Το θέατρο της "χαμένης γενιάς" κατακτά τις εγχώριες σκηνές, ήσυχα αλλά σαρωτικά: ακριβώς όπως η γενιά των δημιουργών του που προσπαθεί να σταθεί σε έναν συνεχώς ανατρεπόμενο κόσμο. Μιλήσαμε με τους ανθρώπους που καταθέτουν τα βιώματά τους για να κρατήσουν στη συλλογική μνήμη την ιστορία των millennials, τις προσδοκίες, τα βιώματα και τις απογοητεύεις τους. Βρείτε εδώ το αναλυτικό ρεπορτάζ για τη νέα θεατρική τάση και διαβάστε παρακάτω όσα μας είπαν σχετικά ο Γιάννης Παναγόπουλος, σκηνοθέτης του "Καύσωνα", της νέας παράστασης στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (από 30/3), και η Βίβιαν Στεργίου, η συγγραφέας σε κείμενα της οποίας από τις συλλογές "Μπλε υγρό" και "Δέρμα" βασίστηκε το κείμενο της παράστασης.
Γιατί επιλέξατε τα συγκεκριμένα διηγήματα και πώς προέκυψε η συνεργασία μεταξύ σας ώστε να συνθέσετε τον "Καύσωνα";
Γιάννης Παναγόπουλος: Η συνεργασία μου με τη Βίβιαν ξεκινάει το 2018 όταν είχαμε πρωτοσυναντηθεί για να οραματιστούμε την παράσταση "Μπλε υγρό ή ο ουρανός δεν φαίνεται καλά από τη Σόλωνος" που παίχτηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Έκτοτε μας συνδέει μια στενή φιλία και ήταν μια ανάγκη μας να βρεθούμε ξανά και να δημιουργήσουμε μαζί, αυτή τη φορά, ένα καινούργιο υλικό μιας παράστασης. Έτσι οδήγηθηκαμε μετά από σχεδόν ένα χρόνο προετοιμασίας στην παράσταση του "Καύσωνα".
Για τα διηγήματα από τα βιβλία "Μπλε υγρό" και "Δέρμα" εμπνέεσαι από προσωπικά βιώματα;
Βίβιαν Στεργίου: Ναι, φυσικά. Κι αυτοί που γράφουν επιστημονική φαντασία εμπνέονται από προσωπικά βιώματα. Κοιτάζω τους ανθρώπους γύρω μου, κοιτάζω μέσα μου και προσπαθώ να γράψω.
Η μουσική αλλά και διαφορετικά μέσα (όπως video, στην περίπτωση του "Καύσωνα") έχουν ισχυρό ρόλο στις παραστάσεις που αφορούν ή δημιουργούνται από millennials. Ποιες είναι οι επιρροές στη μουσική της παράστασης, αλλά και πώς βλέπεις την ανάγκη για χρήση διαφορετικών media πλέον στο θέατρο.
Γ.Π.: Ολη η δημιουργική ομάδα έχει αυτές τις επιρροές γιατί είναι millennials. Στη μουσική που έχει γράψει ο Jeph Vanger για μας, συνυπάρχει παραδοσιακή μουσική με τέκνο κομμάτια και έντονες ποπ επιρροές, γιατί σ’ αυτούς τους μουσικούς τόπους έχουμε κι εμείς μεγαλώσει.
Όσον αφορά τη χρήση διαφορετικών μέσων στο θέατρο, εφόσον οι εποχές έχουν αλλάξει και οι κοινωνίες έχουν δομηθεί με τέτοιο τρόπο που η χρήση των οπτικών μέσων είναι πια άρρηκτα συνδεδεμένη με την καθημερινότητά μας, είναι λογικό τέτοια μέσα να χρησιμοποιούνται και στην τέχνη.
