Άνθρωποι και θέματα του "περιθωρίου" απασχόλησαν δύο από τις ελληνικές παραστάσεις, καθώς η Βαλέρια Δημητριάδου έγραψε και σκηνοθέτησε το "Ενενήντα", ένα έργο για τα γηρατειά, και η Νικαίτη Κοντούρη ανέβασε τον μονόλογο του Μιχάλη Αλπάτη, "Κρυπτόγαμα", που θέτει το θέμα της ομοφοβικής βίας. Τιμητική ήταν η παράσταση του Μάνου Καρατζογιάννη, "50 χρόνια, μια νύχτα", αφιερωμένη στα πενήντα χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ενώ στο ελληνικό πρόγραμμα εντάχθηκε και η φετινή παράσταση του ΚΘΒΕ, που παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη μέσα στη σεζόν, "Η αγαπημένη του κυρίου Λιν", σε σκηνοθεσία του Γκι Κασίερς, με την ερμηνεία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Αυτή ήταν και η μόνη από τις ελληνικές παραγωγές που ανέβασε στη σκηνή ένα προϋπάρχουν (λογοτεχνικό) κείμενο, καθώς στις άλλες τρεις περιπτώσεις είδαμε σε πρώτη παρουσίαση έργα που γράφτηκαν ειδικά για το Φεστιβάλ.
Ήταν πολύ ωραία η απόφαση της Βαλέριας Δημητριάδου να γράψει ένα έργο για τα γηρατειά, για τους απόμαχους της ζωής, συνθέτοντας μια ιστορία με ρεαλιστική βάση αλλά υπερβατική διάθεση. Στο "Ενενήντα" αφηγήθηκε τη –λίγο πιθανή, λίγο απίθανη, λίγο τρελούτσικη- ιστορία ενός ενενηντάχρονου άνδρα που απολαμβάνει τη ζωή με ενέργεια εφήβου αρνούμενος να συμβιβαστεί με την ιδέα της φθοράς. Με τον γιο του συγκρούονται συχνά, ειδικά απ’ όταν αυτός του δηλώσει την απόφασή του να τον κλείσει σε γηροκομείο, έχει όμως μια φίλη, μια 35χρονη γυναίκα που βρίσκεται σε αναπηρικό αμαξίδιο, που τους έχει φέρει κοντά ίσως η άρνησή τους να περιθωριοποιηθούν. Η Δημητριάδου επιχείρησε να συνθέσει έναν κόσμο ενέργειας, θετικής διάθεσης, την πρόταση μιας ζωής έξω από στερεότυπα, καταφεύοντας έτσι και σε δραματουργικές λύσεις που στερούνται αληθοφάνειας –όπως τη φυγή του άνδρα από το γηροκομείο προκειμένου να συγκατοικήσει με τρεις τριαντάρηδες που περνούν τις μέρες τους κάνοντας μπάφους- δεν είναι όμως το φλερτ με την απιθανότητα –ίσα-ίσα αυτό ήταν ένα ωραίο στοιχείο- που στοίχισε σε έργο και παράσταση.
Το έργο έχασε σταδιακά το ενδιαφέρον και την όποια συνοχή του, ειδικά όταν έγινε απόπειρα να εξηγηθεί η κακή σχέση πατέρα και γιου, με το κλίμα να οδηγείται σε ένα αχρείαστο (μελο)δραματικό κρεσέντο, ενώ συνολικά δεν έτυχε ικανοποιητικής σκηνικής απόδοσης. Υπήρξε, βέβαια, η πρόθεση μίας ζωηρής και σε σημεία ατμοσφαιρικής σκηνοθεσίας, με συχνή χρήση μουσικής, εξωστρεφείς υποκριτικές ερμηνείες κι ένα παιχνιδιάρικο σκηνικό (Τίνα Τζόκα), από εκεί και πέρα, όμως, η απόφαση να εκφέρονται από τους ηθοποιούς οι σκηνικές οδηγίες και να περιγράφονται οι δράσεις έμεινε ακατανόητη και στοίχισε στον ρυθμό, ενώ οι αμήχανες ερμηνείες των περισσότερων –πολύ ικανών, κατά τ’ άλλα- ηθοποιών, μας άφησε με την εντύπωση ότι είτε δεν υπήρξε επαρκής προετοιμασία είτε ότι οι ρόλοι ήταν ανολοκλήρωτοι από γραφής τους. Κρατάμε, πάντως, τις ερμηνείες της Μαρίας Κατσανδρή και του Δημήτρη Παπαγιάννη στον κεντρικό ρόλο.
