"Το γάλα"
Το σημαντικό έργο του Βασίλη Κατσικονούρη ανεβαίνει στον Σταθμό (από 18/11) σε σκηνοθεσία Ερμίνας Κυριαζή και Μάνου Καρατζογιάννη. Ο δεύτερος πρωταγωνιστεί κιόλας μαζί με τη Στέλλα Γκίκα, τον Δημήτρη Πασσά και την Ελένη Σακκά, στην ιστορία της επαναπατρισμένης οικογένειας από την Τιφλίδα στην Αθήνα των 00s. Μια γυναίκα που παλεύει για την επιβίωση, ο φιλόδοξος γιος της που ετοιμάζεται να παντρευτεί την κόρη του αφεντικού του και ο ευαίσθητος αδερφός του Λευτέρης, που καταδιώκεται από "σκιές" του μυαλού του, αποτελούν την ερμηνευτική τετράδα.
"Πλατόνωφ"
Το πρωτόλειο του Τσέχοφ σκηνοθετεί ο Νίκος Καμτσής, σε μια σεζόν που χαρακτηρίζεται από έντονη παρουσία του αγαπημένου Ρώσου. Ο Μάξιμος Μουμούρης υποδύεται τον εκκεντρικό δάσκαλο που αναστατώνει τις ζωές μιας ομάδας ανθρώπων που περνούν το καλοκαίρι τους στο κτήμα ενός αποθανόντα στρατηγού: Μεταβατικές εποχές, ανεκπλήρωτοι έρωτες, μετέωροι ήρωες, υλικές και συναισθηματικές απώλειες, τα γνώριμα μοτίβα του Τσέχοφ εντοπίζονται κι εδώ. Στην παράσταση παίζουν ακόμη: Δημήτρης Φραγκιόγλου, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Θοδωρής Ελευθεριάδης, Λαμπρινή Θάνου, Ιωάννα Μυλωνά κ.ά. (Τόπος Αλλού, από 18/11)
"Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας"
Το έργο της βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας (2015) Λευκορωσίδας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς συν-σκηνοθετούν και ερμηνεύουν η Κάτια Γέρου και η Ναταλία Γεωργοσοπούλου. Καταθέτουν ένα σύγχρονο μαρτυρολόγιο για τη συμμετοχή της σοβιετικής γυναίκας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφηγούνται την τραγική ιστορία της θηλυκότητας στα πεδία των μαχών και, μεταξύ μνήμης και ιστορίας, επαναδιεκδικούν τις ζωές, τα σώματά τους, τα συναισθήματα, τους εαυτούς τους. Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη του Κυριάκου Κατζουράκη, ενώ το σκηνικό εμπνέεται από την εικαστική εγκατάστασή του "Ιερά οδός". (Φούρνος, από 18/11)
"Συνέβη στο Monterey"
Το νέο έργο του Άκη Δήμου ερμηνεύουν η Λυδία Φωτοπούλου και η Καίτη Κωνσταντίνου, όπου η ηθοποιός μιας πετυχημένης σαπουνόπερας και μια διπλωματούχος μανικιουρίστα, συναντιούνται τυχαία στις τουαλέτες ενός πολυτελούς εστιατορίου. Τη συνάντησή τους, όπου παραμονεύει το απροσδόκητο για τις ματαιώσεις των ονείρων τους, σκηνοθετεί ο Τάκης Τζαμαργιάς (Μικρό Χορν, από 20/11).
"Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος"
Την αλληγορική κωμωδία του Ιάκωβου Καμπανέλλη σκηνοθετεί ο Κώστας Παπακωνσταντίνου. Εμπνευσμένος από το ιστορικό γεγονός της πολιορκίας της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, το 305 π.Χ., ο Καμπανέλλης σχολιάζει την ψυχροπολεμική περίοδο (το έργο γράφτηκε το 1952), ενώ η παράσταση, όπου πρωταγωνιστούν οι Ελισσαίος Βλάχος, Αγγελική Μαρίνου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός κ.ά., εντοπίζει την πραγματικότητα κάθε πολέμου, όπου οι έννοιες της δημοκρατίας και της ελευθερίας θρυμματίζονται, η ανθρώπινη ζωή εκμηδενίζεται και, εις βάρος των αδυνάμων, δημιουργούνται ευκαιρίες για τους ισχυρούς. (Οlvio, από 18/11)
"Μια σεμνή πρόταση"
Στον Ιρλανδό συγγραφέα που έγινε ευρέως γνωστός από τα "Ταξίδια του Γκιούλιβερ", Τζόναθαν Σουίφτ, ανήκει το έργο που ανεβάζει η Δανάη Κατσαμένη σε θεατρική εκδοχή για ένα πρόσωπο Πρόκειται για μια δυστοπική αλληγορία της έννοιας της ανθρωποφαγίας, που στην πραγματικότητα επιτίθεται στα μειωμένα αντανακλαστικά κάθε "φιλήσυχου" –αλλά πρακτικά εφησυχασμένου– πολίτη κάθε εποχής και κοινωνίας και εδώ ερμηνεύεται από τον Αντώνη Ξένο, που υπογράφει και την ελεύθερη απόδοση. (Από Κοινού, από 19/11)
"Γλάρος"
Κι άλλος Τσέχοφ γι’ αυτή την εβδομάδα, με το κατεξοχήν έργο του που διερωτάται πάνω στο ρόλο της ίδιας της (θεατρικής) τέχνης. Ο Αλέξανδρος Διαμαντής το ανεβάζει στο Σημείο (από 18/11) σε μια νέα, απολύτως προσωπική προσέγγιση, που επιχειρεί να μιλήσει για την κοινωνία, την πίστη, την εξέγερση, την ευτυχία. Ο σκηνοθέτης σημειώνει: "Οι ήρωες αυτοί δημιουργήθηκαν 21 χρόνια πριν από μια μεγάλη επανάσταση. Άραγε σήμερα, που ξαναεμφανίζονται, τι προμηνύουν;". Πρωταγωνιστούν: Ιωάννα Μακρή, Περικλής Μοσχολιδάκης, Δανάη Παπουτσή κ.ά. (από 18/11)
Περισσότερες πληροφορίες
Συνέβη στο Monterey
Μια ηθοποιός χωρίς ρόλο και μια ανέραστη μανικιουρίστα, δυο παράφορες γυναίκες συναντιούνται στις τουαλέτες ενός πανάκριβου κοσμικού εστιατορίου. Αλήθεια, τι είναι αυτό που τους επιφυλάσσει αυτή η τυχαία συνάντηση και ανασύρουν αγγέλους για αυτοπροστασία; Απελπισμένες, αδικαίωτες, αστείες, οι δύο ηρωίδες πρόκειται να μας πουν την ιστορία τους, να ψηλαφίσουν παλιά τραύματα και καινούργιες επιθυμίες, να ξεκλειδώσουν ξεχασμένες αναμνήσεις και να ονειρευτούν αναγνωρίζοντας η μια στα γέλια αλλά και στα δάκρυα της άλλης, κάτι απ’ τον κρυφό τους εαυτό. Άραγε οι άγγελοι είναι μόνο για τους φοβισμένους; Κι ύστερα, τι; Ύστερα τις περιμένει ο δρόμος. Με καινούργιο, όμως, βήμα αυτή τη φορά.
