Η παράσταση των "Ορνίθων" σε σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη με τη συμμετοχή ενός ταλαντούχου δεκαπεταμελούς θιάσου πραγματοποιεί μια μεγάλη περιοδεία που θα κορυφωθεί στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, στις 9 και 10 Αυγούστου. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ερμηνεύουν τους ρόλους του Πεισθέτερου και του Ευελπίδη, των δύο φίλων που εγκαταλείπουν την Αθήνα και τα εγκόσμια και χτίζουν με τη βοήθεια των πουλιών μια πολιτεία στον ουρανό, τη Νεφελοκοκκυγία, που διέπεται από τις αρχές της ισονομίας και της δικαιοσύνης. Απογοητευμένος από την τροπή του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Αριστοφάνης καυτηρίαζει τη μικρότητα των ανθρώπων και προτείνει ένα άλλο μοντέλο συνύπαρξης και ίσως αυτό το στοιχείο γοήτευσε τον σκηνοθέτη, που τους επέλεξε για το αριστοφανικό ντεμπούτο του.
"Κατ’ αρχήν δουλεύουμε πολύ ωραία την ιστορία ως έχει, όπως την έγραψε ο Αριστοφάνης, φιλτραρισμένη αρκετά από βωμολοχία, επικαιροποίηση και αναφορές στο τώρα", παρατηρεί ο Γιώργος Χρυσοστόμου. Μαζί με τον Πάρι Μέξη, στα σκηνικά και τα κοστούμια, και τον Αλέξανδρο Δράκο Κτιστάκη στη μουσική (η οποία, σύμφωνα με τον Χρυσοστόμου, συνιστά μια "έκπληξη"), ο Μπινιάρης έχει συνθέσει ένα "παραμυθένιο τοπίο", που φέρει βέβαια τα βασικά γνωρίσματα του σκηνοθετικού του στίγματος. Το επιβεβαιώνει και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, που κάνει λόγο για τη "χρήση της μουσικής ως πρωταγωνιστικό όχημα της αφήγησης, την έντονη κίνηση, τις διαφορετικές ρυθμολογίες". Και οι δύο ηθοποιοί, όμως, επιμένουν ιδιαίτερα σε άλλες ποιότητες της παράστασης, που ίσως ξαφνιάσουν τους θεατές που είναι εξοικειωμένοι με την εξωστρεφή σκηνική γλώσσα του σκηνοθέτη. "Πρόκειται για μια πολύ ποιητική παράσταση. Έχει τρομερό γέλιο, είναι διασκεδαστική, αλλά έχει και πολύ συγκινητικές στιγμές", λέει ο Χρυσοστόμου, περιγράφοντας πώς η παράσταση παρακολουθεί με τρυφερότητα δύο φίλους που αλληλεπιδρούν "με γνώμονα την αγάπη" και προτείνει το "μαζί" ως μοντέλο συνύπαρξης: "Τα πουλιά αρχικά δεν δέχονται τους ξένους στην πόλη τους αλλά μετά τους αγκαλιάζουν και τους μυούν στον τρόπο τους. Κάτι ωραίο που είπε ο σκηνοθέτης όταν ξεκινούσαμε είναι πως θα ήταν πολύ πολύ ωραίο να δώσουμε ένα μήνυμα ότι στη ζωή πρέπει να έχεις τουλάχιστον άλλον έναν άνθρωπό δίπλα σου", αποκαλύπτει, ενώ ο Παπασπηλιόπουλος συμπληρώνει χαρακτηριστικά: "Στην παράσταση θα δείτε πράγματα που σχετίζονται με τη συγκίνηση, με μια πιο ποιητική διάθεση, πολύ ήσυχη, πολύ τρυφερή. Ένα κοίταγμα στον άνθρωπο, τον οποίο θέλει να αγκαλιάσει και όχι τόσο να κρίνει· περισσότερο να τον περιέχει παρά να σταθεί απέναντί του. Η παράσταση δεν περιέχει κωμωδία με αγωνιώδη τρόπο, δεν ανησυχεί για το αστείο˙ περισσότερο το επιτρέπει εκεί που προκύπτει και κατά τ’ άλλα ήσυχα και με γλύκα παρακολουθεί τη διαδρομή των δύο φίλων στη συνάντησή τους με αυτό το μετέωρο κόσμο, με αυτό που ο Αριστοφάνης ονομάζει κόσμο των πουλιών".