Με ενδιαφέρουσα γλώσσα που προσομοιάζει στο μέτρο και το ύφος ενός δημοτικού τραγουδιού, ο Μιχάλης Αλπάτης έγραψε το "Κρυπτόγαμα", το μονόλογο ενός άνδρα, συζύγου και πατέρα, χασάπη στο επάγγελμα, που όμως "δεν ήθελε χασάπης να γενεί". Σε αυτόν τον –πρώτο και τελευταίο όπως θα αποδειχθεί- εξομοληγητικό μονόλογο, ο ήρωας αποκαλύπτει γιατί η πατριαρχική, ομοφοβική, ρατσιστική και σεξιστική επαρχία όπου ζει αποτελεί φυλακή, μιλάει για τον δεύτερο εαυτό του, που απελευθερώνεται όταν ντύνεται γυναίκα, για την κρυφή ζωή του, που συνυπάρχει με την κανονική, τη φανερή, για την λαχτάρα του να είναι ελεύθερος, να μην είναι "γιος κανενός, ούτε σύζυγος, ούτε πατέρας, ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό". Αυτό τον σπαραγμό μετέφερε πρωτίστως η μετρημένη, καλοζυγισμένη ερμηνεία του Μάκη Παπαδημητρίου σε σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη, η οποία πολύ διακρτικά άφησε το έργο να κατακτήσει την πλατεία με γοητεία της γλώσσας και τη δύναμη της ιστορίας. Ο καλός ηθοποιός πήρε πάνω του την παράσταση χωρίς να πέφτει στην υπερβολή ή τον συναισθηματισμό, κάτι που δεν φρόντισε η μουσική (Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης), που προσέθεσε πολύ μελοδραματισμό σε ύφος εντελώς απέναντι από το δημώδες του έργου, ενώ δεν χρειαζόταν και η τόσο επεξηγηματική σκηνοθεσία στο φινάλε, όταν πια ο ήρωας αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του.
Η περιγραφικότητα της σκηνοθεσίας στοίχισε και στην πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση του Μάνου Καρατζογιάννη, "50 χρόνια, μια νύχτα", που δημιουργήθηκε με αφορμή την πεντηκοστή επέτειο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ακολουθώντας μια μίξη αφηγηματικότητας και αναπαράστασης, η παράσταση εξέθεσε τα γεγονότα και το κλίμα των ημερών, δημιουργώντας το θεατρικό τεκμήριο ενός ιστορικού γεγονότος, ενώ επιχείρησε να κάνει συνδέσεις με άλλα μεταγενέστερα –και παγκόσμια- γεγονότα εξεγέρσεων και διαδηλώσεων, καταθέτοντας ένα σχόλιο για το σήμερα και την ανάγκη αντίδρασης και αντίστασης. Η δύναμη της προφορικής μαρτυρίας σε μια πρωτίστως ωραία δραματουργία (του σκηνοθέτη μαζί με τη Δήμητρα Κονδυλάκη) καθόρισε τη δυναμική και την ευρυθμία της παράστασης και οι μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν και συμμετείχαν στα γεγονότα αποδείχτηκαν ιδανικός καμβάς – οι περισσότερες έχουν ήδη εκδοθεί αλλά υπήρξαν και νέες, που προέκυψαν ειδικά για την παράσταση, όπως της Υβόννης Μαλτέζου, μια πολύτιμη μαρτυρία για το σχήμα του Ελεύθερου Θεάτρου που δραστηριοποιήθηκε επί Χούντας, τις τακτικές της λογοκρισίας κ.ά., την οποία μετέφερε η ίδια σε μία πολύ συγκινητική, την κορυφαία μάλλον, στιγμή της παράστασης.
