Είκοσι πέντε χρόνια συνεργασίας έχουν συμπληρώσει η Ελένη Σκότη και ο Γιώργος Χατζηνικολάου, δημιουργοί και μέλη της ομάδας Νάμα. Τις πρώτες παραστάσεις τους, η Ελένη Σκότη ως σκηνοθέτρια και ο Γιώργος Χατζηνικολάου ως σκηνογράφος, τις έδωσαν στο θέατρο Πολιτεία κι έπειτα στον Φούρνο, επιλέγοντας ένα ρεπερτόριο Αμερικανών συγγραφέων σύγχρονο και πρωτόπαιχτο στην Ελλάδα: Λέοναρντ Μέλφι, Ντέιβιντ Μάμετ, Έρικ Μπογκοσιάν. Τα ανεβάσματά τους στα έργα του τελευταίου, "Suburbia" και "Sex drugs and rock n roll", συγκέντρωσαν κοντά τους μια πιστή ομάδα θεατρόφιλων, που τους ακολούθησε όταν στεγάστηκαν στη σταθερή πια, από το 2001, έδρα τους στον Κολωνό, μια "δύσκολη" πλευρά της πόλης, σίγουρα όχι αναμενόμενη, αν τη συγκρίνουμε με τις καθιερωμένες θεατρικές πιάτσες της Κυψέλης, της Πατησίων ή του κέντρου, που όμως κατόρθωσε να γίνει και να παραμείνει σημείο αναφοράς στη θεατρική Αθήνα. Η Ελένη Σκότη θυμάται πως η εγκατάστασή τους στο Επί Κολωνώ ήταν "μια ωραία συγκυρία", που βρήκε αμέσως ανταπόκριση: "Ο κόσμος μάς ήξερε από τον Φούρνο και, όταν ήρθαμε εδώ, ήρθε μαζί και το κοινό μας. Καταλάβαμε τότε ότι είχαμε ήδη αποκτήσει τους θεατές μας", λέει και συμπληρώνει με συγκίνηση πως αρκετοί από αυτούς έχουν μεγαλώσει μαζί τους: "Ακόμη μας μιλούν για τις πρώτες μας παραστάσεις". Παράλληλα, υπάρχει και ένα κομμάτι του κοινού που ανανεώνεται, επισημαίνει ο Γιώργος Χατζηνικολάου: "Τις παραστάσεις μας τις παρακολουθούν θεατές όλων των ηλικιών, αλλά κυρίως μας ανακαλύπτουν νέοι, και από αυτούς κάποιοι φέρνουν και τους γονείς τους", εξηγεί. Η επαφή τους με τη νέα γενιά είναι συνεχής, πάντως, τόσο χάρη στα μαθήματα υποκριτικής που παραδίδει η Ελένη Σκότη όσο και στο Off Off Festival που διοργανώνουν με συνέπεια από το 2008, δίνοντας βήμα σε νέες θεατρικές ομάδες να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. "Οι νέοι σε φέρνουν συνεχώς στο τώρα. Και είναι σημαντικό να έχεις αυτό το σημείο αναφοράς, ώστε να μην απομονωθείς", λέει η Σκότη.