Αναρωτιέμαι πώς αποτιμούν το γεγονός ότι ο Αριστοφάνης είναι ένας πολιτικός συγγραφέας, ειδικά ο Χρυσοστόμου, που έρχεται από τη μεγάλη επιτυχία –επί δύο σεζόν– του "Αρτούρο Ούι". Πολιτικά είναι και τα δύο έργα, μου λέει, "πάρολο που οι "Όρνιθες” λειτουργούν μέσω της διασκέδασης και ο "Αρτούρο” μέσω του σκοταδιού. Δεν είμαστε πολιτικοί, δεν έχουμε ένα μικρόφωνο μπροστά μας, αλλά ο τρόπος μας είναι μέσω μιας παράστασης να εκφράσουμε την πολιτική μας θέση. Δεν εννοώ κομματικά, εννοώ πολιτικά ως κάτι βαθύ. Στον "Αρτούρο” είπαμε πώς είναι τα πράγματα σε σχέση με το φόβο και όλα τα αρνητικά που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, στους "Όρνιθες” ερχόμαστε να πούμε ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος να λειτουργήσουν τα πράγματα, όπως το να είμαστε ο ένας για τον άλλον. Ακούγονται ψευτορομαντικά και μελό, αλλά εμείς που μπλεκόμαστε στη δίνη της παράστασης θέλουμε να προκαλέσουμε το συναίσθημα. Ο "Αρτούρο" είχε θάνατο, αυτό έχει ζωή, είναι τα δύο άκρα". Για τον Παπασπηλιόπουλο, η αναζήτηση είναι κυρίως υπαρξιακή: "Με ενδιαφέρει πάντοτε μια υπαρξιακή διάσταση των έργων, αυτή που μας φέρνει σε επαφή με τον εαυτό, δηλαδή με τον βασικό σύμμαχο και τον βασικό δυνάστη. Με απασχολούν οι σχέσεις των ανθρώπων και κυρίως η μία και πιο σημαντική, η σχέση με τον εαυτό", εξηγεί. Οι "Όρνιθες" ακουμπούν σε αυτό, όσον αφορά την αναζήτηση "ενός άλλου τρόπου να υπάρχουμε, πιο ανάλαφρου. Χρησιμοποιώ τη λέξη ανάλαφρου συνειδητά", διευκρινίζει, "εννοώντας ότι αυτή η λέξη ακουμπά και στην έννοια του πετάγματος. Αν κάτι είναι ένα πουλί, αυτό είναι ελαφρύ˙ δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι, στο συμβολισμό του εννοώ, αλλά σίγουρα είναι η έννοια της ελευθερίας ή της ελαφρότητας. Αν κάποιος ζωγράφιζε ένα πουλί, θα μπορούσε να το κάνει με μια μονοκοντυλιά, με μία γραμμή που πηγαίνει από τη μία μεριά, κάνει μια κυρτότητα στη μέση και πηγαίνει από την άλλη. Μια γραμμούλα θα ήταν ικανή να ζωγραφίσει ένα πουλί και το λέω αυτό γιατί, στ’ αλήθεια, αυτό που στη συνείδησή μας είναι ένα πουλί είναι η ελαφρότητα. Και νομίζω ότι το βασικό πράγμα που θέλουν οι άνθρωποί μας στο έργο είναι να υπάρξουν ελαφριά, όχι με έναν τρόπο που τους τραβάει κάτω".