Ο μπαμπάς ο πόλεμος
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι διάδοχοι του πολεμούν μεταξύ τους για την κυριαρχία του κόσμου. Η Ρόδος, κηρύσσοντας αυστηρά ουδετερότητα, έχει μετατραπεί σε έναν ασφαλή τουριστικό παράδεισο. Δημόσια κτίρια και ναοί έχουν μετατραπεί σε επιχειρήσεις ενώ η κυβέρνηση έχει αντικατασταθεί από το Ανώτατο Ξενοδοχειακό Συμβούλιο. Όταν ο πόλεμος μεταφέρεται στην θάλασσα, οι Ροδίτες, με τον φόβο ότι οι Μακεδόνες του Δημητρίου του Πολιορκητή πλέουν εναντίον τους, στέλνουν τον καλύτερο τους μάγειρα και την πιο όμορφη κοπέλα του νησιού για να τον ξελογιάσουν. Ο Δημήτριος όμως ερωτεύεται την Ρόδο και αποφασίζει να την κατακτήσει. Οι τουρίστες φεύγουν, ο στρατός του Δημητρίου αποβιβάζεται στο νησί, κι όταν ένας σερβιτόρος εκσφενδονίζει ένα πιάτο εναντίον τους, οι Μακεδόνες καίνε όλα τα μαγαζιά της παραλίας προς παραδειγματισμό. Ο λαός της Ρόδου τότε παίρνει τα όπλα, μαχαιροπήρουνα στην αρχή, και πολεμάει. Ο μπαμπάς της Ιστορίας ο πόλεμος έχει ξεκινήσει και όλα μέλλουν να αλλάξουν. Οι Ροδίτες αντιγράφουν τους Μακεδόνες, γίνονται άριστοι πολεμιστές και νικούν. Ο Δημήτριος ξελογιάζεται από την ομορφιά και τις χαρές της ζωής και χάνει. Η Ρόδος θα συνεχίσει να πλουτίζει αλλά πλέον μέσω μιας άλλης πιο επικερδούς επιχείρησης, της βιομηχανίας του πολέμου.
Ο γλάρος
Πέρα από το θέατρο, πέρα από τη λογοτεχνία, πέρα από τον έρωτα, η παράσταση αυτή σκοπεύει να μιλήσει για την κοινωνία και ταυτόχρονα για τον εαυτό: ο Θεός – η απουσία του. Η πίστη – η δοκιμασία της. Η εξέγερση – η προετοιμασία της. Η ευτυχία – η ανάμνησή της. Η ποίηση – η επιβίωσή της. Πώς παλεύουμε με τα κύματα του ανεξάντλητου Κόσμου; Τι αφήνει πίσω του το πέρασμά μας από τη ζωή; Υπάρχει ελπίδα για τους δυστυχισμένους; Όλοι οι ήρωες ερωτεύονται κι απογοητεύονται. Εκρήγνυνται, φωνάζουν και κλαίνε κι έπειτα χορεύουν όλοι μαζί, αγαπημένοι πάλι. Αστειεύονται με θάρρος κοιτάζοντας την καταστροφή και τον θάνατο. Αυτοί οι ήρωες δεν είναι ούτε θεοί, ούτε βασιλιάδες, ούτε πολεμιστές. Είναι όπως ένα μερμήγκι που κατεβαίνει τον τοίχο – χωρίς καθόλου αλαζονεία πως τάχα επιτελούν έναν άθλο. Οι ήρωες αυτοί δημιουργήθηκαν από τον Τσέχοφ, 21 χρόνια πριν από μια μεγάλη Επανάσταση. Άραγε σήμερα, που ξαναεμφανίζονται, τι προμηνύουν;
Πλατόνωφ
Το πρώτο έργο του μεγάλου Ρώσου –γράφτηκε το 1878 αλλά παίχτηκε για πρώτη φορά μετά τον θάνατό του το 1923- είναι ένα κολοσσιαίο σε διάρκεια έργο, που αν παιχτεί ολόκληρο η διάρκεια του κρατάει πάνω από 8 ώρες. Μια καινούργια δραματουργική επεξεργασία, απολύτως βασισμένη στο πρωτότυπο θα δώσει την ευκαιρία για μια νέα ρηξικέλευθη παράσταση σε κείμενο και σκηνοθεσία Νίκου Καμτσή. Το έργο αποκτά τεράστιο ενδιαφέρον, διότι είναι η μήτρα όλων των κατοπινών μεγάλων έργων του Τσέχοφ, καθώς περιέχει πρόσωπα και καταστάσεις που ο συγγραφέας διαπραγματεύτηκε στα διάσημα κατοπινά του έργα που έμειναν στην ιστορία. Όλοι οι χαρακτήρες, όπως οι επαρχιακοί αριστοκράτες που ξετυλίγουν τα πάθη τους στο κτήμα του Βοινίτσεφ και της γυναίκας του Άννας Πέτροβνα, είναι όργανα μιας ορχήστρας, που αποδίδει συναρπαστικά το σύμπαν του Άντον Τσέχωφ και τον απελπισμένο κόσμο της προεπαναστατικής Ρωσίας.