Η απόδοση των αφηγήσεων με δράσεις που αναπαριστούσαν κυριολεκτικά το λόγο και κυρίως η επιλογή της έντονης υπογράμμισης (χαρακτηριστικό παράδειγμα η μεταφορά της συνταρακτικής μαρτυρίας του οδηγού του τανκ με macho, brutal ύφος αντί ενός ψυχρού κυνσμού, που θα ήταν, θεωρώ, απείρως πιο ανατριχιαστικός) προσέθεσε εξωτερική ένταση και αφαίρεσε πόντους από την πυκνότητα που θα έδιναν οι πιο αφαιρετικοί και λιτοί δρόμοι – όπου επιλέχτηκαν τέτοιοι, η επίδραση της παράστασης ήταν σαφώς ουσιαστικότερη. Επίσης, μάλλον στοίχισε στη συνοχή το τελευταίο μέρος, δηλαδή η –κάπως διδακτική- απόπειρα να συνδεθούν τα τότε γεγονότα, η "Αντιγόνη" του Σοφοκλή και το σήμερα μέσα από το εύρημα ενός καθηγητή δραματικής σχολής (πολύ καλός ο Γιάννης Νταλιάνης) που διδάσκει στους σπουδαστές/ριες την αξία της εξέγερσης ενάντια στις αυταρχικές εξουσίες. Συνολικά, πάντως, ο παλμός της παράστασης καθώς και οι ηλεκτρισμένες αλλά και ευαίσθητες ερμηνείες (ξεχώρισαν η Μαρία Ζορμπά, η Ιφιγένεια Καραμήτρου, ο Στρατής Χατζησταματίου), δεν πέρασαν απαρατήτητα.
Κοινωνικοπολιτικό αλλά σύγχρονο περιεχόμενο είχε η παράσταση του ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία του Γκι Κασίερς, "Η αγαπημένη του κυρίου Λιν". Η ερμηνεία της νουβέλας του Φιλίπ Κλοντέλ από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, για την ιστορία ενός ηλικιωμένου άνδρα που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την εμπόλεμη χώρα του κάπου στην Ασία και να αναζητήσει μια νέα ζωή στην Ευρώπη, άφησε ισχυρό συναισθηματικό αποτύπωμα όχι μόνο χάρη στη δυναμική της, αλλά και εξαιτίας της ενδιαφέρουσας σκηνοθεσίας του Βέλγου σκηνοθέτη, που μεταχειρίστηκε τις δυνατότητες της τεχνολογίας προκειμένου να αναδείξει τον ανθρώπινο παράγοντα της παράστασης.
Περισσότερες πληροφορίες
Ενενήντα
Μέλος της ομάδας των C for Circus, η Βαλέρια Δημητριάδου (“Και εφύτευσεν ο Θεός Παράδεισον”) δίνει ένα νέο κείμενο με χιούμορ και τρυφερότητα, εγκώμιο στη ζωή. Ένας ηλικιωμένος άντρας ενενήντα ετών και ο σαραντάρης γιος του. Οι δυο τους σε μια πόλη που τρέχει. Ο γέρος, παρότι γέρος, νιώθει σαν μόλις να γεννήθηκε. Κι ο νέος, παρότι νέος, νιώθει λες κι η ζωή του πλησιάζει στο τέλος της. Αδύναμος, τρωτός κι ευάλωτος όπως είναι, αποφασίζει να στείλει τον πατέρα του σε οίκο ευγηρίας.Το μόνο στήριγμα του γέρου είναι η νεαρή φίλη του, ένα ανάπηρο κορίτσι, με το οποίο βρίσκονται καθημερινά στη λίμνη του κεντρικού πάρκου της πόλης. Γιατί ένας ηλικιωμένος άνθρωπος να πρέπει να αποδεχτεί το τέλος; Γιατί να μην μπορεί να βγει έξω, να ερωτευτεί, να κάνει έρωτα; Σε μια εποχή σαν τη δική μας που εξιδανικεύει τη νεότητα, η παράσταση αναδεικνύει ένα θέμα ταμπού: τα γηρατειά. Με ζωντανή μουσική επί σκηνής, αφηγείται έναν φανταστικό μικρόκοσμο που αντιστέκεται σθεναρά στο δυστοπικό μας παρόν προτάσσοντας την ενσυναίσθηση και την αλληλεγγύη.