Στο έργο, η ευημερία της Νεφελοκοκκυγίας κινδυνεύει τόσο από διάφορους επιτήδειους που θέλουν να την εκμεταλλευτούν όσο και από τους δυσαρεστημένους θεούς. Ίσως είναι κι ένα σχόλιο πως η ουτοπία είναι ούτως ή άλλως ανέφικτη, καθώς ο Αριστοφάνης κλείνει το έργο με ένα διφορούμενο φινάλε, που μπορεί να διαβαστεί και αρνητικά. Ποια θα ήταν η προσωπική Νεφελοκοκκυγία για τους δύο ηθοποιούς; Ο Γιώργος Χρυσοστόμου επισημαίνει κατ’ αρχήν πως, αν πραγματοποιηθεί, παύει να είναι ουτοπία. "Την ακυρώνεις αν την κατακτήσεις. Η δουλειά της είναι να μην τη βρεις, να παραμείνει "ου”, αλλώς θα γίνει τόπος. Φυσικά, σε στιγμές που θέλω να φύγω απ’ όλα, το μυαλό μου τρέχει σε ένα φάρο κάπου στη Σκωτία˙ που όμως έχει όλα τα κομφόρ για να μην πεινάω, αλλά είναι αρκετά μοναχικά και έχει τζάκι, είναι ζεστά. Ξέρω όμως πως δεν είναι έτσι σε ένα φάρο. Πρόκειται για ένα εξιδανικευμένο σενάριο, για να φεύγει λίγο το μυαλό αλλά το σώμα δεν θα πάει ποτέ. Πάντως, αυτό που κάνει η Νεφελοκοκκυγία στους δύο ήρωες σε μένα το κάνει το θέατρο", συμπληρώνει. "Μπαίνω σε έναν κόσμο για δύο ώρες, παίρνω τα καλά του και ξεφεύγει το μυαλό μου σε έναν μη τόπο. Το θέατρο είναι ένας μη τόπος, δεν υπάρχει τίποτα, είναι όλα ένα κατασκεύασμα", εξηγεί. Από την άλλη, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος δεν την ορίζει με την έννοια του ανέφικτου, αλλά ως "ένα βέλος που δείχνει το δρόμο στον οποίο θέλω να πάω", κι αυτός είναι "μία περιοχή στην οποία θα μπορώ να ζω μία ζωή χωρίς προφανείς συγκινήσεις και να μην προσμένω να συμβεί κάτι για να νιώσω τη χαρά. Να ζω και να βιώνω τη χαρά -δεν εννοω το γέλιο, αλλά μια αίσθηση ευδαιμονίας- χωρίς αγωνία. Προς τα εκει επιθυμώ να πορευτώ, μου αρέσουν πάρα πολύ οι συγκινήσεις και η περιπέτεια, αλλά θα επιθυμούσα να μην χρειάζεται, για να νιώθω ήρεμος και καλά", εξηγεί.
Κλείνοντας, αναρωτιέμαι ποια είναι η άποψή τους στη συζήτηση σχετικά με το αν πρέπει να τηρούνται κάποιοι κανόνες στο ανέβασμα του αρχαίου δράματος, ειδικά όταν συμβαίνει στην Επίδαυρο, και τις αντιδράσεις που έχουν προκαλέσει κατά καιρούς παραστάσεις, όπως το περσινό παράδειγμα των "Σφηκών", σε σκηνοθεσία της Λένας Κιτσοπούλου. "Ένα πράγμα έχει μείνει ελεύθερο σε αυτόν τον πλανήτη, η τέχνη, ας μην του βάζουμε όρια", απαντάει ο Χρυσοστόμου και προσθέτει: "Κάποιες παραστάσεις παίρνουν τα εύσημά τους αρκετό καιρό μετά. Το θέατρο δεν λειτουργεί πάντα συγχρονισμένο με το τώρα, παίρνει αφορμές από ένα τώρα, αλλά μπορεί ο μεταβολισμός να έρθει αρκετό καιρό μετά. Ακόμη και παραστάσεις που έχουν μείνει μυθολογικές, καλή ώρα οι "Ορνιθες” του Κουν, πέρα από το αν ήταν καλές παραστάσεις, έφτιαξαν ένα μύθο, επειδή απαγορεύτηκαν. Η τέχνη την ώρα που συμβαίνει σχεδόν οφείλει να προκαλεί αντιδράσεις. Αυτό είναι το κρίμα του θεάτρου, η ευλογία και η κατάρα του. Εκτός αν πάω σε έναν ασφαλή δρόμο για να είναι όλοι ευχαριστημένοι, να μη σπάσω κανένα αυγό, να