"Πάντα λέω ότι αν δεν μπορείς να εξηγήσεις μια παράσταση με λέξεις, ίσως δεν χρειάζεται να το κάνεις", παραδέχτηκε ο Λούκας Τβαρκόφσκι όταν τον συναντήσαμε στο λετονικό Dailes Teātris. Συνόψισε έτσι σε μια πρόταση τη δυσκολία μας να περιγράψουμε το επικό δημιούργημά του, μια μελέτη για τον ζωγράφο Μαρκ Ρόθκο, τα σύγχρονα διακυβεύματα της αγοράς τέχνης, τα NFTs, τις διαφορετικές αντιλήψεις πάνω στην έννοια της αυθεντικότητας και, τελικά, για τη σημασία των έργων τέχνης σήμερα.
Στα τριάντα εννιά του χρόνια, ο Πολωνός σκηνοθέτης έχει κατακτήσει μια θέση ανάμεσα στα must-follow ονόματα της ευρωπαϊκής θεατρικής σκηνής. Μαθητής και για μία δεκαετία βοηθός του πολυβραβευμένου ομοεθνή του Κρίστιαν Λούπα, τον οποίο έχουμε απολαύσει και στη χώρα μας ("Δίκη", 2019, Στέγη), πρωτοεμφανίστηκε στα θεατρικά δρώμενα το 2011, συναρπάζοντας κοινό και κριτικούς με τη διεισδυτική ματιά του και την πλουραλιστική όσο και αποτελεσματική χρήση πολυμέσων στις παραστάσεις του. Το διαπιστώσαμε και μόνοι μας, όταν βρεθήκαμε στη Ρίγα τον Δεκέμβριο για να παρακολουθήσουμε το "Rohtko" (συμπαραγωγή του λετονικού θεάτρου με το πολωνικό TeatrOpole), που έρχεται από 25 έως 28 Μαΐου στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης. Εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, είχε σημειώσει ήδη sold out στον ανοιξιάτικο κύκλο παραστάσεων στο θέατρο εννιακοσίων θέσεων, όπως μοιράζεται μαζί μας με ενθουσιασμό ο διευθυντής του θεάτρου Juris Žagars, αποδεικνύοντας πως οι Λετονοί είναι βαθιά θεατρόφιλοι αλλά και πως το ρίσκο μίας τόσο κοστοβόρας, μεγαλειώδους παραγωγής ήταν επιτυχημένο.
Τι ορίζουμε ως πραγματικό;
Στις τέσσερις ώρες που διαρκεί ο σκηνικός άθλος του Τβαρκόφσκι, διακτινιζόμαστε από την κουζίνα ενός άχρονου κινέζικου εστιατορίου στην (προ)τελευταία κατοικία του εμβληματικού εκπροσώπου που αφηρημένου εξπρεσιονισμού και από μια αποστειρωμένη αμερικανική γκαλερί σύγχρονης τέχνης σε ένα ψηφιακό περιβάλλον, όπου πραγματοποιούνται πια οι επικερδέστερες αγοραπωλησίες έργων τέχνης- όσων τουλάχιστον δεν κρύβονται σε θησαυροφυλάκια ανώνυμων συλλεκτών, μέχρι να ανέβει αρκετά η αξία τους ώστε να μεταπωληθούν. Τους χώρους διασχίζουν ο Λετονοαμερικανός ζωγράφος και η τελευταία σύζυγός του, οι εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο πλαστογραφίας της γκαλερί Knoedler, η νεαρή εικαστικός Marta Zariņa-Ģelze, η οποία αυτοκτόνησε πριν κλείσει τα τριάντα και αφού ολοκλήρωσε μια περφόρμανς συλλέγοντας τα δάκρυά της μπροστά σε έναν πίνακά του, αλλά και νέοι, φιλόδοξοι και αλαζόνες εκπρόσωποι της αγοράς τέχνης, με τις ιστορίες τους να αλληλοσυμπληρώνονται, θεματικά και οπτικά, ώσπου να φτάσουν σε ένα άψογα "χορογραφημένο" τελικό κρεσέντο.