Το ρεπερτόριό τους, ελληνικό και ξένο, διακρίνεται από –λιγότερο ή περισσότερο έντονο– κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό, οπότε αναρωτιέμαι αν στην επιλογή των έργων θέτουν αυτό το στίγμα ως πρώτη προτεραιότητα. Φαίνεται, όμως, ότι πρόκειται για μια διαδικασία που προκύπτει μάλλον υπόγεια, εξηγεί η Σκότη: "Διαβάζουμε κάθε χρόνο πάρα πολλά κείμενα και καταλήγουμε σε αυτό που θα μας κάνει κλικ", λέει. "Σίγουρα έχουμε μια αγάπη προς την πολιτική και την κοινωνιολογία", συμπληρώνει ο Χατζηνικολάου, "αλλά δεν μας αρέσει το ευθέως πολιτικό. Δεν θέλουμε να μπορεί να ταυτιστεί ευθέως με μια ιδεολογία ή ακόμη περισσότερο με ένα κόμμα. Μας αρέσει η ψυχολογία, η κοινωνιολογία και η ανθρώπινη φύση, όπως κατά καιρούς κάποια υπαρξιακά θέματα, και κάπως έτσι προκύπτουν οι επιλογές μας", εξηγεί. Φέτος, η σεζόν ξεκίνησε με την επανάληψη το "Γάμου", του συνταρακτικού έργου του Μάριου Ποντίκα, που γράφτηκε το 1980 αλλά περιγράφει μια συνθήκη ακόμη παρούσα. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από το βιασμό μιας νεαρής κοπέλας και η δράση αφορά την αντιμετώπιση του γεγονότος από τον περίγυρό της και τους αλλεπάλληλους διαδοχικούς ψυχολογικούς βιασμούς που δέχεται από την οικογένεια, τη γειτονιά, το δικαστικό και μιντιακό σύστημα. Η Ελένη Σκότη χαρακτηρίζει το έργο "ένα έργο για το σήμερα", ενώ ο Χατζηνικολάου προσθέτει ότι πρόκειται για ένα κείμενο με μεγάλη αξία, καθώς μας μιλάει και για την προϊστορία κι έτσι μας βοηθάει να καταλάβουμε τις ρίζες του φαινομένου".
Κεντρικό εύρημα της παράστασης αποτελεί η επιλογή της σκηνοθέτριας να αναθέσει σε έναν ηθοποιό (Στέλιος Δημόπουλος) την ερμηνεία οχτώ προσώπων από τον κοινωνικό περίγυρο του έργου (δημοσιογράφος, ιατροδικαστής, συνήγορος υπεράσπισης, γειτόνισσα κ.ά.), προκειμένου να καταδείξει "την κοινωνία σε ένα μυαλό, σε ένα πρόσωπο, την κοινωνία που κουβαλάει τις ίδιες σκέψεις", όπως εξηγεί η Σκότη. "Αυτό που βλέπουμε να περιγράφει ο Ποντίκας το 1980 γίνεται ακόμη και τώρα", συμπληρώνει. "Ακούς τι λέγεται κάθε φορά που συμβαίνει κάτι. Μιλάμε δηλαδή για μια νοοτροπία που είναι βαθιά ριζωμένη. Σήμερα, βέβαια, που έχουμε περάσει ένα #metoo, συζητάμε πιο ανοιχτά, η γυναίκα δεν είναι ένα βουβό πρόσωπο, αλλά και πάλι βλέπουμε θεατές που βγαίνουν μουδιασμένοι από την παράσταση", αποκαλύπτει. Από την άλλη, για τις νεαρές ηθοποιούς του θιάσου "ήταν πρόκληση να καταλάβουν μια άλλη εποχή", συμπληρώνει ο Χατζηνικολάου, "να καταλάβουν γιατί η ηρωίδα σκύβει το κεφάλι αντί να θυμώνει, γιατί υπερισχύει η ντροπή". Κι αυτή η αλλαγή στη νέα γενιά όπως και οι φωνές ενθάρρυνσης προς κάθε θύμα να μιλήσει ίσως φέρουν κάποτε μια αλλαγή, καταλήγουν οι δύο συνομιλητές.