τα έχω καλά με τους θεατές μου. Υπάρχει κι αυτή η οδός". Χαρακτήρισε, μάλιστα, τις "Σφήκες" θαρραλέα παράσταση, επειδή θαύμασε πολύ "το μετά τις κριτικές θάρρος. Κανένας έξω από τη δουλειά δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι να νιώθεις ότι δεν σε θέλει κανείς ή ότι έχει έρθει κάποιος προκατειλημμένος αρνητικά και εσύ ν’ ανεβείς στη σκηνή να παίξεις", εξηγεί και συμπληρώνει: "η πρόσληψη της τέχνης είναι υποκειμενική, δεν μπορείς να μιλάς εξ ονόματος άλλων, ούτε να ζητάς να μην παίζεται κάτι, επειδή δεν σου αρέσει. Έτσι, μπαίνουμε σε άλλα μονοπάτια, αυτολογοκρισίας και λογοκρισίας. Και να προσθέσω κάτι, όταν ανέβαιναν οι αριστοφανικές παραστάσεις με φαλλούς και τεράστια πέη και όλα τα σχετικά έμειναν ως κληρονομιά, το χιούμορ του ’70 και του ’80 μπορεί να προσέβαλε κόσμο, αλλά περνούσε. Δεν είχε η Επίδαυρος πρόβλημα, όταν έβγαινε ο αείμνηστος Θύμος Καρακατσάνης με το φαλλό μέχρι εκεί πάνω και είχε με την Κιτσοπούλου; Το θετικό απ’ όλη αυτή την ιστορία είναι πως είναι ωραίο μια παράσταση να προκαλεί κύμα αντιδράσεων, γιατί φέρνει ένα δεύτερο κύμα συζητήσεων, είναι μια αφορμή για κουβέντα".
Για τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, τα πράγματα είναι απλά και εξηγεί: "Η Πολιτεία, δηλαδή ο κόσμος του θεάτρου, οι θεατές, οι καλλιτεχνικοί διευθυντές των φεστιβάλ, το Υπουργείο Πολιτισμού, θα πρέπει να πάρει μια κεντρική απόφαση -και να είναι αυστηρή στην τήρησή της-, να σταματήσει να υποκρίνεται, ώστε οι θεατές να μην μπερδεύονται και το κυριότερο να μην φανατίζονται με ανοησίες. Και αυτή η απόφαση θα έρθει, απαντώντας στο ερώτημα αν η Επίδαυρος είναι θέατρο ή κάποιου είδους μνημείο που μάλιστα αποκτά μια παράλογη ιερότητα. Όταν θα θέσει στ’ αλήθεια η Πολιτεία το ερώτημα, οφείλει να δώσει και μια απάντηση. Αν δώσει την απάντηση ότι η Επίδαυρος είναι θέατρο, δεν υπάρχει κάτι να κουβεντιάσουμε στο τι επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να συμβαίνει σε ένα θεάτρο. Δεν ξέρω για ποιο άλλο θέατρο αναρωτηθήκαμε κάτι τέτοιο, εκτός από περιόδους απολυταρχικών καθεστώτων, όπου επιβάλλεται ρεπερτόριο, τρόπος, ό,τι θέλει ο κάθε δυνάστης. Αν δεν υπάρχει πάντως ένα απολυταρχικό καθεστώς, δεν ξέρω κάποιο θέατρο στο οποίο επιβάλλεται κάποιος τρόπος ή δεν επιτρέπεται κάποιος άλλος. Αν, πάλι, δεν μιλάμε για θέατρο, τότε θα έρθουμε σε μια πολύ αμήχανη θέση να εξηγήσουμε για τι πράγμα μιλάμε. Αν μιλάμε για έναν αρχαιολογικό χώρο, τότε θα ήταν χρήσιμο να πάψουν οι παραστάσεις για να σωθεί το μνημείο, που φθείρεται από την προσέλευση κάθε χρόνο. Το Ηρώδειο, για παράδειγμα, είναι θέατρο, παίζω και Καμπανέλλη αν θέλω, αλλά στην Επίδαυρο δεν μπορώ, γιατί ατύπως πλην ουσιαστικώς επιβάλλεται ρεπερτόριο και από τη στιγμή που επιβάλλεται αρχίζει και μία παράλογη συζήτηση για μια σειρά άλλων όρων. Ολα αυτα μου φαίνονται παρανοϊκά. Αν είσαι σκληρός και αυστηρός και συγκεκριμένος, δεν