Μετά την αναμέτρησή του με τους κορυφαίους τού αρχαιοελληνικού και του ρώσικου δράματος, ο πολυσχιδής Δημήτρης Καραντζάς έρχεται στο Εθνικό με Σαίξπηρ. Από 20/4, στην Κεντρική Σκηνή πρόκειται να αναβιώσει η ιστορία των πιο ξακουστών ερωτευμένων νέων. Ο λόγος, φυσικά, για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, που θα ενσαρκωθούν από τον Έκτορα Λιάτσο και την Ηρώ Μπέζου. Μαζί τους στη Βερόνα, θα βρίσκεται ένας ικανότατος δεκατετραμελής θίασος: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιώργος Γιαννακάκος, Άννα Καλαϊτζίδου, Γιάννης Κλίνης, Θάνος Κόνιαρης, Γιάννης Κόραβος, Ρίτα Λυτού, Άρης Μπαλής, Άρης Νινίκας, Γιάννης Νταλιάνης, Μάνος Πετράκης, Ρένη Πιττακή, Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης και Γιάννης Χαρκοφτάκης.
"Τέτοιοι ρόλοι δεν παίζονται, απλά προσεγγίζονται μέσα από το σύνολο της παράστασης, μέσα από την προσπάθεια του ηθοποιού να συσχετιστεί"
Έκτορας Λιάτσος
Μία πρώτη μικρή γεύση από το όραμα του σκηνοθέτη πήραμε συμμετέχοντας στο Showcase που διοργανώθηκε από το Εθνικό. Για πρώτη φορά στην ιστορία τού θεσμού, είκοσι καλλιτεχνικοί διευθυντές, επιμελητές και δημοσιογράφοι από το εξωτερικό είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν παραστάσεις ή πρόβες από τις τρέχουσες παραγωγές. Τέτοιες δράσεις εξωστρέφειας είναι πολύ σημαντικές για το Εθνικό -και γενικώς το ελληνικό θέατρο-, καθώς προωθείται "η γνωριμία, ο δημιουργικός διάλογος, το networking, οι συζητήσεις για διεθνείς συνεργασίες, αλλά και η "εξαγωγή" των παραστάσεών μας” σημείωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής Γιάννης Μόσχος, με το "Goodbye, Lindita” του Μάριο Μπανούσι, που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στη σκηνή της Πειραιώς 260, να βρίσκεται ήδη σε συζητήσεις για να ταξιδέψει σε διεθνή φεστιβάλ. Αυτή η ώσμωση, άλλωστε, "μας βοηθά ως καλλιτέχνες και ανθρώπους ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα την τέχνη μας και να διευρύνουμε την οπτική μας για τον κόσμο”, πρόσθεσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής, ο οποίος δήλωσε εξαιρετικά ικανοποιημένος από τη διεξαγωγή του Showcase.
Ανάλογη ανταπόκριση, φαίνεται να υπήρξε και από τη μεριά των διεθνών καλεσμένων. Ο Ντιντιέ Ζουιγιάρ, διευθυντής του θεάτρου Odeon στο Παρίσι, μίλησε θερμά για τη "λεπτή υποκριτική των ηθοποιών που κατάφερε να μεταδίδει τα ακραία αισθήματα του έργου χωρίς πληθωρικότητες και τις συνήθεις υπερσυναισθηματικές ερμηνείες". Επιπλέον, ο Μάικλ Μπίλινγκτον από την Guardian σχολίασε ότι "φώτιζε διαφορετικά το έργο” η επιλογή του σκηνοθέτη να θέσει ταυτόχρονα τη σκηνή της δεξίωσης των Καπουλέτων με τη σκηνή του μπαλκονιού.
Η συνύπαρξη αυτών των δύο στιγμών του έργου φανερώνει ίσως με τον πιο γλαφυρό τρόπο την οπτική που ακολούθησε ο Καραντζάς για τον έρωτα των δύο νέων. Στο κάτω μέρος του λιτού, γκρίζου σκηνικού, εμφανίζεται ένα αριστοκρατικό πλήθος (μέσα στα τόσο εύστοχα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη), το οποίο μοιάζει χαμένο μέσα στην έκλυτη διασκέδασή του. Τα μέλη του χορεύουν συγχρονισμένα υπό τον ήχο σχεδόν εφιαλτικών βιολιών (τη μουσική υπογράφει ο Γιώργος Πούλιος) και όσο η νύχτα προχωρά, τόσο περισσότερο παραπαίουν. Όσο, όμως, εκείνοι σκορπούνται στην αίθουσα δεξιώσεων και πέφτουν σε τυχαίες θέσεις, ακριβώς από πάνω τους λέγονται τα πιο διάσημα λόγια αγάπης και ξεδιπλώνεται η δύναμη μίας σχέσης που μοιάζει καταδικασμένη.