"H ασιατική κουλτούρα βασίζεται σε ένα κυκλικό σύστημα, χωρίς αρχή και τέλος. Με βάση αυτή την αντίληψη, το πρωτότυπο γίνεται αντιληπτό απλώς ως το ίχνος μίας σκέψης".
Το σκηνικό στροβιλίζεται συνεχώς, αποκαλύπτοντας χώρους φτιαγμένους για να φιλοξενήσουν την ανθρώπινη εμπειρία. Το πόσο πανανθρώπινη είναι, βέβαια, αποδεικνύεται αμφισβητήσιμο. Για το σκηνοθέτη, το πρώτο ρήγμα ήρθε διαβάζοντας το βιβλίο του Νοτιοκορεάτη φιλοσόφου Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, "Shanzhai: Deconstruction in Chinese". Κατά τα ταξίδια του στην Κίνα με τον Λούπα, διαπίστωσε πως η δυτική αντίληψη των εννοιών "πρωτότυπο" και "αντίγραφο" απέχει σε βαθμό χάσματος από την ανατολική. "Είναι τρομερό το πόσο διαφορετικά αντιλαμβανόμαστε αυτές τις έννοιες. Δεν πρόκειται μόνο για πολιτιστική διαφορά, αφού τέτοιες υπάρχουν και ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης. Το βιβλίο αυτό με έκανε να καταλάβω ότι υπάρχουμε σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, που δεν έχουν σχεδόν τίποτα κοινό και στους οποίους αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά τα πιο απλά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, η ευρωπαϊκή κουλτούρα σημαδεύεται από τις έννοιες της αρχής και του τέλους, αποτέλεσμα του χριστιανισμού. Αντιθέτως, η ασιατική κουλτούρα βασίζεται σε ένα κυκλικό σύστημα, χωρίς αρχή και τέλος. Με βάση αυτή την αντίληψη, το πρωτότυπο γίνεται αντιληπτό απλώς ως το ίχνος μίας σκέψης, ένα από τα αποτυπώματα μιας συγκεκριμένης ιδέας, το οποίο μπορεί να ξαναδουλευτεί. Επομένως, η φυσική αναπαράσταση δεν έχει τόση σημασία, αλλά μετράει μόνο η σκέψη, η οποία μπορεί να ξαναγεννηθεί σε διαφορετικές εκδοχές".
Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το χάσμα, μας δίνει ένα παράδειγμα. "Υπάρχει ένα παρεκκλήσι στην Ιαπωνία, το οποίο πρόσφατα βγήκε από τη λίστα της UNESCO, γιατί κάθε 25 χρόνια κατεδαφίζεται και ξαναχτίζεται από την αρχή. Ο πρώτος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι προκειμένου η νεότερη γενιά να μάθει την τέχνη και να την κρατήσει ζωντανή, ενώ ο δεύτερος ότι θεωρούν πως όταν κάτι καταστραφεί από τον καιρό ή τον χρόνο, δεν συνδέεται πλέον ουσιαστικά με το αυθεντικό. Στο φινάλε, δεν υπάρχει σωστό και λάθος απλά διαφορετικοί τρόποι να αντιλαμβανόμαστε τη ζωή".
Η συνειδητοποίηση αυτή ήρθε την κατάλληλη στιγμή, λίγο προτού αποφασίσει να καταπιαστεί με την υπόθεση Ρόθκο. Η ζωή και η τέχνη του γεννημένου στη Λετονία καλλιτέχνη, με το όνομα Μάρκους Ρόθκοβιτς, τον οποίο ο Τβαρκόφσκι είχε εκτιμήσει ήδη από την εφηβεία του, διαμορφώθηκε από δίπολα: Οι καμβάδες μεγάλων διαστάσεων με τα χρωματικά μπλοκ που "σβήνουν" το ένα μέσα στο άλλο, η δημιουργικότητα και η στέρηση αυτής, η λετονική καταγωγή και η αμερικανική ανατροφή, η ανάγκη για τέχνη και η αντίθεση στην εμπορική εκμετάλλευσή της.