Πώς επηρέασε η τηλεόραση, πρώτα, και τα social media, έπειτα, την ψυχολογία των millennials;
Β.Σ.: Εμένα η τηλεόραση λίγο. Είμαι σίγουρη, όμως, ότι ως γενιά μάς έχει επηρεάσει όλη αυτή η σαχλαμάρα που μετά εντατικοποιήθηκε και επιταχύνθηκε και τώρα έχει γίνει content. Αηδία. Όταν ήμουν μικρή δεν μ’ ενδιέφερε όλη αυτή η σαπίλα. Δεν έβλεπα σαπίλες αλλά διάβαζα, όσο ποζέρικο κι αν ακούγεται. Τα σόσιαλ επηρεάζουν όλους, όπως και εμένα, γιατί δεν είμαι τόσο στον κόσμο μου όσο όταν ήμουν παιδί. Τα μιλένιαλς, ειδικά τα μικρά, νομίζω είναι κάπως πιο έξυπνα στη χρήση των σόσιαλ, πάντως, επειδή καταλαβαίνουν ότι αυτά τα περιβάλλοντα είναι σαν το κάπνισμα ή σαν τα games. Δεν νομίζουν για παράδειγμα ότι είναι το απαύγασμα της δημοκρατίας το να μαλώνεις στα σχόλια. Εμένα με ξεκουράζει αυτή η συνειδητοποίηση. Κατά τ’ άλλα, οκ, το ξέρετε, υπάρχουν προβλήματα με την εστίαση της προσοχής κλπ. Και ψυχολογικά. Και αυτοδιάγνωση. Και διαρκής αυτοσκηνοθέτηση.
Γ.Π.: Η αλήθεια είναι ότι η τηλεόραση υπήρξε αυτό το μέσο που πρώτα μας διαπαιδαγώγησε. Πολύ αργότερα εμφανίστηκαν τα social media, παρ' όλα αυτά έχουν επηρεάσει σε φοβερό βαθμό τη ζωή μας γιατί η διάχυση της πληροφορίας είναι τόσο μεγάλη και γρήγορη, που καθένας μας μπορεί να έρθει άμεσα σε επαφή με στοιχεία, τα οποία παλιότερα να μην φανταζόταν καν.
Ποια είναι τα βασικά θέματα που απασχολούν τους millennials γενικά, και τους ήρωες των διηγημάτων και της παράστασής σας ειδικότερα; Είναι το θέμα της ταυτότητας ένα από αυτά;
Β.Σ.: Όχι, δεν ασχολούμαστε με ταυτότητες στην παράσταση. Εμείς θέλουμε να ανοίξουμε την επικοινωνία μεταξύ μας και με το κοινό, να μπούμε σε μία συζήτηση ξεκινώντας απ’ το προσωπικό και καταλήγοντας στο συλλογικό. Στα διηγήματά μου δεν με νοιάζει να συρρικνώσω την αντίληψη, αλλά, αν μπορώ να την επεκτείνω, να μεγαλώσω τον ορίζοντα, πρωτίστως τον δικό μου, να καταλάβω αυτά που δεν καταλαβαίνω, στα οποία περιλαμβάνομαι κι εγώ η ίδια, αλλά και οι άνθρωποι γύρω μου, αυτά τα μυστήρια. Η λογοτεχνία είναι για να φτιάχνει οικειότητα και ενσυναίσθηση.
Είπα τη δεύτερη συλλογή "Δέρμα", και έχουμε και μες στην παράσταση μία στιγμή (δεν κάνω πολύ σπόιλ) με εκτεθειμένα τα δέρματα των ερμηνευτών και είναι σαν να λέμε κάτι εκεί για τους ανθρώπους που έρχονται κοντά. Συμφωνούμε όλοι ότι μάς απασχολεί αυτό το όριο, είναι ένα σύνορο, το οποίο όμως δεν κρύβει πραγματικά τα συναισθήματά του, κοκκινίζει, ερεθίζεται, πασχίζει να αγγιχτεί. Για εμάς όλ’ αυτά έχουν αξία και έχουν μπει στην παράσταση. Δεν κοιτάμε τι χωρίζει ακριβώς τους ανθρώπους, αλλά ποια είναι η κοινή ουσία ή τι φαντασιοπληξία τους κάνει να νιώθουν πολύ μεγάλοι και πολύ σημαντικοί, αλλά αυτό είναι επειδή η παράστασή μας είναι και αστεία ή ίσως κυρίως αστεία. Ελπίζω δηλαδή. Κι ελπίζω πως κι αυτά που γράφω είναι αστεία. Εκεί, στο χιούμορ, υπάρχει πολύς χώρος να πεις για τις διαφορές σου με τους άλλους, κυρίως αυτές που σού προσδίδουν ανωτερότητα. Ή κι αυτές τις διαφοροποιήσεις που φτύνουμε σαν κουκούτσια στο πρόσωπο των άλλων, τις ταυτότητες, που τις ρίχνουμε σαν χαρτιά ή σαν μπουνιές: αυτό μού φέρνει γέλιο, προφανώς γιατί το χω κάνει κι εγώ πολύ, να πω σε κάποιον π.χ. "δεν μετράς, είσαι λευκός στρειτ άντρας". Είναι γελοίο. Άρα έχει χώρο σ’ αυτά που γράφω.
