
Στην Ηλιούπολη δεν έχει τύχει να ξαναβρεθώ. Έτσι, η διαδρομή που περπάτησα για να φτάσω στο Θέατρο στη Σάλα ήταν γεμάτη νέα πληροφορία. Όταν, όμως, έφτασα στον προορισμό μου, ένιωσα ότι μπήκα σε έναν παράλληλο κόσμο. Μια ιδιαίτερη ενέργεια επικρατούσε, μυστηριώδης όπως εκείνη η πέτρα που είδα να στέκεται σαν τοτέμ πάνω σε ένα δοχείο με χώμα. Το πιο καθοριστικό, όμως, στην αύρα που αποπνέει αυτό το θέατρο είναι ότι… δεν είναι θέατρο. Είναι ένα αληθινό σπίτι που κατοικείται.

Σκοπός της επίσκεψής μου ήταν να παρακολουθήσω την τρέχουσα παράσταση του χώρου (έως 19/6), η οποία είναι σε σκηνοθεσία Κατερίνας Κλειτσιώτη. Το "Θέλω να πάω σπίτι", όπως είναι ο τίτλος, ξεκινά από την πίσω αυλή του σπιτιού. Την έναρξη σήμανε ο θεατρικός οδηγός μας, ο Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης. Σε πολύ λίγο, θα μας καλωσόριζε προς το εσωτερικό η πρώτη δυνατή συμβολική εικόνα: ένας καταρράκτης από πορτοκάλια που ολοένα έπεφταν χοροπηδώντας πάνω σε μια στριφογυριστή σκάλα. Κι εκεί, στο απορημένο βλέμμα του περφόρμερ Βασίλη Χατζηδημητράκη που έριχνε τα πορτοκάλια, μπορούσε κανείς να εντοπίσει μια νύξη στο θέμα της παράστασης: την απώλεια μνήμης.

Η μικρή μας ομάδα θεατών στάθηκε στην κουζίνα. Η μία περφόρμερ (Βασιλική Λεκού) ήταν κουλουριασμένη πάνω στον πάγκο, η δεύτερη (Μαρία Κοραχάη) πάνω στο ψυγείο κι η τρίτη (Χρυσή Βιδαλάκη), μεγαλύτερης ηλικίας, επιχειρούσε να μαγειρέψει. Όσο προχωρούσε η παράσταση, αναλογιζόμουν τη δύναμη της περφόρμανς να αναπαριστά με τον τρόπο ενός ποιήματος. Κάπως έτσι, λοιπόν, είδα τις εικόνες που ακολούθησαν. Εικόνες που έμπλεκαν καθρέφτες, κλαδιά και πεταλούδες, σε μία μίξη που δεν θα μπορούσα να αποκαλύψω χωρίς να αποδυναμώσω το ξάφνιασμα του πρώτου αντικρύσματος.
Ο τελευταίος χώρος που μας υποδέχτηκε ήταν μια τραπεζαρία με αντίκες, όπως το βαρύ ξύλινο τραπέζι όπου κάθισαν οι τέσσερις περφόρμερ. Σχεδόν ξαπλωμένος εγώ, σε έναν καναπέ, σκέφτηκα: Είναι όμορφη η οικειότητα που δημιουργεί αυτή η χαλαρή αίσθηση. Όμως σε κάνει και πιο ευάλωτο σε ό,τι θα δεις.

Μια οικογένεια δειπνούσε. Στην ουσία, όμως, εμείς βλέπαμε την απεικόνιση ενός μυαλού με μνήμη που εξασθενεί. Τα κομμάτια της ήταν εκεί, ατάκτως ερριμμένα: ένας απομνημονευμένος διάλογος που θύμιζε εκμάθηση ξένης γλώσσας με κασέτες, ένα τραγούδι στα γαλλικά, ένα άλλο στα ιταλικά. Το φινάλε έγινε με την εμφάνιση μιας ομάδας γυναικών* πίσω από την κουρτίνα που αποκάλυπτε το άλλο μισό του χώρου. Εκεί βρισκόταν το "Εικονοστάσι των ανοϊκών”, ένα μεγάλο εικαστικό δημιούργημα με ύφασμα και ξύλινες μορφές που φιλοτέχνησε η σκηνογράφος της παράστασης Μαριάννα Λύρα.

Αν κάτι κρατώ από την κουβέντα μου με τους συντελεστές είναι ότι το "Θέλω να πάω σπίτι” είναι μία παράσταση χειροποίητη και, κυρίως, προσωπική. Η Χρυσή έχει ανοίξει τον κόσμο της, η Κατερίνα έχει εμπνευστεί από αυτόν κι έτσι έχει δημιουργηθεί κάτι όπου πάνω του μπορεί ο θεατής να εναποθέσει ένα δικό του κομμάτι. Κι εκεί, ίσως, να τον συναντήσει η συγκίνηση.

*Πρόκειται για μέλη του εργαστηρίου που προσφέρει το Θέατρο στη Σάλα (Γιώτα Γκούτη, Λεμονιά Κακαρίδου, Λίλα Παυλάκη, Ελένη Σιμοπούλου, Τερέζα Φρέρη) τα οποία συμμετείχαν στις παραστάσεις μέχρι και τις 7/6.
Περισσότερες πληροφορίες
Θέλω να πάω σπίτι
Μια site specific performance με αφετηρία την απώλεια της μνήμης. Το σπίτι που στέγασε μια ολόκληρη ζωή γίνεται τώρα μια άγνωστη χώρα, τα δωμάτια γεμίζουν με ανεξιχνίαστα θραύσματα αναμνήσεων και ανείπωτων λέξεων που μεταμορφώνονται σε μουσική, τραγούδι και ένα ιδιαίτερο οικογενειακό γεύμα. Στην παράσταση οι θεατές κινούνται μαζί με τα πρόσωπα σε ένα αληθινό σπίτι που λειτουργεί και ως θεατρικός χώρος, το Θέατρο στη Σάλα, και βλέπουν όσα συμβαίνουν μέσα από τα μάτια των τεσσάρων μελών της οικογένειας. Μπροστά τους εκτυλίσσεται η γνώριμη χορογραφία της καθημερινότητας. Μια ρουτίνα που όμως εδώ αποκτά ζωτική σημασία αφού αποτελεί πάνω από όλα μια απτή υπενθύμιση της πραγματικότητας και του κοινού παρελθόντος. Τι μένει όταν οι μνήμες χάνονταιq Το Θέατρο στη Σάλα, μετά τη «Ραγάδα» του Mario Banushi, επιστρέφει, για λίγες παραστάσεις, με μια νέα βιωματική performance που καταπιάνεται και πάλι με ένα βαθύ ανθρώπινο θέμα.