Αλλά και στη νέα φετινή παραγωγή τους, ο "Στέλιος Κασόνγκο", ο κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός είναι έκδηλος, αν και προς άλλη κατεύθυνση. Το έργο αφορά τα προβλήματα της αφροελληνικής κοινότητας και στηρίχτηκε ιδιαιτέρως στα προσωπικά βιώματα του Σαμουήλ Ακίνολα, ηθοποιού με ρίζες από την Κένυα και τη Νιγηρία που γεννήθηκε στον Βύρωνα και πρωταγωνιστεί στην παράσταση. Το έργο υπογράφει ο Γιώργος Χατζηνικολάου, συμπληρώνοντας το μεγάλο φάσμα των δραστηριοτήτων του στις παραστάσεις της ομάδας Νάμα, ως σκηνογράφος, ενίοτε φωτιστής, μεταφραστής και τελευταία ως έχων τη συνολική καλλιτεχνική επιμέλεια. "Δεν αποτελεί αμιγώς ντοκουμέντο, όμως τα στοιχεία από τη ζωή του Σαμουήλ συνυπάρχουν με μια μυθοπλασία, που λειτουργεί παράλληλα, ανεξάρτητα από αυτά τα βιογραφικά στοιχεία. Στην ουσία, πρόκειται για μια υβριδική σύνθεση, μια μείξη μονολόγων και δράσης, στην οποία εμπλέκεται ο ήρωας", εξηγεί. Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια, αποκαλύπτει η Σκότη, όταν ήθελε να ανεβάσει το "A lie of the mind" του Σαμ Σέπαρντ: "Αφορά δύο αμερικανικές οικογένειες και ήθελα να παρουσιάσω τη μία ως αφροαμερικανική, γιατί με απασχολούσε το θέμα του ρατσισμού και των διακρίσεων που υφίστανται οι μαύροι. Στην πορεία προέκυψε η ιδέα να γράψουμε ως Ομάδα Νάμα το δικό μας έργο για την εδώ πραγματικότητα, μια που στο μεταξύ είχαμε γνωρίσει τον Σαμουήλ", αποκαλύπτει. "Μέσα στο λοκντάουν μοιραστήκαμε πολλές συζητήσεις, ο Σαμουήλ μάς γνώρισε ανθρώπους από την αφρικανική κοινότητα κι έτσι μαζεύτηκε ένα πλούσιο υλικό. Μάθαμε πολλά, όπως για παράδειγμα ότι στην Ελλάδα ο ρατσισμός έχει άλλη μορφή από ό,τι στην Αμερική", καταλήγει.
Πολύ συχνά στην κουβέντα, οι δύο συνομιλητές αλληλοσυμπληρώνονται ή απαντούν ταυτόχρονα. Αναρωτιέμαι ποιο είναι το μυστικό αυτής της πολυετούς συνεργασίας, μια συνθήκη που δεν είναι καθόλου αυτονόητη. "Δεν φοβόμαστε τη σύγκρουση, έχουμε καταλάβει ότι δεν θα χωρίσουμε επειδή θα καβγαδίσουμε", λέει η Ελένη Σκότη, "και ξέρουμε πια και πώς να διαφωνούμε", συμπληρώνει. "Έχουμε καταλάβει ότι κάτι καινούργιο γεννιέται μέσα από τη διαφωνία. Επίσης, με τα χρόνια έχουμε αποκτήσει έναν κοινό κώδικα. Και όσο εγώ είμαι πιο παρορμητική, λειτουργώ ενστικτωδώς, ο Γιώργος είναι το λογικό στοιχείο. Σαν να αποτελούμε μαζί το αριστερό και το δεξί κομμάτι ενός εγκεφάλου", λέει. Ο Γιώργος Χατζηνικολάου από την πλευρά του επισημαίνει ότι υπάρχουν πολλά κοινά σημεία στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη ζωή και το θέατρο και προσθέτει: "Ο ένας μαζεύει τον άλλο προς μια πορεία που χαράσσουμε μαζί. Έχουμε μια διελκυστίνδα και ο καθένας από τη μεριά του την κρατάει σε μια ισορροπία. Βρίσκουμε τη μέση οδό, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον", ενώ και οι δύο επισημαίνουν πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει ενθάρρυνση, υποστήριξη, σεβασμός και θαυμασμός μεταξύ τους, ενώ δεν παραλείπουν να αναφερθούν στον πολύτιμο ρόλο της Μαρίας Αναματερού, που ως τρίτος πόλος "επηρεάζει και ισορροπεί τα πράγματα, βάζει μια τάξη".