Μια σεμνή πρόταση
Η παράσταση βασίζεται στο πεζογράφημα του Τζόναθαν Σουίφτ, το οποίο γράφτηκε το 1729. Στην πραγματικότητα, το έργο αυτό αποτελεί μια σατιρική αντίστροφη όψη των ευθέων κοινωνικών και πολιτικών σχολίων του Σουίφτ για τα δεινά της χώρας του. Έχοντας ως βασικό γνώμονα την απέχθεια προς τα τυραννικά καθεστώτα, ο συγγραφέας από την Ιρλανδία, που έγινε ευρέως γνωστός μέσα από τα περίφημα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ», έγραψε ένα κείμενο μέσα στο οποίο χρησιμοποιεί με δυστοπική αλληγορία την έννοια της ανθρωποφαγίας, για να πραγματοποιήσει μα ευθύβολη αλλά και διορατική επίθεση στα μειωμένα αντανακλαστικά κάθε «φιλήσυχου», αλλά πρακτικά εφησυχασμένου πολίτη-αναγνώστη, κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας.
Το γάλα
Το γάλα στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάλαφρα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά. Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει «Το γάλα» και οι ήρωες του. Μια μητέρα από την πρώην Σοβιετική ένωση και οι δυο της γιοι συνθέτουν μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως η αίσθηση που έχει κανείς πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει γιατί δέχεται την τροφή του. Αγαπιέται... Κι όταν αυτό δε συμβαίνει, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.
Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας
Δύο γυναικείες φιγούρες στη σκηνή καταθέτουν ένα σύγχρονο μαρτυρολόγιο για τη συμμετοχή της σοβιετικής γυναίκας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια παράσταση σε καλλιτεχνική επιμέλεια του Σ. Στρούμπου. Αφηγούνται την τραγική ιστορία της θηλυκότητας μέσα στα πεδία των μαχών, δημιουργώντας ένα τοπίο μνήμης, όπου συνδέονται το παρόν με το παρελθόν, το πραγματικό με το ονειρικό. Ο σκηνικός χρόνος, γεμάτος ρωγμές και ρήγματα, δημιουργεί τον τόπο όπου ανασαίνει η ανθρώπινη ψυχή. Οι δύο θηλυκές φιγούρες αποκαλύπτουν προσωπικά βιώματα γεμάτα συγκρούσεις και αντιφάσεις και την ίδια στιγμή φωτίζουν το ανείπωτο βάθος των συναισθημάτων τους, των απόκρυφων επιθυμιών και των ονείρων τους. Μεταξύ έρωτα και πολέμου, μνήμης και ιστορίας, οργής και χιούμορ, οι γυναίκες αυτές επαναδιεκδικούν τις ζωές τους, τα σώματά τους, τα συναισθήματά τους, τους εαυτούς τους. Κατά τη διάρκεια της παράστασης η σκηνή μετατρέπεται σε χώρο εξέγερσης του ανθρώπινου πάθους απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης.