Μετά από μια άκρως επιτυχημένη σεζόν και περιοδεία σε αρκετές πόλεις της Ελλάδας, όπως και στην Τήνο, ο "Κοιμώμενος Χαλεπάς, ο σαλός άγιος”, επιστρέφει για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Αλκμήνη. Η παράσταση-φόρος τιμής στον σπουδαίο Έλληνα γλύπτη, Γιαννούλη Χαλεπά, σε κείμενο του Άγγελου Ανδρεόπουλου, μας καλεί να βυθιστούμε στην ψυχοσύνθεσή του, μέσα από την ερμηνεία του Γιώργη Κοντοπόδη. Με αφορμή την πρεμιέρα της παράστασης στις 4 Οκτωβρίου, συνομιλήσαμε με τον ηθοποιό για την εμπειρία του ενσαρκώνοντας το ρόλο του Γιαννούλη Χαλεπά, αλλά και για το άπαιχτη στην Ελλάδα ρομαντική κωμωδία του Νιλ Σάιμον "Θα σε δω στον παράδεισο” που θα δούμε από 14 Οκτωβρίου στο ίδιο θέατρο με συμπρωταγωνίστρια την Άννα Αδριανού. Και τις δύο παραστάσεις σκηνοθετεί ο Αλέξανδρος Λιακόπουλος.
Πώς ξεκίνησε το ταξίδι του μονολόγου "Κοιμώμενος Χαλεπάς, ο σαλός άγιος”; Ήσασταν εξοικειωμένος με το έργο και την ιστορία του σπουδαίου καλλιτέχνη;
Για τη ζωή και το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά, οι γνώσεις μου, όπως και πολλών ανθρώπων, ήταν περιορισμένες. Ειχα επισκεφθεί την "Κοιμωμένη" στο πρώτο νεκροταφείο, είχα θαυμάσει αυτό το υπέροχο άγαλμα, ήξερα ότι ανήκει στον Τηνιακο γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και εκεί έκλεινε η ιστορία. Όπως συμβαίνει με πάρα πολλά πράγματα και ανθρώπους στη ζωή μας, τα οποία αρκεστήκαμε στο να γνωρίσουμε αλλά δεν τα κατέχουμε. Ετσι, λοιπόν, πέρυσι το καλοκαίρι, στην αναζήτησή μου για έναν μονόλογο τον οποίο ήθελα να κάνω στην μετά covid εποχή, νιώθοντας ότι θα είμαι ασφαλής μόνος επί σκηνής, μίλησα με τον Άγγελο Ανδρεόπουλο και μου πρότεινε ένα έργο που έγραφε εκείνη την περίοδο, τον "Κοιμώμενο Χαλεπά". Όταν διάβασα τις πρώτες κιόλας σελίδες βεβαιώθηκα ότι αυτό είναι το έργο που θέλω να παίξω. Μπαίνοντας στη διαδικασία να διαβάσω διάφορα βιβλία αναφορικά με τη ζωή του Γιαννούλη Χαλεπά στη συνέχεια, βεβαιώθηκα ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος και αυτή ήταν η προσωπικότητα της οποίας τη ζωή επιθυμούσα να κοινωνήσω, κάτι το οποίο, μετά από κάθε παράσταση, μου επιβεβαιώνουν και οι θεατές. Μέσω των συναισθημάτων που τους δημιουργούνται, εγείρεται παράλληλα και η θέληση πηγαίνοντας στο σπίτι τους να συνεχίσουν να διαβάζουν για τον Γιαννούλη Χαλεπά. Αυτό για μένα είναι το τεράστιο κέρδος της παράστασης.
