Αν τα λόγια δεν είναι κατάλληλα όταν θέλεις να δραματοποιήσεις ένα φριχτό γεγονός, επειδή ακούγονται αμήχανα, μπορείς να καταφύγεις στη δύναμη της παραβολής, του συμβολισμού, της ποίησης. Αυτό θα μπορούσε να είναι το συμπέρασμα από την παράσταση "Βίι" με την οποία μας συστήθηκε στην Ελλάδα το "κακό παιδί" του ρωσικού θεάτρου, Κιρίλ Σερεμπρένικοφ. Παραγωγή του Thalia Theater του Αμβούργου, με τη συμμετοχή Ουκρανών, Γερμανών και Ρώσων ηθοποιών (που ο καθένας μιλούσε τη γλώσσα του), η παράσταση επιχείρησε κάτι δύσκολο, να στήσει ένα θέαμα με πυρήνα τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Πρόκειται δηλαδή για ένα εγχείρημα που, σε ένα ποσοστό, δημιούργηθηκε εν θερμώ, καθώς αντιδρά σε ένα γεγονός που βρίσκεται σε εξέλιξη, ενώ οι εθνικότητες των συντελεστών (Ρώσος σκηνοθέτης, Ουκρανός συγγραφέας, μεικτοί ηθοποιοί) αφορούν ευθέως τις χώρες που εμπλέκονται στον πόλεμο.
Το κείμενο που έγραψαν από κοινού ο σκηνοθέτης και ο συγγραφέας Μπόνταν Πανκρουχίν βασίστηκε σε πραγματικές μαρτυρίες και άλλα ντοκουμέντα, όμως η παράσταση δεν αποτελεί θέατρο ντοκουμέντο. Για την ακρίβεια, στα σημεία που θύμιζε τέτοιο έχανε τη σκηνική δυναμική της και η δραματουργία χώλαινε στην προσπάθειά της να "μιλήσει καθαρά" - επιλογή που αιτιολογείται παρ’ όλ’ αυτά, όταν λαμβάνεται υπόψιν ο παράγοντας "εν θερμώ". Είναι προφανές στην παράσταση πως δεν υπήρχε η πολυτέλεια της εκ του μακρόθεν ή εκ των υστέρων αποτύπωσης γεγονότων και συναισθημάτων, που θα οδηγούσε ίσως σε ένα συνεκτικότερο δραματουργικό αποτέλεσμα.
Από εκεί και πέρα, ο δημιουργός της δεν συμπεριλαμβάνεται τυχαία στους σημαντικούς σύγχρονους σκηνοθέτες: ο τρόπος που ενσωμάτωσε στην παράσταση τη συμβολική και ποιητική γλώσσα του θεάτρου χάρισε εξαίσιες στιγμές, ισχυρού δραματικού αποτυπώματος. Η ιστορία διαδραματίστηκε σε ένα (ουκρανικό) καταφύγιο όπου μόλις έχει συλληφθεί ένας αιχμάλωτος του εχθρικού στρατού και από το θεμελιώδες ερώτημα, "τι κάνουμε τώρα με αυτόν;", ξετυλίχθηκε το κουβάρι της δράσης. Χωρίς να μένει μόνο στην κυριολεξία για τον κυνισμό, τις φρικαλεότητες και την αποκτήνωση που φέρνει ο πόλεμος, ο Σερεμπρένικοφ έμπλεξε στη δράση τη γλώσσα του Σαίξπηρ και τον "Ρωμαίο και Ιουλιέτα", καθώς και το έργο του Γκόγκολ, "Βίι", που μιλάει για ένα δολοφονικό τέρας με κλειστά μάτια, που εδώ είναι ο πόλεμος.
Εφιαλτική, και υψηλής αισθητικής ποιότητας, η σκηνική ατμόσφαιρα (σημαντικοί οι φωτισμοί του Sergei Kuchar, καθώς και τα σκηνικά, που υπογράφει ο σκηνοθέτης), ενώ συνολικά η παράσταση στηρίχτηκε στην ειρωνική αντιπαραβολή της κυνικής πραγματικότητας με την ομορφιά της τέχνης. Τα αντίθετα συναισθήματα που έφεραν σκηνές όπως αυτή όπου η νεκρή κοπέλα και ο (Ρώσος) στρατιώτης "παίζουν" το ερωτευμένο σαιξπηρικό ζευγάρι, ή η εμφάνιση του Βίι ως περφόρμερ, που με ένα λαμπερό τραγουδιστικό νούμερο εξηγεί πως η φρίκη αργά ή γρήγορα γίνεται κανονικότητα, αποδεικνύουν ότι η θεατρική γλώσσα έχει τα μέσα να μιλήσει αποτελεσματικότερα από την κυριολεξία.
Αν όμως κάτι μένει από την παράσταση, πέραν της αισθητικής τελειότητας και της εξαιρετικής παρουσίας των οχτώ ηθοποιών (Filipp Avdeev, Bernd Grawert, Johannes Hegemann, Pascal Houdus, Viktoria Miroshnichenko, Falk Rockstroh, Rosa Thormeyer, Oleksandr Yatsenko), είναι πως, παρόλο που αναφέρεται στον συγκεκριμένο πόλεμο, αποφεύγει την προπαγάνδα και με έναν τρόπο πηγαίνει πιο βαθιά και μιλάει για τον ίδιο τον μηχανισμό του πολέμου: ο τελευταίος μονόλογος του Ρώσου στρατιώτη, αν και υπό τη μορφή προσωπικού τηλεφωνήματος προς τη μητέρα του, ήταν μια τραγική υπενθύμιση πως εκατομμύρια (νέοι) άνθρωποι δεν είναι παρά αναλώσιμο υλικό στην αδηφάγα πολεμική μηχανή.
ΥΓ. Στο προαύλιο της Πειραιώς, οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν μετά την παράσταση, λιγότερο για την αισθητική της, περισσότερο για το ιδεολογικό της μέρος. Είναι κι αυτή μια από τις δυνάμεις του θεάτρου, έστω κι αν αποδεικνύεται φτωχό για να μετακινήσει συνειδήσεις και, πολύ περισσότερο, για ν’ αλλάξει τον κόσμο.