Πίσω στην παράσταση, πάντως, αποδομούμε σίγουρα την εθνική ταυτότητα όπως μας τη δώσανε. Τους μεγάλους Αλέξανδρους που κατακτούνε την παγκόσμια αγορά καλπάζοντας, αλλά και το αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι που εγώ προσωπικά θα ήθελα να πεθάνει και λίγο, για να βγει τίποτα άλλο πιο ουσιαστικό από τα συντρίμμια.
Γ.Π.: Οι millennials, ειδικά στην περίπτωση της ελληνικής πραγματικότητας, είναι η πρώτη γενιά που βρίσκεται σε χειρότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με αυτή των γονιών της. Είναι μια γενιά που έχει βρεθεί σε μια ενδιάμεση συνθήκη μέσα στα χρόνια της κρίσης, έχασε ίσως πολλές ευκαιρίες όταν θα μπορούσε να τις αδράξει και να διεκδικήσει πολύ το χώρο της. Ίσως να γερνάμε πολύ πιο γρήγορα και να έρχονται οι επόμενες γενιές μπροστά μας. Τα ζητήματα που αντιμετωπίζει, πέρα από αυτό του βιοπορισμού που είναι πολύ σημαντικό, είναι το αν υπάρχει χώρος να οραματιστούν ένα καλύτερο μέλλον· ακόμα και αυτό έχει να κάνει με το πώς αυτοπροσδιορίζεται ένας άνθρωπος.
Πώς τους εγκλωβίζει η "αγία ελληνική οικογένεια", όπως εύλογα την χαρακτηρίζετε; Μένουν παγιωμένοι σε μια παιδική ηλικία;
Γ.Π.: Είναι τόσο έντονοι οι "κανόνες”, οι σχέσεις και τα δίκτυα που αναπτύσσονται στις ελληνικές οικογένειες, που μπορεί πολλές φορές να καταπιέσουν τα άτομα, να μην τους δώσουν την ελευθερία να οραματιστούν τον εαυτό τους έξω από αυτά τα στενά πλαίσια. Έτσι, λογικό είναι καμιά φορά να παγιδεύεσαι όντως σε μία παιδική ηλικία, αφού δεν σου δίνεται η δυνατότητα να ενηλικιωθείς και να αντιμετωπίσεις μόνος σου μια πραγματικότητα πέρα από αυτό το φίλτρο που σου έχει τοποθετηθεί μέσα στην οικογένειά σου.
Β.Σ.: Εμένα γενικώς μ’ απασχόλησε η ελληνική οικογένεια τόσο στο "Μπλε υγρό" όσο και στο "Δέρμα". Μιλάμε για την αγία ελληνική οικογένεια, γιατί είναι η οικογένεια μας και το να την καταλάβουμε και να τη δούμε είναι κομμάτι του να καταλάβουμε τον τόπο μας και εμάς τους ίδιους. Κατά τ’ άλλα, ως αγία, σίγουρα ήταν και είναι κάτι καταπιεστικό, μία βιτρίνα που από πίσω γίνονται διάφορα μικρά και μεγάλα δράματα. Κλειστοφοβία σε λίγα τετραγωνικά ή σ’ έναν απέραντο χώρο, για παράδειγμα σε μία παραλία μ’ ανθρώπους που δεν συμπαθείς πολύ.
Όμως, η αγία ελληνική οικογένεια είναι και οι γυναίκες που μάς φροντίσανε, μάς δείξανε πώς να σιωπούμε και να δουλεύουμε και πώς να κοιτάξουμε να ζήσουμε καλά. Τους χρωστάμε διάφορα και στην παράσταση έχουν κεντρικό ρόλο, γιατί κάπως συναντηθήκαμε σ’ αυτό όλοι οι συντελεστές. Δεν είμαστε μόνο κράξιμο, αλλά και αγάπη. Ο κόσμος που έχει συνθέσει ο Γιάνης και οι ερμηνευτές έχει πολλές θερμοκρασίες. Η αμφιθυμία μας απέναντι στην οικογένεια και την ίδια τη χώρα νομίζω έχει βγει πολύ καλά στο έργο.
Τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια ανάγκη για επαναπροσδιορισμό και αυτοπροσδιορισμό; Από ποιους λόγους προκύπτει;
Γ.Π.: Επειδή τα προηγούμενα χρόινια αποτύχαμε σε πάρα πολλά πεδία, καλό θα ήταν να επαναδιαπραγματευτούμε τους στόχους και τα επιτεύγματά μας. Μάλλον για να μην έχουν βγει σε καλό, χρειάζεται να τα επαναπροσδιορίσουμε. Χάρη και στην πρωτοφανή διάχυση πληροφορίας, οι άνθρωποι μπορούν να αντιληφθούν τον εαυτό τους με νέους τρόπους. Μία τέτοια διαδικασία μπορεί να μόνο να με χαροποιεί, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι τα πράγματα δεν παραμένουν στάσιμα. Οι αλλαγές μπορούν να επιφέρουν ουσιαστικότερες εξελίξεις.
Β.Σ.: Μεγαλώνουμε και μάλλον πρέπει να βρούμε μια δική μας γλώσσα να μιλήσουμε με τον δικό μας τρόπο. Κατά τ’ άλλα, σιγά τη μεγάλη ανάγκη. Εγώ δεν νομίζω ότι επαναπροσδιορίζονται αρκετά πράγματα. Ούτε νομίζω πως κάθεται ο άλλος να αφιέρωσει και πολύ χρόνο να σκεφτεί πού πάει το πράγμα, ο ίδιος, η χώρα. Όλα θέλουν διαρκή αναστοχασμό, αλλά δεν τον βλέπω να γίνεται.
Γιατί θεωρείτε ότι χαρακτηρίζονται "χαμένη" ή "αδικημένη" γενιά; Εσείς πώς θα τους χαρακτηρίζατε;
Β.Σ.: Αυτά τα "χαμένη" και "αδικημένη" μου φαίνονται τόσο μελοδραματικά που σίγουρα δεν τα συμμερίζομαι. Αδικημένη από ποιον; Από τους προηγούμενους; Πάνε αυτοί, εμείς τι κάνουμε; Το "αδικημένοι" πάντα μού την έσπαγε. Είναι σαν να σου κόβουν τα φτερά. Σαν να σου λένε πάρε την αδικία σου αγκαλιά και κλάψε· κι εμένα δεν μ’ αρέσει η κλάψα. Δεν θα έβαζα έναν χαρακτηρισμό, γιατί δεν μπορείς να κλείσεις σε μία λέξη όλα αυτά που είναι μια γενιά. Έχω γράψει κάμποσες χιλιάδες λέξεις πάνω σ’ αυτό και πάλι δεν νιώθω ότι έχω αγγίξει την ουσία, κάνω βόλτες γύρω γύρω, προσπαθώ.
Γ.Π.: Μπορώ να φανταστώ γιατί ονομαζόμαστε έτσι, ακριβώς γιατί οι γεννημένοι το 1980, μόλις έφτασαν στην πολύ γόνιμη περίοδο των 20 έως 40, αντιμετώπισαν μία μακραίωνη κρίση και δεν είχαν τις ευκαιρίες των προηγούμενων γενεών. Δεν θα ήθελα όμως να μας χαρακτηρίσω "χαμένη" γενιά. Απεναντίας, έχουμε μάθει και καταφέρει πάρα πολλά σε αυτή την περίοδο, οπότε μπορούμε να γίνουμε παράδειγμα για τους επόμενους. Μόνο αισιόδοξος μπορώ να είμαι και να βλέπω με χαρά τους ανθρώπους να εξελίσσονται. Θαυμάζω τις γενιές που έρχονται, ακόμα κι αν αντιμετωπίζουν τα πράγματα με έναν κυνισμό, ή ίσως ακριβώς γι αυτό.
Ποιο είναι το πιο millennial πράγμα που μπορείτε να σκεφτείτε;
Β.Σ.: Το nesquik. Το nintendo. Το διαρκές πήγαινελα, Ελλάδα-εξωτερικό, Ελλάδα-εξωτερικό. Τ’ αεροδρόμια. Τα δέρματα που εκδηλώνουν τα συναισθήματα που δεν κάνει να τα πεις, γιατί είσαι πολύ κουλ κι ας τη βγάζεις μόνος στο πιο τέλειο μπαρ του κόσμου με την πιο τέλεια corporate δουλειά.
Γ.Π.: Τα μεγάλα όνειρα, οι μεγάλες προσδοκίες, οι μεγάλες απογοητεύσεις, οι μεγάλες ενοχές. Γενικά ένα πολύ μεγάλο rollecoaster!
Υπάρχει σ’ αυτήν τη γενιά χώρος για χαρά;
Β.Σ.: Φυσικά, γιατί να μην υπάρχει; Από πού κι ως πού; Απλώς η χαρά είναι δυσκολότερη στη γραφή της και έχει μια εγγενή ποιητικότητα κι επίσης κανείς δεν εστιάζει σ’ αυτήν όταν μιλάει για ένα βιβλίο. Αλλά νομίζω ότι, τουλάχιστον, όπως το βλέπω εγώ, η χαρά είναι εκεί, σε μια βόλτα στην πόλη όταν στάζουν τα κλιματιστικά, σε ένα άραγμα στην κρυφή παραλία, σ’ ένα αστείο. Εκεί είναι η χαρά, φυσικά.
Γ.Π.: Δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να είναι η ζωή ενός ανθρώπου χωρίς την ελπίδα που του δίνουν οι στιγμές χαράς. Πώς μπορείς να σηκωθείς από το μαξιλάρι σου το πρωί και να συνεχίσεις τη ζωή σου; Απεναντίας νιώθω ότι μπορεί να είναι ουσιαστική και βαθιά οι χαρά που μας συνδέει με τους ανθρώπους που συναντιόμαστε και συναναστρεφόμαστε.
Είστε αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι για το μέλλον των millennials; Ποιος θα είναι τελικά ο δικός τους "παράδεισος";
Β.Σ.: Είμαι αισιόδοξη από τη φύση μου, για όλα τα πράγματα, και μ’ έχει βοηθήσει. Ο παράδεισος είναι διαφορετικό πράγμα για τον καθένα και υπάρχουν τόσοι πολλοί στις θρησκείες, στις τέχνες κλπ. Μάλιστα συζητώντας με την ομάδα της παράστασης αυτό το θέμα ήταν τόσες πολλές οι απόψεις, οι προσωπικότητες, οι οπτικές, άρα τι να σου πω... Για μένα ο παράδεισος έχει πολύ απλά υλικά.
Γ.Π.: Αισιόδοξος είμαι φύσει και θέσει. Μόνο αισιόδοξα βλέπω τα πράγματα μπροστά μου, ακόμα και με τις δυσκολίες που μπορεί να αχνοφαίνονται. Νιώθω ότι υπάρχει χώρος να δημιουργεί μια βάση μιας τεράστιας αλλαγής. Πιστεύω στη γεννιά μου και στους ανθρώπους γύρω μου και τελικά δεν χρειάζεται να δημιουργούμε τεράστιες προσδοκίες· είδαμε πού μας οδήγησε. Ας δημιουργήσουμε τους παραδείσους που μπορούμε να φτιάξουμε, κι ας είναι αυτοί μέρος από μια μεγαλύτερη ουτοπία για τις επόμενες γενιές.