Ήταν πρόκληση για εσάς το να υποδυθείτε τον Γιαννούλη Χαλεπά; Νιώσατε να αγγίζετε κάτι από το μεγαλείο του;
Δεν ξέρω αν η "πρόκληση" είναι η λέξη που θα ήθελα εγώ να χρησιμοποιήσω. Αυτό που δημιούργησε σε εμένα η ζωή του ήταν ένα δέος και ένας μεγάλος σεβασμός. Είχα στο παρελθόν ξανακάνει μονόλογο που αφορούσε στη ζωή υπαρκτού προσώπου, όταν κάναμε τη ζωή του Τζον Γουέιν Γκέισι με το Μιχάλη Παπαδόπουλο, αλλά είναι εντελώς διαφορετική συνθήκη να υποδύεσαι έναν κατά συρροή δολοφόνο με έναν άνθρωπο, o οποίος άγγιξε το Θείο, ταλαιπωρήθηκε, βασανίστηκε, έμεινε πιστός σε αυτά που επιθυμούσε και στη μεγάλη του αγάπη, που ήταν το να σμιλεύει πέτρες. Το μεγαλείο αυτής της ανθρώπινης ύπαρξης που άκουγε στο όνομα Γιαννούλης Χαλεπάς δεν ξέρω αν το άγγιξα, σίγουρα αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι το προσέγγισα και το προσεγγίζω κάθε μέρα με σεβασμό και με την επιθυμία η ψυχή του να είναι χαρούμενη με την παράστασή μας.
Υπάρχει κάποια στιγμή από τη ζωή του Χαλεπά που σας άγγιξε περισσότερο;
Δυστυχώς όλη η ζωή του Γιαννούλη Χαλεπά είναι δομημένη με τόσο τεράστιες ανατροπές, από το ζενίθ στο ναδίρ, από την αποθέωση στη λησμονιά, από την αγάπη στο φθόνο, που πραγματικά όλες είναι άξιες απορίας και θαυμασμού. Αυτό που διάβασα και με έχει συγκλονίσει είναι, ότι, μετά από 28 χρόνια που είχε να σμιλέψει πέτρες - 14 χρόνια στο άσυλο της Κέρκυρας και άλλα 14 χρόνια υπό την αυστηρή επίβλεψη της μητέρας του - την ημέρα της κηδείας της, αντί ο ίδιος να πάει στο κοιμητήριο και να συνοδεύσει το σκήνωμα, επέλεξε να κατέβει στο υπόγειο του σπιτιού του, απελευθερωμένος πια από τη μανία της, και να ξεκινήσει να σμιλεύει ξανά τις πέτρες. Ολο αυτό το πάθος, το οποίο σιγοέβραζε επί 28 χρόνια ξεχείλισε ξαφνικά. Αν μπορούσαμε να κάνουμε εικόνα αυτές τις στιγμές νομίζω θα μας θύμιζαν έκρηξη ηφαιστείου... αυτό για μένα αποτελεί το αδιαμφισβήτητο παράδειγμα και η απόδειξη οτι αυτός ο άνθρωπος σωστά επέλεξε στη ζωή του να σμιλεύει πέτρες. Άλλωστε αυτό είναι το ερώτημα του κάθε καλλιτέχνη: "Σωστά κάνω που ασχολούμαι με αυτό που ασχολούμαι;".