Κρυπτόγαμα
Έχοντας προκαλέσει μεγάλη αίσθηση με το μυθιστόρημά του “Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους” (εκδ. Νήσος), ο συγγραφέας Μιχάλης Αλμπάτης γράφει έναν μονόλογο που διαδραματίζεται σε μια μικρή πόλη της Κρήτης, αρχές της δεκαετίας του 1980. “Από τις λέξεις κρυπτόν και γαμείν”, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, “ο τίτλος αναφέρεται στην κρυφή γονιμοποίηση. Έτσι ονόμασε ο βοτανολόγος Κάρολος Λινναίος τα φύκη, τους μύκητες, τα βρυόφυτα και τα πτεριδόφυτα, καθώς η απουσία ανθέων, καρπών και σπερμάτων, καθιστούσε τον τρόπο αναπαραγωγής τους γριφώδη. Υπάρχουν όμως και ανθρώπινα πλάσματα που αναδίδουνε τον ίδιο γρίφο, με κατάταξη ασαφή ανάμεσα στα γένη.” Πρωταγωνιστούν “ένας χασάπης που σιχαίνεται τη μυρουδιά απ’ τα σπλάχνα και το αίμα, ένα δαχτυλίδι μαγικό, που μεταμορφώνει όποιον το φορεί σ’ ό,τι πιότερο ποθεί μα και φοβάται να ’ναι, ένα γλέντι αρραβώνων και μια δολοφονημένη τραβεστί που είχε για ίνδαλμά της την Αλίκη Βουγιουκλάκη, δίνοντας παραστάσεις με τα τραγούδια της στους δρόμους”. Το κείμενο του συγγραφέα εστιάζει στην αγριότητα της ελληνικής επαρχίας του 1980, ενώ η παράσταση σ’ εκείνους που έχουν υπομείνει τον τρόμο του περιθωρίου, του λάθους, της δημόσιας κατακραυγής.
Η αγαπημένη του κυρίου Λιν
Παράσταση βασισμένη στην ομότιτλη νουβέλα του Φιλίπ Κλοντέλ. Κεντρικός χαρακτήρας ο κύριος Λιν, ο οποίος, κρατώντας στην αγκαλιά του τη Σανγκ ντιού, τη μικρή εγγονή του και τη μόνη επιζήσασα της οικογένειάς του, εγκαταλείπει το κατεστραμμένο από τον πόλεμο χωριό του και φτάνει στην Ευρώπη πρόσφυγας. Εκεί, χωρίς να γνωρίζει τίποτα για τη νέα χώρα και χωρίς να αντιλαμβάνεται τη γλώσσα των ξένων, αφήνει τη μοίρα του στα χέρια των αρμόδιων αρχών που τον περιθάλπουν. Μέχρι που γνωρίζει τον κύριο Μπαρκ. Ο κύριος Μπαρκ μιλάει συνέχεια στη γλώσσα του και ο κύριος Λιν σιωπηλός απολαμβάνει την παρέα του. Μια δυνατή φιλία καλλιεργείται ανάμεσα στους δύο άντρες, με εξομολογήσεις, με σεβασμό απέναντι στον εκφρασμένο ή στον σιωπηλό πόνο, με συμπόνια και φροντίδα. Σημαντική στην παράσταση είναι η παρουσία της μουσικής αλλά και η χρήση της τεχνολογίας, και συγκεκριμένα των προβολών βίντεο, που επιτρέπουν τη συμπύκνωση της ιστορίας σε μονόλογο.
50 χρόνια, μια νύχτα
Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο του Πολυτεχνείου, η παράσταση επιχειρεί μια σύγχρονη ανάγνωση της οριακής αυτής στιγμής από τη σκοπιά του θεάτρου. Ο παλλόμενος λόγος αληθινών πρωταγωνιστών ζωντανεύει μέσα από αυθεντικές μαρτυρίες φοιτητών, μαθητών αλλά και απλών πολιτών ‒ άλλες δημοσιευμένες, άλλες συλλεγμένες στο πλαίσιο της δραματουργικής έρευνας· πολιτών που πήραν μέρος, ηθελημένα ή άθελά τους, στο δράμα της Ιστορίας ο καθένας από τη δική του θέση. Ενώνοντας παλαιότερες και νεότερες γενιές ηθοποιών, η παράσταση συνθέτει το παζλ αυτού του «ρευστού, βίαιου και χωρίς συγκεκριμένο περίγραμμα» γεγονότος –όπως χαρακτηρίζει τις εξεγέρσεις η Αμερικανίδα ιστορικός Τζάνετ Λούγκο–, σε μια συλλογική αφήγηση που γίνεται πρώτη ύλη για ένα πολύτιμο μάθημα θεάτρου και οδηγός στην αναζήτηση του νοήματος της Δημοκρατίας.