφαση δύο Αθηναίων, του Πεισθέτερου και του Ευελπίδη, να εγκαταλείψουν τον κόσμο των ανθρώπων αναζητώντας μια πόλη χωρίς μικρότητα και διαφθορά, όπου να μπορεί κανείς να ζήσει με ειρήνη και δικαιοσύνη. Ιδρύουν μαζί με τα Πουλιά μια πολιτεία στους αιθέρες και υψώνουν ένα τείχος ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς.Η σκηνοθεσία τοποθετεί το έργο σε ένα προ-τραγικό περιβάλλον προσεγγίζοντάς το σαν αρχέγονη τελετή. Και όπως συμβαίνει σε κάθε τελετή, ένας θίασος ζωντανεύει βιωματικά τον μύθο. Οι δύο πρωταγωνιστές ζητούν, αλληγορικά, να «αδειάσουν» από κάθε άλλη ανθρώπινη ιδιότητα και να «κατοικηθούν», άλλοτε ηδονικά κι άλλοτε μανιασμένα, από τη ζωώδη ορμή των πουλιών σε μια παράσταση – συναυλία. Με σύμμαχο την εκρηκτικότητα της μουσικής και της κίνησης, ο Άρης Μπινιάρης δημιουργεί μια σύγχρονη σάτιρα παρασύροντάς μας σ’ ένα ηλεκτρισμένο «άσμα», που ρίχνει εκτυφλωτικό φως στα κρίσιμα ζητήματα της πόλης με το αριστοφανικό έργο πάντα ως πυξίδα.