Φέτος, για δεύτερη χρονιά παρουσιάσατε την παράσταση εκεί από όπου ξεκινήσατε ένα χρόνο πριν, στην αυλή του σπιτιού-μουσείου του Γιαννούλη Χαλεπά στην Τήνο. Πώς ήταν η εμπειρία του να βρίσκεστε σε ένα τόπο-σταθμό της ζωής του;
Η παρουσίαση της παραστάσης στον προαύλιο χώρο του σπιτιού του Γιαννούλη Χαλεπά, στον Πύργο της Τήνου, υπό την έγκριση και αιγίδα, πλέον, του Πνευματικού Κέντρου Πάνορμος - "Γιαννούλης Χαλεπάς", είναι μία ιδέα που ήρθε στον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Λιακόπουλο πέρυσι στην περίοδο των προβών. Ένα απλό τηλεφώνημα ήταν αρκετό για να γίνει αποδεκτή η πρότασή μας, να προσφέρουμε αυτή την παράσταση, πέρυσι, ανήμερα του θανάτου του Γιαννούλη Χαλεπά και φέτος ανήμερα των γενεθλίων του. Και είναι μία υπόσχεση που έχουμε δώσει, ότι κάθε χρόνο θα πηγαίνουμε και θα παίζουμε σε αυτόν τον χώρο αφιλοκερδώς, ως ελάχιστη προσφορά απέναντι σ’ αυτόν τον άνθρωπο, του οποίου την ζωή διηγούμαστε. Η εμπειρία είναι κάτι που δεν ξέρω αληθινά αν μπορώ να σας την περιγράψω. Είναι κάτι που δεν είχα κατά νου ότι θα εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο και το συνειδητοποίησα μόνο όταν ξεκίνησε η πρώτη μουσική έναρξης της παράστασης και εγώ πλέον, ντυμένος, βαμμένος άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά του σπιτιού του. Είναι πραγματικά ένα συναίσθημα μαγικό, η όλη παράσταση - τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη χρονιά - ήταν μυσταγωγική, με φυσικό φως χωρίς προβολείς, με φόντο το σπίτι του Γιαννούλη Χαλεπά, τις πλάκες στους τοίχους, τους οποίους ο ίδιος άγγιξε... Και βέβαια την παρουσία της "Αναπαυομένης", που βρίσκεται στον προαύλιο χώρο. Οι δύο αυτές παραστάσεις πραγματικά είχαν κάτι μεταφυσικό, σα να ήταν ο ίδιος εκεί και να παρακολουθούσε ή τουλάχιστον έτσι αισθάνθηκα εγώ. Εντυπωσιακός ήταν, βέβαια, και ο όγκος του κόσμου που κατέκλυσε την αυλή του σπιτιού αλλά και ο κόσμος που στεκόταν όρθιος στο δρόμο και παρακολουθούσε την παράσταση. Πραγματικά είναι μία εμπειρία που μόνο αν τη ζήσεις μπορείς να την καταλάβεις, και ίσως να μην μπορέσεις καν να την περιγράψεις σε όλο της το μεγαλείο.
Το έργο του Άγγελου Ανδρεόπουλου έχει και κοινωνικές προεκτάσεις;
Το έργο του Άγγελου έχει χιλιάδες προεκτάσεις, οι οποίες αποκαλύπτονται σε κάθε του ανάγνωση. Όταν ξεκινήσαμε είπα ότι πρόκειται για ένα ψυχογράφημα ενός ανθρώπου, τον οποίο θεωρούσαν τρελό. Αργότερα είπα πρόκειται για ενα έργο για το μπούλινγκ που ζούσε αυτός ο άνθρωπος, θέμα πολύ επίκαιρο. Έπειτα είπα ότι είναι ένα έργο, το οποίο μιλάει για τα μεγάλα Πάθη, για τις μεγάλες αγάπες της ζωής μας, για τον κοινωνικό στιγματισμό. Μιλάει για δεκάδες πράγματα, με αφορμή τη ζωή του Γιαννούλη Χαλεπά, πράγματα τα οποία αφορούσαν στο τότε, αφορούν στο σήμερα και θα αφορούν σίγουρα και στο αύριο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο οτι κάποιοι θεατές που είδαν ξανά και ξανά το έργο μας έλεγαν μετά, οτι εστίασαν σε διαφορετικά πράγματα, ή οτι υπήρξε δημοσιογράφος που ρώτησε τον Αλέξανδρο τι παρεμβάσεις έκανε στο κείμενο, ώστε να το κάνει τοσο σημερινό και τόσο σύγχρονο. Το οτιδήποτε αγγίζει τους ανθρώπους σε όλες τις εποχές και μπορεί να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τα λάθη μας και να τα διορθώσουμε, να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, έχει κοινωνικές προεκτάσεις. Στο τέλος της ημέρας αυτό είναι το σκεφτόμαστε και αυτό είναι που μετράει.