"Πάντα έχουμε ανάγκη οτιδήποτε νικάει τον φόβο του θανάτου”
Ηρώ Μπέζου
Όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Καραντζάς, "έχει μεγάλη αξία να δούμε σε ποιο κοινωνικό πλαίσιο εντάσσεται η άνθιση αυτού του έρωτα. Πολύ πριν φανερωθούν τα κεντρικά πρόσωπα του έργου ερχόμαστε σε επαφή με μια ωμή, ανδροκρατούμενη, πατριαρχική κοινωνία που ασχολείται μόνο με την επιβολή, την επικράτηση και τη βία μέχρι θανάτου. Εξαρχής, εισχωρούμε στο σύμπαν του Σαίξπηρ, ο οποίος θέτει ως πλαίσιο συνάντησης των δύο προσώπων έναν άνυδρο, βίαιο τόπο ευτελισμού, αδράνειας και αντιπνευματικότητας. Σε αντιδιαστολή, έρχεται, αυτός ο λυρικός έρωτας, αυτή η ακραία συνάντηση, που μοιάζει ίσως η μόνη ελπίδα ανάσας και διαφυγής δύο ανθρώπων αυτής της κοινωνίας που δεν ακολουθούν τους κανόνες της. Η συνάντησή τους φτιάχνει ένα πολύ λεπτό, ευαίσθητο και ζωτικό καταφύγιο, όπου ο διάλογος τους -ερήμην τους- συνθέτει ποίηση, μια γλώσσα που κανένα άλλο πρόσωπο του έργου δεν χρησιμοποιεί.”
Αυτός ο χειμαρρώδης σαιξπηρικός λόγος μοιάζει, όντως, πολύτιμος για τους συντελεστές της παράστασης. Η Ηρώ Μπέζου, μάλιστα, πιστεύει πως "άμα πειράξεις το λόγο σε μεγάλο βαθμό, δεν έχει κανένα νόημα να κάνεις αυτό το έργο”, ενώ παρατηρεί ότι "ο λόγος του κειμένου, αν και μας είναι τρομερά ανοίκειος, είναι και πάρα πολύ γοητευτικός μέσα στην πληθωρικότητά του. Αυτό είναι που το κάνει θέατρο, ποίηση, αλλά και ομορφαίνει τόσο τον πόνο των ηρώων”. Με τον συμπρωταγωνιστή της Έκτορα Λιάτσο συμφωνούν πως οι ίδιοι ως ερμηνευτές αλλά και το κοινό χρειάζεται να προσεγγίσουν πολύ μεγάλα μεγέθη συναισθημάτων και καταστάσεων. "Πάντα έχουμε ανάγκη να βλέπουμε κάτι απόλυτο μέσα από την ασφάλεια μιας ιστορίας, ενός παραμυθιού που θα μας ποτίσει με έναν πιο ύπουλο τρόπο” αναφέρει η επί σκηνής Ιουλιέτα.
Ο δεύτερος άξονας στον οποίο φαίνεται να κινείται ο Καραντζάς είναι η θεματική τού θανάτου. Σύμφωνα με τον ίδιο, "ο Ρωμαίος, όντας εξαρχής ερωτευμένος με μια άλλη γυναίκα που δεν του ανταποκρίνεται, μοιάζει ήδη παραδομένος στο θάνατο, ζώντας με όνειρά που τον προμηνύουν. Παράδοξα, ωστόσο, και η ένωσή του με την Ιουλιέτα μοιάζει με ένα προδιαγεγραμμένο ραντεβού θανάτου. Ο έρωτας των δύο δεν είναι παρά ένας θάνατος, ο οποίος λειτουργεί ως διαφυγή από μια νεκρή κοινωνία, αλλά και προτείνει την αναγέννησή της.” Στη σκιά του θανάτου εκτυλίσσεται κυρίως η τελευταία πράξη του έργου, με τα συγκεντρωμένα σώματα των νεκρών του έργου να δεσπόζουν στο κέντρο της σκηνής (με εξαιρετική πιστότητα, χάρη στην κίνηση του Τάσου Καραχάλιου).
Επειδή, λοιπόν, "ο άνθρωπος, που προσπαθεί καθημερινά να σχετίζεται, βιώνει έναν μικρό θάνατο κάθε φορά που αποτυγχάνει”, και ενόσω "βρισκόμαστε σε μια κοινωνική στιγμή απόλυτης διάψευσης, ακραίου συντηρητισμού και νεοφασισμού” όπως παρατηρούν ο Λιάτσος και ο Καραντζάς αντίστοιχα, εμείς ανυπομονούμε ιδιαίτερα για το νέο αυτό ανέβασμα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.
Περισσότερες πληροφορίες
Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Έρωτας και θάνατος συνυπάρχουνι στην συγκλονιστική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας που ανεβαίνει σε μια παράσταση που φωτίζει αυτές τις αντίρροπες δυνάμεις και αντιπαραβάλλει την ομορφιά (αλλά και την ήττα) του έρωτα απέναντι στην ασχήμια ενός παρηκμασμένου κόσμου..