Σύντομα αναμένεται (από τις 30/11) η νέα παραγωγή της ομάδας, που θα τους ξαναφέρει στο Σύγχρονο Θέατρο (όπου παίχτηκαν οι παραστάσεις "Με λένε Έμμα", "Οι λαντζέρηδες" κ.ά.), με το σύγχρονο έργο του Φλοριάν Ζελέρ, "Ο πατέρας". Γνωστό ίσως από την κινηματογραφική εκδοχή όπου πρωταγωνίστησε ο Άντονι Χόπκινς (κερδίζοντας το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου), το έργο μιλάει για την ανατροπή ισορροπιών μέσα σε μία οικογένεια, όταν ο πατέρας νοσήσει από άνοια. "Ήθελα πολλά χρόνια να ανεβάσω αυτό το έργο, σχεδόν από όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, το 2014", λέει η Ελένη Σκότη, επισημαίνοντας πως πρόκειται για ένα βαθιά ανθρώπινο έργο: "Μιλάει για την άνοια, βεβαίως, που είναι μία ασθένεια, αλλά προσωπικά δεν θα είχα επιλέξει ένα έργο επειδή μιλάει απλώς για μία ασθένεια. Δεν θα με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Ο ‘Πατέρας’ μιλάει για κάτι πολύ πιο σπουδαίο, είναι ένα βαθιά υπαρξιακό έργο, και ουσιαστικά μιλάει για τον άνθρωπο και τη μάχη του να ζήσει", αποκαλύπτει. "Παράλληλα, πρόκειται για ένα έργο με πάρα πολύ χιούμορ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ζελέρ το βαπτίζει ’τραγική φάρσα’: είναι ένα έργο των άκρων, δείχνει το τραγικό μέσα από το κωμικό και όλο αυτό ο συγγραφέας το κάνει με μεγάλη μαεστρία", συμπληρώνει. "Είναι ένα έργο που καθώς το δουλεύουμε μας κάνει να νιώθουμε γεμάτοι και γόνιμα προβληματισμένοι, αφού μιλάει ουσιαστικά για την ίδια τη ζωή, για την αγάπη, τη χαρά, το φόβο, τον έρωτα, τη λύπη, για τα πάντα". Στην παράσταση πρωταγωνιστούν ο Περικλής Μουστάκης, στο ρόλο μιας ισχυρής προσωπικότητας που πάντα επισκίαζε όλους τους άλλους, και η Ιωάννα Παππά, στο ρόλο της κόρης, που βρισκόταν πάντα στη σκιά του πατέρα της προσπαθώντας να κερδίσει την αγάπη του. "Όλο το έργο δίνεται μέσα από τη ματιά του Αντρέ", εξηγεί η σκηνοθέτρια˙ "βλέπουμε πώς σιγά-σιγά η άνοια επισκιάζει την αντίληψή του, οι μνήμες του και η αντίληψή του για το τώρα γίνονται θρύψαλα". Παράλληλα, η παρουσία τριών ακόμη ρόλων (της νοσοκόμας που φροντίζει τον Αντρέ, ενός Άντρα και μιας Γυναίκας) συνιστά ένα συγγραφικό εύρημα που προκύπτει από το θέμα της άνοιας και εμπλουτίζει το παιχνίδι μεταξύ κωμικού και δραματικού στοιχείου.