υπάρχουν τέτοιου είδους μπερδέματα. Αν η Επίδαυρος είναι θέατρο, μπορώ να παίξω όποιο έργο θέλω με όποιο τροπο επιθυμώ, όπως συμβαίνει σε μια δημοκρατία σε όλα τα θέατρα του κόσμου, δεν υπάρχει κατι άλλο να κουβεντιάσουμε επ’ αυτού. Ισχύουν οι νόμοι του θεάτρου και στους νόμους του θεάτρου χρησιμοποιείς μικρόφωνα, βγαίνεις γυμνός ή ντυμένος, παίζεις Σακελλάριο άμα θέλεις, παίζεις και Αισχύλο, παίζεις κι έναν δικό σου αυτοσχεδιασμό. Αυτά συμβαίνουν σε ένα θέατρο, απ’ όσο ξέρω. Αν δεν είναι θέατρο, πρέπει κάποιος να μου πει τι είναι. Σίγουρα, για μένα δεν ειναι ιερός τόπος, η Επίδαυρος δεν υπήρξε ναός καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Ο λόγος που το αναλύω πάρα πολύ είναι για να δούμε σε ποιο πλαίσιο συζητάμε, υπό ποιο καθεστώς λειτουργεί η Επίδαυρος. Δεν μπορώ την υποκρισία και τον δήθεν σεβασμό σε κάτι που δεν καταλαβαίνουμε καν τι είναι. Ας βάζαμε καλύτερα την εκπαίδευση σε πρώτο πλάνο ανησυχίας, να διδασκόμασταν σοβαρά την αρχαία ελληνική γραμματεία, να μαθαίναμε ιστορία και αυτά θα έδειχαν πολύ μεγαλύτερο σεβασμό απέναντι στα μνημεία και στην κληρονομιά μας παρά να συζητάμε με ποιο τρόπο θα παριστάνουμε μεσα σε ένα θέατρο τη θεατρική πράξη".
Ερμηνεύουν επίσης: Μιχάλης Βαλάσογλου, Στέλιος Ιακωβίδης, Θανάσης Ισιδώρου,Τάσος Κορκός, Κώστας Κορωναίος, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνος Κούμουλος,Μαρία Κυρώζη, Ερρίκος Μηλιάρης, Μάριος Παναγιώτου, Κυριάκος Σαλής, Αλεξία Σαπρανίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ειρήνη Τσέλλου. Η μετάφραση είναι του Τάσου Ρούσσου, τα σκηνικά & τα κοστούμια του Πάρι Μέξη, η μουσική σύνθεση του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη, η κινησιολογία του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου, ο σχεδιασμός φωτισμών του Βαγγέλη Μούντριχα, οι μάσκες του Χορού του Πάρι Μέξη.
Περισσότερες πληροφορίες
Όρνιθες
Στο έργο, ο αρχαίος ποιητής εξιστορεί την απόφαση δύο Αθηναίων, του Πεισθέτερου και του Ευελπίδη, να εγκαταλείψουν τον κόσμο των ανθρώπων αναζητώντας μια πόλη χωρίς μικρότητα και διαφθορά, όπου να μπορεί κανείς να ζήσει με ειρήνη και δικαιοσύνη. Ιδρύουν μαζί με τα Πουλιά μια πολιτεία στους αιθέρες και υψώνουν ένα τείχος ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς.Η σκηνοθεσία τοποθετεί το έργο σε ένα προ-τραγικό περιβάλλον προσεγγίζοντάς το σαν αρχέγονη τελετή. Και όπως συμβαίνει σε κάθε τελετή, ένας θίασος ζωντανεύει βιωματικά τον μύθο. Οι δύο πρωταγωνιστές ζητούν, αλληγορικά, να «αδειάσουν» από κάθε άλλη ανθρώπινη ιδιότητα και να «κατοικηθούν», άλλοτε ηδονικά κι άλλοτε μανιασμένα, από τη ζωώδη ορμή των πουλιών σε μια παράσταση – συναυλία. Με σύμμαχο την εκρηκτικότητα της μουσικής και της κίνησης, ο Άρης Μπινιάρης δημιουργεί μια σύγχρονη σάτιρα παρασύροντάς μας σ’ ένα ηλεκτρισμένο «άσμα», που ρίχνει εκτυφλωτικό φως στα κρίσιμα ζητήματα της πόλης με το αριστοφανικό έργο πάντα ως πυξίδα.