Παρόλο που η εισβολή κινηματογραφικών στοιχείων στο θέατρο και ειδικότερα το μοτίβο της ζωντανής κινηματογράφησης της σκηνικής δράσης αποτελούν πρακτικές που βλέπουμε όλο και συχνότερα από έλληνες και διεθνείς καλλιτέχνες, η αλήθεια είναι πως ο "Rohtko” του Πολωνού Λούκας Τβαρκόφσκι υπήρξε ένα επικής σύλληψης και εκτέλεσης δημιούργημα, που επαναπροσδιορίζει σε κάποιο βαθμό τι εννούμε σύζευξη θεάτρου και κινηματογράφου επί σκηνής. Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να περιγραφεί αυτό το multimedia θέαμα που εκτυλίχθηκε σαν μια ιδιότυπη χορογραφία –καθοριστικότατος στάθηκε και ο ρόλος της μουσικής- όπου ήρθαν σε κοινό βηματισμό επί τρισήμιση ώρες το ανθρώπινο υλικό και η ψηφιακή τεχνολογία.
Η παράσταση που φιλοξενήθηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, σε συμπαραγωγή του λετονικού Dailes Teātris και του TeatrOpole της Πολωνίας, ξεκινάει από ένα πραγματικό γεγονός: την αποκάλυψη το 2011 πως η νεοϋορκέζικη γκαλερί Knoedler είχε πουλήσει (ανάμεσα σε άλλους) έναντι μυθικού ποσού έναν πλαστό πίνακα του Μαρκ Ρόθκο, ζωγραφισμένο από κάποιον Κινέζο. Το όνομα του εξπρεσιονιστή Λετονού ζωγράφου, που βρέθηκε στο επίκεντρο αλλά και σε αντιπαλότητα με το χρηματιστήριο της τέχνης, τιτλοφορεί την παράσταση, επί τούτου αναγραμματισμένο - κλείνοντας το μάτι στη συζήτηση περί αυθεντικού και αντίγραφου. Με αυτή την αφετηρία ο Τβαρκόβσκι δημιούργησε ένα ψυχεδελικής ατμόσφαιρας θέαμα, εκθέτοντας μια σειρά πυρηνικών ερωτημάτων σχετικά με την εμπορευματοποίηση της τέχνης, τη σχέση καπιταλισμού και τέχνης, τον ρόλο των μουσείων και των μεγάλων ιδρυμάτων, την καλλιτεχνική αγωνία, την πραγματικότητα που βιώνουν οι σύγχρονοι καλλιτέχνες, ενώ μετέφερε μάλιστα τη συζήτηση και στο πεδίο του θεάτρου.
Η δραματουργία της παράστασης ήταν μάλλον απλή, καθώς τα ερωτήματα και τα θέματα προς συζήτηση τέθηκαν με σαφήνεια, ενώ το κείμενο αποτύπωσε στο μεγαλύτερο μέρος του καθημερινές κουβέντες· κι αυτό μάλλον επειδή ο Τβαρκόφσκι επέλεξε ως βασικό εργαλείο όχι το λόγο αλλά αυτή την υβριδική σκηνική γλώσσα που δημιούργησε, δίνοντας χώρο εξίσου στις κάμερες και στους ηθοποιούς, καταφεύγοντας σε μια σειρά από δίπολα (θέατρο/κινηματογράφος, τέχνη/κέρδος, αναπαράσταση/ζωή), που αποτυπώθηκαν και στη διχοτόμηση της σκηνής σε δύο επίπεδα προκειμένου να φιλοξενηθούν οι παράλληλες δράσεις, αλλά και να προβληθεί στις οθόνες η ταυτόχρονη καταγραφή τους.
Τεχνικοί, χειριστές της κάμερας και ηθοποιοί συνδιαλλέχτηκαν και δημιούργησαν από κοινού ένα πολυεπίπεδο, μελετημένο στη λεπτομέρεια και εκτελεσμένο με απίστευτη ακρίβεια αποτέλεσμα που δεν υπήρξε μόνο ένας τεχνικός και ερμηνευτικός άθλος, αλλά απεικόνισε στην ίδια του τη φόρμα την πολυδαίδαλη προβληματική του δημιουργού της. Επίσης, κι αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο, αν και σε η παράσταση έδινε την αίσθηση κινηματογραφικού δημιουργήματος, στην πραγματικότητα δεν έχασε στιγμή τα ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά της θεατρικής τέχνης. Γιατί ο "Rohtko" υπήρξε, πράγματι, μία απολύτως ανθρωποκεντρική δουλειά, παρά την τεχνολογική υπεροχή της, που έβαλε στο κέντρο του σύμπαντός της τον δημιουργό-καλλιτέχνη ανοίγοντας συζητήσεις για την σπουδαιότητα, την αναγκαιότητα και την ευθραυστότητα της τέχνης, ειδικά μέσα στα νέα δεδομένα που φέρνει η ταχέως μεταβαλλόμενη ψηφιακή εποχή.
Περισσότερες πληροφορίες
Rohtko
Με αφετηρία τη διασημότερη υπόθεση απάτης στην ιστορία της τέχνης γύρω από την πώληση ενός πίνακα του πρωτοπόρου εξπρεσιονιστή ζωγράφου Μαρκ Ρόθκο, ο ανερχόμενος Πολωνός σκηνοθέτης δημιουργεί ένα συναρπαστικό multimedia υπερθέαμα για την πραγματική αξία της τέχνης στην εποχή των NFTs και τις διαφορετικές αντιλήψεις πάνω στην έννοια της αυθεντικότητας. Με τη συμπαραγωγή του λετονικού θεάτρου με το πολωνικό «TeatrOpole», που έχει ήδη σημειώσει εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, μας συστήνεται ο Λούκας Τβαρκόφσκι. Το σκηνικό της παράστασης αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα κρεμαστά φαναράκια και τους μάγειρες ενός κινέζικου εστιατορίου και σε μια κατάλευκη γκαλερί της Νέας Υόρκης με νέον επιγραφές, κάτι μεταξύ κινηματογραφικού πλατό και video art πρότζεκτ, υπό τους ήχους δυνατών ατμοσφαιρικών beats.