Ακόμα και μετά την αυτοκτονία του στα 66 του χρόνια, όταν εκτός από τη βαριά κατάθλιψη που βίωνε οι γιατροί του του απαγόρευσαν να συνεχίζει να ζωγραφίζει, ο Ρόθκο δεν ξέφυγε από την αγορά τέχνης. Το 2011, 41 χρόνια μετά τον θάνατό του, η ιστορική νεοϋορκέζικη γκαλερί Knoedler έκλεισε, αφού αποκαλύφθηκε πως είχε πουλήσει έναντι μυθικών ποσών σχεδόν σαράντα έργα αφηρημένης τέχνης, ανάμεσα στα οποία και πίνακες του Ρόθκο· μόνο που όλα ήταν πλαστά, ζωγραφισμένα από τον Κινέζο μαθηματικό και πλανόδιο ζωγράφο Pei-Shen Qian. Η πρόεδρός της, Αν Φρίντμαν, μεταπήδησε σε ένα νέο εγχείρημα, την γκαλερί Freedman Art, δίνοντας τροφή με την ιστορία της τόσο στην ταινία-ντοκιμαντέρ "Made you look: Μια αληθινή ιστορία για πλαστά έργα τέχνης" (Μπάρι Άβριτς, 2020) του Netflix όσο και στην παράσταση του Τβαρκόβσκι.
"Αναρωτιέμαι: είναι σωστό να κριτικάρεις τον καπιταλισμό, όταν δουλεύεις σε ένα από τα πιο πλούσια θέατρα της Λετονίας;"
"Ο Ρόθκο είχε πει "να είσαι καλλιτέχνης σημαίνει να είσαι ένας κλέφτης που θα κλέψει τη θέση του στον κόσμο των πλουσίων”. Ήταν εναντίον και ταυτόχρονα στο επίκεντρο της αγοράς τέχνης, ενώ παράλληλα ήταν πολύ συνειδητοποιημένος με το πώς έχτιζε την καριέρα του". Σήμερα τα έργα του κοστολογούνται έως και πάνω από 80 εκατομμύρια δολάρια· στο τέλος της καριέρας του όμως, προτίμησε να επιστρέψει την προκαταβολή που του έδωσε το εστιατόριο "Four Seasons" στο κτίριο Seagram, αρνούμενος να υποβιβάσει τα έργα του σε σκηνικό για δείπνα πλουσίων. Όπως είδαμε, ούτε με τον θάνατό του δεν κατάφερε να ξεφύγει από τον καπιταλισμό: είναι όμως αυτό δυνατόν για οποιονδήποτε καλλιτέχνη; "Προσωπικά, πιστεύω πως δεν κάνω πολιτικό θέατρο" λέει ο σκηνοθέτης. "Από την άλλη, καταλαβαίνω ότι όλες οι επιλογές μας γίνονται πολιτικές με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όπως ακόμα και το να είσαι μέρος της αγοράς της τέχνης. Αναρωτιέμαι: είναι σωστό να κριτικάρεις τον καπιταλισμό, όταν δουλεύεις σε ένα από τα πιο πλούσια θέατρα της Λετονίας; Τελικά, είναι ακόμα καλύτερο να κάνεις αυτές τις ερωτήσεις από αυτό ακριβώς το μέρος, ενώ, παράλληλα, έχεις τη δυνατότητα να φτάσεις στο ακροατήριο".
(Ακόμα) περισσότερες προκλήσεις
Την ίδια περίοδο που ξεκίνησε να δουλεύει την παράσταση, η αγορά τέχνης ανέβαινε σε ένα νέο, επικερδές κύμα. Ο λόγος φυσικά για την αυξανόμενη δημοφιλία των NFTs (Non-fungible tokens), μονάδων δεδομένων που λειτουργούν ως ψηφιακοί τίτλοι κτήσης, καθώς περιέχουν πληροφορίες σχετικά με την ιδιοκτησία ενός περιουσιακού στοιχείου. Δεν πρόκειται μόνο για μια καινοτομία που διευκόλυνε τις αγοραπωλησίες ψηφιακών έργων τέχνης, αλλά και για ένα μέσο οριοθέτησης της ιδιοκτησίας, σε έναν κόσμο ίσης πρόσβασης (τον ψηφιακό). Τα ψηφιακά έργα που πωλούνται μέσω NFT, μπορούν να αναπαραχθούν σε άπειρα αντίτυπα, και από μη εξουσιοδοτημένους χρήστες. Μόνο ένας, όμως, κατέχει το "αυθεντικό", το οποίο είναι ολόιδιο με τα υπόλοιπα, αλλά φέρει στο blockchain την απαραίτητη πιστοποίηση.
"Για μένα τα NFTs ως φιλοσοφία συνδέονται έντονα με την ασιατική κουλτούρα και αποτελούν έναν ακόμα πυλώνα της παράστασης, μαζί με τα ερωτήματα για τη σύγχρονη αγορά τέχνης. Αυτή τη στιγμή, ο πιο ακριβός σύγχρονος εν ζωή καλλιτέχνης είναι ο Beeple, του οποίου η συλλογή των εικόνων πουλήθηκε για 84 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς να έχει κάποια φυσική αναπαράσταση. Αποτελείται μόνο από έναν κώδικα από 0 και 1 που αναπαράγεται στο άπειρο. Το πρωτότυπο δεν έχει καμία απολύτως διαφορά από το αντίγραφο, εκτός από την απόδειξη της αγοράς στο blockchain, που παρέχει την εγγύηση της αυθεντικότητας. Αυτό είναι ενδεικτικό των καιρών μας. Ζούμε σε μια post-truth εποχή, όπου δεν βλέπουμε πια διαφορές ανάμεσα στο αντίγραφο και το πρωτότυπο και αυτό έχει κάποια συναισθηματική επίδραση πάνω μας. Είναι πολύ ενδιαφέρον πώς ο Μποντριγιάρ περιγράφει την ανάγκη των Αμερικανών να χτίσουν την Disneyland, εξηγώντας πως η ζωή τους ήταν τόσο ψεύτικη, ώστε έπρεπε να κατασκευάσουν κάτι το οποίο θα ήταν περισσότερο φανταστικό, προκειμένου να αποδείξουν την πραγματικότητα της δικής τους ζωής".
Η επίδραση της ποπ κουλτούρας είναι εμφανής στην παράσταση ήδη από τον τίτλο, που αποτελεί έναν αναγραμματισμό του επιθέτου του καλλιτέχνη. Ταυτόχρονα, κλείνει το μάτι στα shanzhai, από το βιβλίο του Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, μια λέξη της κινεζικής slang που περιγράφει τα προϊόντα-μαϊμού της εγχώριας βιομηχανίας, με μάρκες όπως η Goophone, αντίγραφο του iPhone. "Όσα συμβαίνουν στην ποπ κουλτούρα είναι ένα πολύ καλό τεστ για να καταλάβεις τι είδους άνθρωποι είμαστε αυτήν τη στιγμή. Σκεφτείτε τη δημοφιλία ειδών όπως το mockumentary, που είναι μια εντελώς ανώμαλη ιδέα! Ζούμε σε μια εποχή τόσο απίστευτη, που χρειάζεται να φτιάξουμε ψεύτικα ντοκιμαντέρ γιατί αυτά κάνουν τη ζωή μας λίγο πιο αληθινή".