Με το νέο έτος, η ομάδα Νάμα θα παρουσιάσει το βραβευμένο με Ολίβιε έργο του Ζαν-Φιλίπ Νταγκέρ, "Αντίο κύριε Χάφμαν", στο οποίο θα πρωταγωνιστήσουν ο Αντώνης Καφετζόπουλος και ο Γιάννης Λεάκος. Διαδραματίζεται στο Παρίσι του 1941 και αφηγείται την ιστορία ενός Εβραίου κοσμηματοπώλη, που δεν προλαβαίνει να εγκαταλείψει τη χώρα κι έτσι αναγκάζεται να βρει καταφύγιο στο υπόγειο του καταστήματός του, το οποίο μόλις έχει μεταβιβάσει στον υπάλληλό του. Όταν ρωτάω αν θα δούμε ένα έργο για τις διώξεις κατά των Εβραίων ή το Ολοκαύτωμα, οι συνομιλητές μου αποσαφηνίζουν ότι πρόκειται για ένα σημαντικό έργο, που μιλάει για την εξουσία και για την ίδια την ανθρώπινη φύση. "Είναι ένα έργο που σε κάνει να αναρωτηθείς: "αν αποκτήσω ποτέ μια θέση εξουσίας, θα την εκμεταλλευτώ με άσχημο τρόπο;”. Είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα μας και είναι πολύ εύκολο να κυλήσουμε", λέει η Σκότη. Τόσο αυτό το έργο όσο και ο "Στέλιος Κασόνγκο" θίγουν το θέμα του ρατσισμού και την αίσθηση υπεροχής που έχουν κάποιοι άνθρωποι έναντι άλλων, εξηγεί ο Γιώργος Χατζινικολάου, περιγράφοντας το φετινό στίγμα του Θεάτρου επί Κολωνώ, και δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ αν θα τους ενδιέφερε να ανεβάσουν μια κωμωδία κάποια στιγμή. Η Ελένη Σκότη αποκαλύπτει ότι όσο σπούδαζε στη δραματική σχολή, η κωμωδία ήταν το αγαπημένο της πεδίο: "Μου αρέσει πάρα πολύ η κωμωδία, αλλά όταν έρχεται η ώρα να σκηνοθετήσω, πάντα πηγαίνω προς το ρεπερτόριο που συζητάμε. Ίσως επειδή στην κοινωνία εντοπίζω τόσα σοβαρά θέματα, που μια απλή κωμωδία δεν με εμπνέει. Θα σκεφτόμουν να κάνω έναν Γκόγκολ ή έναν Ντάριο Φο, αλλά ούτε αυτό έχει προκύψει ως τώρα", εξηγεί. Κατά τον Γιώργο Χατζηνικολάου, τους έλκουν κείμενα όπου το χιούμορ υπάρχει εμμέσως και υπογείως, "έργα όπου η "σοβαρή” θεματική υπερισχύει και το χιούμορ γίνεται ένα κομμάτι, δεν πρωταγωνιστεί".
Η συζήτηση στρέφεται και στο ελληνικό θέατρο, που τα τελευταία χρόνια έχει γνωρίσει πολλές δυσκολίες, από την οικονομική κρίση μέχρι την πρόσφατη πανδημία. Αλήθεια, αν μπορούσαν να αναλάβουν το Υπουργείο Πολιτισμού ή έστω να εισηγηθούν κάτι για το καλό του θεάτρου, τι θα ήταν αυτό; "Καταλαβαίνω πόσο σημαντικό είναι ένα ΥΠΠΟ και πώς με συγκεκριμένες πολιτικές μπορεί να ενισχύσει ή όχι το πολιτιστικό γίγνεσθαι, όμως η κοινωνία παράγει πολιτισμό, όχι τα υπουργεία· τα υπουργεία δημιουργούν θεσμούς, δίνουν επιχορηγήσεις, αλλά αυτό δεν είναι τέχνη, είναι υποστήριξη της τέχνης", απαντάει με έμφαση ο Χατζηνικολάου και επιλέγει να αναφερθεί στη μοναδικότητα της ελληνικής περίπτωσης, όπου ανθεί ένας τεράστιος ενδιάμεσος θεατρικός χώρος μεταξύ θεσμικών θεάτρων και πολύ πειραματικών δουλειών: "Την γκάμα της Ελλάδας, με τους τόσο αξιόλογους ελεύθερους θιάσους ρεπερτορίου μεσαίας κλίμακας, δεν τη συναντάς εύκολα έξω, ίσως μόνο στην Ισπανία, κι αυτό ήταν σίγουρα αποτέλεσμα και των επιχορηγήσεων. Υποστηρίχτηκε αυτό το θέατρο, μετά αγαπήθηκε και έκτοτε συντηρείται επί της ουσίας μόνο του. Σαν να εκφράζεται μια κοινωνία μέσω αυτού, γι’ αυτό άλλωστε δεν πτοήθηκε από την οικονομική κρίση, κρατήθηκε ζωντανό, σε αντίθεση με την πανδημία, που πραγματικά το έβλαψε. Εμένα λοιπόν αυτό το στοιχείο του ελληνικού θεάτρου, που υπάρχει ενδιάμεσα στο θεσμικό και στο πολύ πειραματικό, μου αρέσει και θα συνέχιζα να το στηρίζω με συνέπεια, αν είχα κάποια θέση εξουσίας", καταλήγει.