Τι πιστεύετε ότι αγγίζει περισσότερο το κοινό στην παράσταση; Υπάρχει κάποιο σχόλιο που σας έκανε εντύπωση;
Σε κάποια από τις παραστάσεις της Πάτρας, την περσινή σεζόν, αφού είχε ολοκληρωθεί η παράσταση και κατέβαινα τις σκάλες της Γεροκωστοπούλου όπου βρίσκεται το θέατρο Act, ένα πολύ νεαρό παιδί, φοιτητής, με άρπαξε στη μέση του δρόμου και μου είπε "Θέλω να σου φιλήσω τα χέρια". Πραγματικά εν μέρει ντρέπομαι που το αναφέρω, αλλά αυτή είναι η προσέγγιση από θεατή που με έχει σοκάρει και εντυπωσιάσει περισσότερο. Εκείνο το παιδί μου είπε εκείνο το βράδυ ότι άνοιξαν νέοι ορίζοντες στο πώς αντιμετώπιζε τη ζωή και την πραγματικότητά του και αυτό είναι που πιστεύω ότι κερδίζει τους θεατές της παράστασης: να βλέπεις μία πραγματικότητα, την οποία όλοι επικρίνουν και εξαιτίας αυτής να τιμωρήσε, αλλά εσύ παραμένεις πιστός σε αυτήν ξέροντας ότι είναι το σωστό και αυτό που επιθυμείς να κάνεις και στο τέλος να δικαιώνεσαι. Ίσως είναι αυτό, το οποίο έχουμε ανάγκη όλοι οι άνθρωποι, η ελπίδα και η πίστη ότι κάνουμε καλά αυτά που κάνουμε. Ίσως αυτό είναι που κερδίζει το κοινό της παράστασης. Δεν είναι τυχαίο ότι πρώτη φορά στα όσα χρόνια παίζω, τελειώνοντας την παράσταση υπάρχουν πάρα πολλοί θεατές, οι οποίοι περιμένουν για να μιλήσουν, όχι σε μένα, στον Γιώργη, αλλά στον άνθρωπο που έπαιξε αυτό το ρόλο και τους είπε όσα εκείνοι αποκόμισαν.
Τη νέα θεατρική σεζόν θα συμπρωταγωνιστήσετε με την Άννα Αδριανού στο τελευταίο έργο του Νιλ Σάιμον "Rose’s dilemma". Πώς προέκυψε ο τίτλος της παράστασης "Θα σε δω στον παράδεισο"; Έχει να κάνει με τον τρόπο που προσεγγίσατε την ιστορία;
Ο παράδεισος είναι μία έννοια πολύ γενική και αρκετές φορές παρεξηγημένη. Παράδεισος για κάποιον άνθρωπο είναι τα Ηλύσια Πεδία, είναι λιβάδια με πρασινάδα και ήλιο, για άλλους είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κόλασης, ενώ για άλλους είναι οι όμορφες στιγμές της πραγματικότητας. Για τη Ρόζι, την πρωταγωνίστρια του έργου μας, την οποία υποδύεται η υπέροχη Αννα Ανδριανού, παράδεισος είναι η πραγματικότητα που επιλέγει να βιώνει ζώντας με τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, Ουάλς, ο οποίος όμως έχει πεθάνει εδώ και αρκετά χρόνια. Ο παράδεισος της Ρόζι, λοιπόν, παρότι είναι πολύ διαφορετικός από τον παράδεισο του Ουάλς, δεν παύει να έχει οντότητα, να είναι υπαρκτός και να αποτελεί την καθημερινότητα τόσο εκείνης όσο και εκείνου. Και φυσικά έρχεται κάποια στιγμή, που ο παράδεισος της και ο παράδεισος του ενώνονται, εξού και ο τίτλος του έργου μας "Θα σε δω στον παράδεισο", θα σε δω δηλαδή τη στιγμή που ο δικός σου Παράδεισος και ο δικός μου θα γίνουν ένα.
Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο απ’ όλα τα έργα του πολυγραφότατου Νιλ Σάιμον;
Η κωμωδία "Rose’s Dilemma" είναι ένα έργο το οποίο παρουσιάζεται πρώτη φορά στην Ελλάδα, κάτι το οποίο αποτέλεσε σημαντικό δέλεαρ για την επιλογή του, καθώς αρκετά από τα έργα του Νιλ Σάιμον έχουν παιχτεί πολλές φορές. Θεωρώ ότι θα έρθει η πλειοψηφία των θεατών που αρέσκονται στο να βλέπουν έργα του Νιλ Σάιμον, αλλά πέρα από αυτό, μας εξιτάρισε ιδιαίτερα το γεγονός ότι σε αυτό το κείμενο έχει καταφέρει να συνδυάσει την κωμωδία με το δράμα, τη μεταφυσική, το δάκρυ και το γέλιο. Είναι από τα λίγα έργα που δεν αρκείται στο να δημιουργήσει στιγμές γέλιου και ένα όμορφο, γλυκό, ίσως και πικρό, φινάλε, αλλά πάει ακόμα παραπέρα και καταφέρνει με το θέμα του θανάτου να δημιουργήσει 100 ολόκληρα λεπτά γέλιου και συγκίνησης. Για μένα αυτό κάνει το έργο μαγικό και απαραίτητο στη σημερινή πραγματικότητα.
Πείτε μας λίγα λόγια για τα θέματα που θίγει το έργο.
Το έργο αυτό του Νιλ Σαιμον ξεκινάει από την πραγματικότητα μιας γυναίκας, η οποία ορίζεται από μία και μόνο λέξη: Μοναξιά. Όχι μοναχικότητα καθώς ζεί σε ένα σπίτι με την γραμματέα της Αρλέν (Δαναη Καλοπήτα) αλλά μοναξιά, κάτι το οποίο βιώνει πολύς κόσμος και που σίγουρα μετά το 2020 ακόμα περισσότερος. Η μοναξιά όμως αυτή μπορεί να έχει πολλές παραμέτρους, πολλά παραθυράκια. Ένα από τα παράθυρα που έχει επιλέξει η Ρόζι είναι να συζεί και να συνυπάρχει με τον νεκρό εραστή της, Ουάλς. Όλη αυτή η ανάγκη της Ρόζι, η οποία όμως μπορεί να μεταφραστεί τόσο ως ανάγκη του ανθρώπου να μη φύγει ο αγαπημένος του αλλά και ως συνύπαρξη ενός πνεύματος με έναν άνθρωπο, αποτελεί τον βασικό καμβά του έργου. Είναι τόσο αριστοτεχνικά γραμμένο που δεν καταλήγει ούτε καν στο φινάλε αν ο Ουάλς είναι αποκύημα της φαντασίας της Ρόζι ή αν όντως υπάρχει στη ζωή της ως πνεύμα. Αυτό κάνει το έργο μαγικό. Το πώς μία μοναξιά καταφέρνει να μην είναι μοναξιά, πώς δύο άνθρωποι συνεχίζουν να είναι μαζί ακόμα και αν ο ένας είναι νεκρός, το ότι υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από το χρήμα σε αυτή τη ζωή. Με δυο λόγια ότι η αγάπη ήταν είναι και θα είναι η αρχή των πάντων, αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμα στο έργο του Νιλ Σάιμον.
Περισσότερες πληροφορίες
Κοιμώμενος Χαλεπάς, ο σαλός άγιος
Το έργο, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και επιστρέφει για τρίτη χρονιά σε μια επετεικαή εκδοχή για τα 86 χρόνια από το θάνατό του, πραγματεύεται τη ζωή του Έλληνα καλλιτέχνη, ξεκινώντας ενώ είναι εσώκλειστος στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Μέσα από τα διαρκή ταξίδια του μυαλού του, βλέπουμε όλη του τη ζωή: την Τήνο, την αυταρχική μητέρα και τον τυπικό πατέρα, τα αδέρφια, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Περισσότερο, όμως, γινόμαστε μάρτυρες της έμπνευσης, της μανίας της δημιουργίας -η οποία οδηγεί στα σημαντικά έργα του-, των ονείρων, των εφιαλτών του, ώσπου καταλήγουμε στο τελικό ερώτημα. Τι αξίζει άραγε περισσότερο, να είσαι τρελός (σαλός) και ευφυής ή φυσιολογικός και απλά… άνθρωπος;