Με μια παράσταση που ίσως αποζημίωσε τους σκληροπυρηνικούς θαυμαστές του αλλά μάλλον απομάκρυνε κάποιους από τους υπόλοιπους σήμανε την έναρξη του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών ο Πολωνός σκηνοθέτης. Το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον θέμα της είχε να κάνει με την ανατροφοδοτική σχέση του δημιουργού με το δημιούργημά του, μαζί με σχόλια για το άχθος της δημιουργίας και βέβαια για την καλλιτεχνική αγωνία περί της αναγκαιότητας -ή της ματαιότητας- της τέχνης. Ήδη από τον εύστοχο τίτλο της, "Elizabeth Costello / J. M. Coetzee. Επτά μαθήματα και πέντε παραβολές", η παράσταση έδωσε μια ιδέα για το περιεχόμενό της, καθώς ο Βαρλικόφσκι έφτιαξε μια διανοητική κατασκευή που οδηγούσε μέσα από πολλά μονοπάτια στην προαναφερόμενη σχέση δημιουργού-δημιουργήματος. Γι’ αυτό και πήρε ως κεντρική ηρωίδα έναν επινοημένο λογοτεχνικό χαρακτήρα, την Ελίζαμπεθ Κοστέλο του νομπελίστα Τζ. Μ. Κουτσί (τρία έργα του οποίου στήριξαν την παράσταση), την οποία αφενός αυτονόμησε, σαν να επρόκειτο για αυθύπαρκτο δραματικό πρόσωπο, αφετέρου τοποθέτησε σε συνεχή σχέση και διάδραση με το δημιουργό της, καθώς στην παράσταση εμφάνισε και τον Κουτσί ως ρόλο & δρων πρόσωπο.
Από τους λίγους στοχαστές του σύγχρονου θεάτρου και δημιουργός παραστάσεων που λειτουργούν καλειδοσκοπικά, προσεγγίζοντας από πολλαπλές πλευρές έναν θεματικό πυρήνα, ο Βαρλικόφσκι παρέδωσε και εδώ μια παράσταση που θύμιζε ρώσικη κούκλα: θεματικά μοτίβα, ανησυχίες και προβληματισμοί προέκυπταν συνεχώς το ένα μέσα από το άλλο, καθώς μέσα από τις διαλέξεις της Κοστέλο άνοιγαν συζητήσεις για τον έρωτα, τον φεμινισμό, για τον καλλιτέχνη ως υπερβατικό όν που μπορεί να "συνομιλεί" με ανθρώπους, θεούς και ζώα, για τα γηρατειά, την οικολογική καταστροφή, την ηθική της σφαγής των ζώων, την αξία ή όχι της καταγραφής στην τέχνη του απόλυτου Κακού, τη μη πνευματικότητα της εποχής μας. Παράλληλα, οι διακειμενικές αναφορές ήθελαν την "Αναφορά για μια Ακαδημία" του Κάφκα και τον "Οδυσσέα" του Τζόις να έχουν κεντρική θέση στην παράσταση, καθώς απαντούσαν με το δικό τους τρόπο στους προβληματισμούς του Βαρλικόφσκι, ενώ την όλη παράσταση-μεταδραματικό σχόλιο εξυπηρέτησε εύστοχα η παράλληλη δράση και κινηματογράφηση.
Καθώς η παράσταση εκτυλισσόταν σαν σε μια δαιδαλώδη διαδρομή όπου οι φιλοσοφικοί και καλλιτεχνικοί στοχασμοί λειτουργούσαν ως "σταθμοί", δεν μπορούσαμε να μην διακρίνουμε για ακόμη μια φορά το μοναδικό χαρακτηριστικό του Βαρλικόφσκι, ο οποίος πετυχαίνει ένα ιδιότυπο πάντρεμα του ρεαλισμού, όσον αφορά στους χρόνους της παράστασης και στις φυσικότατες ερμηνείες, και της συμβολικής πύκνωσης, καταφέρνοντας να εγείρει σκέψεις και ερεθίσματα μέσα από τη δημιουργία συγκεκριμένων εικόνων, από τη στοχευμένη λειτουργία της μουσικής και από τον συνεχή ανοιχτό διάλογο με δεκάδες αναφορές από κάθε πεδίο της τέχνης. Την ίδια στιγμή όμως οι βασανιστικά αργοί ρυθμοί της παράστασης, η στατική σκηνοθεσία, οι ελάχιστες σκηνές όπου υπήρχαν ζωηρή δράση και σκηνικό ενδιαφέρον (και όχι απλώς ερεθίσματα για τη σκέψη), έκαναν την παράσταση να εκτυλίσσεται ως ένα περίκλειστο διανοητικό δημιούργημα που κράτησε αποστάσεις από την ψυχή της πλατείας.
Περισσότερες πληροφορίες
Επτά μαθήματα και πέντε παραβολές
Μπορεί η τέχνη να σώσει τον κόσμο; Ή μήπως η επιθυμία των καλλιτεχνών να μιλήσουν «μέσα από την τέχνη» και να αφήσουν το στίγμα τους είναι απλώς ουτοπική; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει η Ελίζαμπεθ Κοστέλο, ηρωίδα μυθοπλασίας του Νοτιοαφρικανού νομπελίστα Τζ. Μ. Κουτσί, στον δημιουργό της, πάνω σε τρία έργα του οποίου βασίζεται αυτή η διεθνής παραγωγή (συγκεκριμένα τα «Ελίζαμπεθ Κοστέλο», «Ένας αργός άνθρωπος» και «Moral tales»). Σύμφωνα με τον Κουτσί, η Ελίζαμπεθ Κοστέλο εισβάλλει στη φαντασία του και στα γραπτά του, και στη συνέχεια χρησιμοποιεί τη φωνή του για να μιλήσει για τη φιλοσοφία, το περιβάλλον, για κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα, ή να ευαισθητοποιήσει για την κακοποίηση των ζώων, την κοινωνική αδικία και τον αποκλεισμό των ηλικιωμένων και των αναπήρων. Ο Πολωνός ανατρέχει σταθερά στο έργο του Κουτσί. Η Κοστέλο φαίνεται να στοιχειώνει και το θέατρό του, καθώς έχει ήδη εμφανιστεί σε πέντε παραστάσεις του μέχρι στιγμής – άλλοτε αυτοπροσώπως και άλλοτε ως αναφορά. Όμως είναι η πρώτη φορά που της αφιερώνει ένα ολόκληρο έργο και την καθιστά κεντρικό πρόσωπο της νέας του παράστασης.