Για την Ελένη Σκότη, τα πράγματα ίσως είναι πιο μετρήσιμα: "Εγώ θα ήθελα να δίνονται περισσότερα χρήματα, ώστε να ενισχυθεί η έρευνα και ο χρόνος προετοιμασίας μιας παράστασης", απαντάει, "για παράδειγμα στο αρχαίο δράμα. Πλέον δεν υπάρχει η "πολυτέλεια” μιας σωστής δουλειάς. Κάποτε κάναμε τέσσερις-πέντε μήνες πρόβα, τώρα κάνουμε ενάμιση. Σε πόσο βάθος να φτάσει κανείς έτσι; Προσωπικά, μακάρι να μπορούσα να έχω οχτώ μήνες για να προετοιμάσω μια παράσταση αρχαίου δράματος. Δεν θα ήταν ωραίο οι παραστάσεις να προκύπτουν μέσα από μια ενδελεχή διαδικασία;", καταλήγει. Μια που το έθιξε, δεν θα μπορούσε να μην τεθεί η ερώτηση αν στα σχέδιά τους βρίσκεται το ανέβασμα κάποιας τραγωδίας. "Το μελετάμε", μου απαντούν και οι δύο. "Νιώθω ότι χρειάζεται χρόνος, όπως έλεγα", απαντάει η σκηνοθέτρια. "Επιπλέον, με προβληματίζει τι ύφος θα ακολουθούσα: θα ήθελα να αντλήσω από δύο άκρα και να παρουσιάσω κάτι που να είναι καινούργιο, αλλά και που κάποιος που δεν έχει δει το έργο να το χαρεί. Νιώθω ότι βρίσκομαι στο μεταίχμιο μεταξύ ενός αποδομημένου, μεταμοντέρνου ανεβάσματος και μίας "straight”, κλασικής παρουσίασης της ιστορίας. Και ενώ ως θεατής προτιμώ το πρώτο, ως σκηνοθέτριας δεν είναι αυτό το ύφος μου. Όμως το αρχαίο δράμα δεν χρειάζεται ούτε το ρεαλισμό που κάνω εγώ, οπότε θέλει σκέψη. Δεν με ενδιαφέρει να το κάνω γρήγορα, θέλω να το κάνω σωστά για μένα", συμπληρώνει.
Καθώς η κουβέντα ολοκληρώνεται, τους ζητάω να μου πουν τι είναι το θέατρο για δύο ανθρώπους που βρίσκονται τρεις δεκαετίες μέσα σε αυτό. "Μου αρέσει πάρα πολύ πως πρόκειται για μια ομαδική δουλειά που βγάζει ένα τελικό αποτέλεσμα για το οποίο έχει δουλέψει από διαφορετικά μετερίζια πάρα πολύς κόσμος", απαντάει ο Γιώργος Χατζηνικολάου. "Έχει κάτι το κολεκτιβίστικο, που μου αρέσει. Επιπλέον έχει μια μαγεία να κάνεις κάτι που ξεκίνησε χιλιάδες χρόνια πριν και, βέβαια, είναι και η επαφή με το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Κάθε φορά που ασχολείσαι με ένα έργο, ανοίγεις ένα παράθυρο σε έναν τρόπο σκέψης. Εμείς νιώθουμε ότι γινόμαστε πιο σοφοί έπειτα από κάθε παράσταση", λέει. Για την Ελένη Σκότη, το θέατρο είναι δύο πράγματα: "η ίδια η ζωή και παράλληλα ένα άλλο σύμπαν. Το παράλληλο σύμπαν βρίσκεται σε ένα μαύρο κουτί, όπου εκεί μπορείς να δημιουργήσεις τα πάντα· και η ζωή που δημιουργείται μέσα σε αυτό με κρατάει στην άλλη ζωή πολύ πιο δυνατά. Ό,τι ζω εκεί μέσα με βοηθάει να ζήσω ό,τι βρίσκεται έξω".