Στην υπηρεσία της αφήγησης
Το δίπολο ανάμεσα στο πραγματικό και την εκδοχή αυτού το βιώνουμε ως θεατές καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Τον 14μελή θίασο ακολουθούν εικονολήπτες, οι οποίοι μεταφέρουν τις αποτυπώσεις τους στις οθόνες επτά μέτρων πάνω από τη σκηνή. Πότε ασφυκτικά close ups αποκαλύπτουν τον ψυχισμό των ηρώων και άλλοτε η δράση σπάει στα δύο, μεταφέροντας σε πρώτο πλάνο όσα συμβαίνουν στον αθέατο κόσμο των ηρώων. Πιάνω τον εαυτό μου να καθηλώνεται από την οθόνη και αναρωτιέμαι αν αυτή η διχοτόμηση της δράσης αποτελεί ένα σχόλιο για το τι επιλέγουμε να θέσουμε στο επίκεντρο, την αναμετάδοση έναντι της ζωής. "Πιστεύω ότι οι περισσότεροι θεατές παρακολουθούν την οθόνη γιατί κρατάει περισσότερο την προσοχή μας, αλλά δεν είναι κανόνας. Ο στόχος μας δεν είναι να κάνουμε live cinema. Όταν ανακατεύεις αυτούς τους δύο τρόπους, με τους οποίους αφηγείσαι την ιστορία, φτιάχνεται μια συνέργεια, ώστε ο θεατής να ταξιδέψει μέσα στο μυαλό του", εξηγεί. "Η κάμερα και άλλες τεχνολογίες μάς δίνουν τη δυνατότητα να φτιάξουμε εντελώς νέες αφηγήσεις. Πρέπει, όμως, να ρωτήσεις εξαρχής τον εαυτό σου για ποιο λόγο τα χρησιμοποιείς".
Πράγματι, αυτό που βλέπουμε δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως live cinema, αλλά ως την ιδανική αξιοποίηση διαφορετικών μέσων για την εμβύθιση στη θεατρική πράξη. Σε προηγούμενες παραστάσεις του, όπως την "Respublica" (2020), μία εξάωρη εμβυθιστική rave περφόρμανς, τέντωσε ακόμα περισσότερο τα όρια του θεάτρου, στήνοντας διαφορετικές σκηνές στις οποίες το κοινό μπορεί να επιλέξει τι θα δει. "Η εμπειρία είναι ό,τι πιο πραγματικό στην επαφή με την τέχνη. Δεν έχει να κάνει με το τι συμβαίνει στη σκηνή, αλλά στο μυαλό του θεατή" συνεχίζει. "Αυτό είναι και το πιο σημαντικό ερώτημα: πώς να χτίσεις περίπλοκες πραγματικότητες, που θα οδηγήσουν σε αυτή την υβριδική μορφή τέχνης. Πρέπει να περάσεις μέσα από πολλούς διανοητικούς δρόμους μέχρι να βρεις αυτόν προς το συναίσθημα. Αυτή είναι η αυθεντική δύναμη της τέχνης: το να φτάσεις εκεί που δεν αρκούν οι λέξεις".
Περισσότερες πληροφορίες
Rohtko
Με αφετηρία τη διασημότερη υπόθεση απάτης στην ιστορία της τέχνης γύρω από την πώληση ενός πίνακα του πρωτοπόρου εξπρεσιονιστή ζωγράφου Μαρκ Ρόθκο, ο ανερχόμενος Πολωνός σκηνοθέτης δημιουργεί ένα συναρπαστικό multimedia υπερθέαμα για την πραγματική αξία της τέχνης στην εποχή των NFTs και τις διαφορετικές αντιλήψεις πάνω στην έννοια της αυθεντικότητας. Με τη συμπαραγωγή του λετονικού θεάτρου με το πολωνικό «TeatrOpole», που έχει ήδη σημειώσει εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, μας συστήνεται ο Λούκας Τβαρκόφσκι. Το σκηνικό της παράστασης αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα κρεμαστά φαναράκια και τους μάγειρες ενός κινέζικου εστιατορίου και σε μια κατάλευκη γκαλερί της Νέας Υόρκης με νέον επιγραφές, κάτι μεταξύ κινηματογραφικού πλατό και video art πρότζεκτ, υπό τους ήχους δυνατών ατμοσφαιρικών beats.