Πώς σχολιάζετε την άνθιση παραστάσεων και πρωτότυπων έργων τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα με αυτή τη θεματική;
Γ.Π.: Το θέατρο αυτό που πάντα έκανε ήταν να αποτυπώνει τις αγωνίες που έχουν οι εκάστοτε κοινωνίες. Αφού αυτά τα θέματα μας αφορούν, δεν μπορούμε παρά να μιλήσουμε για αυτά. Το βρίσκω απολύτως λογικό, γόνιμο και ελπιδοφόρο. Από εκεί και πέρα, έχει να κάνει και με το καλλιτεχνικό φίλτρο με το οποίο κανείς επεξεργάζεται την πραγματικότητά του.
Β.Σ.: Οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες θέλουν να εκφραστούν, μα μιλήσουν για τη ζωή τους τώρα, για τη Σόλωνος, την Αθήνα, τις διακοπές τους στην Εύβοια ή για όσα ήλπισαν και δεν έγιναν ή για όσα παρατηρούν. Είναι πολύ λογικό. Εγώ έχω άλλη απορία, απ’ την ανάποδη: Γιατί διαρκώς η αναπαράσταση της δικής μας ζωής να περνά μέσα από διαθλάσεις, σαν να μην έχουμε ζωή εμείς που έχει αξία να καταγραφεί στη σύγχρονη λογοτεχνία και μετά να αναπαραχθεί στο θέατρο; Δηλαδή, δεν μου κάνει καμία εντύπωση που οι Έλληνες μιλένιαλς θέλουν να πουν τα δικά τους, να μιλήσουν για τη δική τους ζωή, με τις δικές τους λέξεις και εμπνεύσεις. Κάθε άλλο. Θέλουμε κι άλλο. Και προφανώς η ενέργεια των ηθοποιών σε ό,τι αφορά την αναπαράσταση τέτοιων εμπειριών διοχετεύεται στο θέατρο, γιατί η τηλεόραση έχει κολλήσει στην προσπάθεια να μάς πείσει πως οι ζωές μας δεν χρειάζεται να αναπαρασταθούν, πως πρέπει να νοσταλγούμε την επιστροφή σε μία επαρχιακή εδέμ με ήθη και έθιμα άλλα ντ’ άλλων. Η ανάγκη να μιλήσεις με δικές σου λέξεις για το εδώ και το τώρα υπάρχει και θα παράγει έργα που ανάλογα με τη φιλοπονία, το ταλέντο και την επιδεξιότητα των συντελεστών θα είναι καλά, μέτρια ή αδιάφορα.
Περισσότερες πληροφορίες
Καύσωνας
Αντλώντας δραματουργικό υλικό από τις συλλογές διηγημάτων της Βίβιαν Στεργίου, «Μπλε Υγρό» και «Δέρμα», η παράσταση συνθέτει μια φαντασιακή εθνογραφία για έναν κόσμο που οδεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το τέρμα. Μικρές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, σ’ ένα πλαίσιο που διαρκώς στενεύει. Με τα πρόσωπα να γραπώνονται απ’ τις τελετουργίες τους. Με την επικοινωνία τους να θρυμματίζεται. Μια παράσταση για το μεγάλο άραγμα κάτω από τον καυτό μεσογειακό ήλιο μέχρι τη μεγάλη στιγμή ή το μεγάλο τέλος. Στη διάρκεια μιας καυτής καλοκαιρινής μέρας, με βρόμικα εξοχικά, ζεστές θάλασσες και γυμνά σώματα, μια ζωντανή πινακοθήκη αντιηρωικών προσώπων κάθεται προσεκτικά στα τραπέζια της αγίας ελληνικής οικογένειας, ανάμεσα σε σεμεδάκια, τηλεοράσεις, κουκούτσια, ζουμιά και όσα δεν κάνει να βλέπουμε.