Περισσότερες πληροφορίες
Ο πατέρας
Ο Αντρέ, ο πατέρας, πάσχει από άνοια και αρνείται να δεχτεί τις νοσοκόμες που προσλαμβάνει η κόρη του για να τον φροντίζουν. Καθώς προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τη νέα του κατάσταση, αρχίζει να αμφισβητεί τους αγαπημένους του, την πραγματικότητα γύρω του, ακόμα και το ίδιο το μυαλό του. Η κόρη του, από την άλλη μεριά, αναζητά τις δικές της ισορροπίες στη ζωή της, προσπαθώντας παράλληλα να ανταποκριθεί στο καθήκον της να φροντίσει τον ηλικιωμένο της πατέρα. Η μεταβαλλόμενη πραγματικότητα στο σπίτι, θα ειδωθεί από την οπτική γωνία του πατέρα, οδηγώντας τον θεατή σε μια διττή εμπειρία, αφενός της σύγχυσης του μεταξύ συναίσθησης της πραγματικότητας και διαστρεβλωμένων εντυπώσεων και αφετέρου εκείνης των κωμικοτραγικών στιγμών που συνεπάγονται.
Ο γάμος
Μια νεαρή κοπέλα βιάζεται και ό,τι ακολουθεί είναι οι αλλεπάλληλοι «βιασμοί» της από την οικογένεια, την κοινωνία, τους εκπροσώπους της δικαιοσύνης. Η ίδια βρίσκεται «καθηλωμένη» σε όλη τη διάρκεια του έργου, αμέτοχη και ανυπεράσπιστη, ενώ παρακολουθούμε όλους τους ανθρώπους γύρω της να έχουν λόγο και άποψη γι’ αυτό που της συνέβη και δικαιώματα πάνω στο σώμα της, που γίνεται ένα πεδίο συγκρούσεων. Η υποκρισία οδηγεί στη συμβιβαστική λύση του γάμου της με τον βιαστή της και την ίδια στην αυτοπυρπόληση. Τυλιγμένη ολόκληρη σε επιδέσμους λόγω των καθολικών εγκαυμάτων, παραμένει βουβή μέχρι τέλους στην αίθουσα δικαστηρίου, αρνούμενη να ενδώσει σε οποιαδήποτε συναινετική συμμετοχή της και γίνεται το τραγικό σύμβολο της αξιοπρέπειας απέναντι σε κάθε είδους βιασμό. Ο ρεαλισμός και το ντοκουμενταρίστικο ύφος συναγωνίζονται σε αυτήν τη σκηνική απόδοση του σημαντικού νεοελληνικού έργου, που εκθέτει χωρίς ωραιοποιήσεις την κακοποίηση που επιφυλάσσει η οικογένεια και η κοινωνία στα θύματα βιασμού.
Στέλιος Κασόνγκο
Η ομάδα Νάμα παρουσιάζει την ιστορία του Χρήστου, που κληρονομεί μια ημιυπόγεια αποθήκη και ονειρεύεται στεγάσει εκεί το όραμά του για μία μουσική σκηνή. Το σχέδιο μπαίνει σε εφαρμογή, με τον Χρήστο να έχει συμπαραστάτες τη θεία του αλλά και τον αγαπημένο του φίλο, τον Στέλιο Κασόνγκο. Ο Στέλιος, μετανάστης τρίτης γενιάς από τη Βόρεια Κένυα και μεγαλωμένος στον Βύρωνα, δέχεται ενθουσιασμένος την πρόταση συνεργασίας του Χρήστου και η προσπάθεια για την δημιουργία της επιχείρησής τους ξεκινά και προχωρά μέχρι την έλευση του Άλκη, του ετεροθαλούς αδελφού του Χρήστου, που θα ανασύρει στην επιφάνεια μυστικά αλλά και δηλητηριώδεις εκφάνσεις της κοινωνίας.