Αρκετό μελάνι έχει χυθεί προκειμένου να αναλυθεί τι εκπροσωπούν οι δύο ρόλοι του έργου του αινιγματικού έργου του Κολτές, δηλαδή ο Ντίλερ κι ο Πελάτης, που συναντιούνται σε ένα απροσδιόριστο μέρος και συνδιαλλέγονται πάνω σε ένα διακύβευμα υψηλού κόστους το οποίο ποτέ δεν αποσαφηνίζεται. Οι απόψεις ποικίλλουν καθώς έχει διατυπωθεί ότι επί σκηνής μπορεί να συγκρούονται ιδεολογίες, έθνη, οικονομικά συστήματα ή η ίδια η ζωή και ο θάνατος - όμως μάλλον (όπως ισχύει και στην περίπτωση του Μπέκετ και του "Περιμένοντας τον Γκοντό") αν ο συγγραφέας ήθελε να αποσαφηνίσει επακριβώς τι αφορούν τα πρόσωπα και το δραματικό διακύβευμα θα το είχε κάνει. Η ουσία είναι, πάντως, ότι ο αινιγματικός χαρακτήρας της "Μοναξιάς των κάμπων με βαμβάκι" την καθιστά ανοιχτή σε ερμηνείες - κάτι που στην προκειμένη περίπτωση μεταφράστηκε σε μία καταβύθιση στις σκοτεινές διακλαδώσεις της ανθρώπινης φύσης.
Έχοντας στο δυναμικό του δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς, ο Κουλιάμπιν διάβασε αυτό το έργο για δύο πρόσωπα ως μία αναμέτρηση του ανθρώπου με τον εαυτό του: με το ασυνείδητο, το υποσυνείδητο, τη συνείδηση, την ύπαρξή του. Ο Μάλκοβιτς και η Νταπκουνάιτε παρουσιάζονται ως πανομοιότυπες σχεδόν φιγούρες, αυστηρά ντυμένες με κοστούμια: ο πρώτος είναι ο Πελάτης και η δεύτερη η Ντίλερ, όμως στην πορεία αλλάζουν ρόλους, σαν το ίδιο πρόσωπο να βρίσκεται σε μία διαρκή εναλλαγή θέσης και κατάστασης, τα όρια είναι ρευστά. Η δράση τοποθετείται σε ένα μαύρο υπόγειο και οι προθήκες που κρύβουν κάποιες νύξεις για το διακύβευμα της ανταλλαγής μοιάζουν σαν καλά κλεισμένα κουτάκια του μυαλού, όπου έχει θάψει ο Πελάτης τις ανείπωτες επιθυμίες του, ή και τα βαθιά του τραύματα. Όταν ανοίξουν, το τίμημα θα αποδειχθεί μεγάλο.
Η χρήση των καμερών καθιστά τη σωματική σχέση και διάδραση μεταξύ των ηθοποιών πολυδιάστατη και η εικόνα τους "ξεγελάει" τον θεατή, καθώς οι δύο ήρωες κοιτιούνται και δεν κοιτιούνται, πλησιάζονται ή απομακρύνονται, αναλόγως πού στρέφεται το δικό μας βλέμμα: στη φυσική συνθήκη ή στην προβολή της; Πρόκειται για μια επιλογή που ενισχύει τη σκηνοθετική ιδέα πως οι δύο ηθοποιοί ερμηνεύουν στην πραγματικότητα έναν χαρακτήρα, έναν άνθρωπο που βυθίζεται και συγκρούεται με τα βαθύτερα σκοτάδια του. Στην ερμηνεία αυτού του ανθρώπου, ο Τζον Μάλκοβιτς και η Ινγκεμπόργκα Νταπκουνάιτε είναι συναρπαστικοί, καθώς αποδίδουν -με λιτότητα, σχεδόν "γυμνά", χωρίς εξωστρέφεια και υπερβολική επίδειξη συναισθημάτων- την ειρωνεία, το σαρκασμό, την οδύνη και την απόγνωση που ξεχειλίζει από το κείμενο του Κολτές.
Κατά καιρούς έχει επισημανθεί η "φλυαρία" του έργου ως σκηνικό εμπόδιο, ειδικά καθώς απομακρυνόμαστε από την παράδοση του λογοκρατούμενου θεάτρου. Πράγματι, η "Μοναξιά των κάμπων" από γραφής ξεδιπλώνεται ώς μία λεκτική αψιμαχία, που επιζητάει να σκάψεις μέσα της. Κρύβει όμως πολλή βία και μεγάλη υπαρξιακή μοναξιά, όπως τη μεταφέρει ο Κολτές σε δύο ήρωες που παραδέχονται πως ο μόνος τρόπος για να επικοινωνήσουν δεν είναι το άγγιμα αλλά τα όπλα. Στην εκδοχή του Κουλιάμπιν αυτή η παραδοχή μεταφράζεται σε αυτοτιμωρία: η παράσταση κλείνει με μια αυτοκτονία.
Περισσότερες πληροφορίες
Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι
Ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες καθοδηγεί δύο πολυβραβευμένους ηθοποιούς στο μυστηριώδες παιχνίδι ενός ντίλερ με τον πελάτη του, υπό το άγρυπνο βλέμμα της κάμερας.