Η είδηση ότι ο Τζον Μάλκοβιτς θα εμφανιστεί ενώπιον του ελληνικού κοινού θα ήταν από μόνη της μεγάλη κι ας έχουν περάσει μόλις λίγοι μήνες από τον περασμένο Οκτώβριο, τότε, δηλαδή, που τον απολαύσαμε σε ένα μοναδικό σαρκαστικό σόλο στη σκηνή του Ηρωδείου και την παράσταση "The music critic" (σε σύλληψη και δημιουργία του βιολιστή και συνθέτη Αλεξέι Ιγκούντεσμαν) να δίνει φωνή σε μερικές από τις πλέον φαρμακερές κριτικές που γράφτηκαν στην ιστορία της μουσικής. Η δεύτερη εμφάνισή του στη χώρα μας, στη σκηνή της Στέγης αυτήν τη φορά, έρχεται να επισφραγίσει μια ακόμα σημαντικότερη στιγμή: μια "μυθική" συνάντηση σε ένα σημαντικό έργο ενός συγγραφέα που υπήρξε μοναδική περίπτωση στην ιστορία του θεάτρου και την επί σκηνής συνεργασία του Τζον Μάλκοβιτς με τη Λιθουανή ηθοποιό Ινγκεμπόργκα Νταπκουνάιτε και τον βραβευμένο Ρώσο σκηνοθέτη Τιμοφέι Κουλιάμπιν.
Στη "Μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι" που θα παρουσιαστεί για έξι παραστάσεις από τις 9 ως και τις 12 Φεβρουαρίου, ο Μάλκοβιτς ερμηνεύει έναν από τους σκοτεινότερους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου: είναι ο Πελάτης και μαζί με την Νταπκουνάιτε στο ρόλο του Ντίλερ επιδίδονται σε μια τρομερή λεκτική μονομαχία. Η δράση τοποθετείται σε έναν απροσδιόριστο χώρο και χρόνο και φέρνει αντιμέτωπους δύο ανθρώπους σε μια συναλλαγή με υψηλό αντίτιμο και ακόμη υψηλότερο τίμημα, η οποία δεν αποσαφηνίζεται ποτέ τι ακριβώς αφορά. Σίγουρα, ο Μάλκοβιτς δεν χρειάζεται συστάσεις, χάρη στην πρωταγωνιστική συμμετοχή του σε σειρά ταινιών και σε εμβληματικούς, ιδιοσυγκρασιακούς ρόλους, αλλά είναι εξίσου αναγνωρισμένος για τη θεατρική διαδρομή του, που ξεκίνησε από τα 70s, το Σικάγο και το θίασο Steppenwolf, που ίδρυσε με φίλους και συμφοιτητές του και έμελλε να αποδειχθεί μία από τις πλέον πρωτοποριακές θεατρικές ομάδες των ΗΠΑ. Δίπλα του, η Λιθουανή ηθοποιός με το δυσκολοπρόφερτο όνομα, μας είναι περισσότερο γνωστή απ’ ό,τι νομίζουμε. Με συμμετοχές σε σινεφίλ ταινίες όπως ο "Ψεύτης ήλιος" του Νικίτα Μιχάλκοφ αλλά και σε παραγωγές του Χόλιγουντ ("Mission Impossible", "Επτά χρόνια στο Θιβέτ"), με σπουδαία θεατρική καριέρα, και με τουλάχιστον δέκα συνεργασίες με τον Μάλκοβιτς, στο θέατρο και στον κινηματογράφο, αποτελεί ένα ακόμα δυνατό χαρτί της παράστασης.
Γιατί ο Κολτές;
Το θέατρο του Μπερνάρ Μαρί Κολτές είναι αυτό ενός κατ’ επιλογήν "παρία". Γεννημένος στη Γαλλία και λαμβάνοντας αυστηρή ανατροφή και χριστιανική εκπαίδευση, θέλησε γρήγορα να αποτινάξει από πάνω του την "ευρωπαϊκή" ταυτότητα. Ταξίδεψε πολύ, στον Καναδά, στη Νέα Υόρκη, αλλά και στη Σοβιετική Ένωση, τη Νικαράγουα, τη Γουατεμάλα, το Μεξικό και την Αφρική και στα μόλις σαράντα χρόνια της ζωής του (1948-89) έγραψε δώδεκα έργα, δίνοντας φωνή σε περιθωριοποιημένους και αποξενωμένους. Παρά τα δηκτικά κοινωνικά του σχόλια, όμως, ή την κριτική που εκφράζει για την αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική Ευρώπη, ο Κολτές δεν εγκλωβίστηκε στα όρια του πολιτικού θεάτρου. Αντιθέτως, στα έργα του σμίγουν η αγωνία για το υπαρξιακό κενό και τον διεκπεραιωτικό χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων μαζί με θέματα ταυτότητας και ετερότητας καθώς και φιλοσοφικές και ρητορικές αποχρώσεις –χαρακτηριστικοί οι εκτενείς μονόλογοί του– συχνά μέσα σε μια σκηνική συνθήκη που παραμένει αινιγματική και κάποιες φορές αφορά κάποιου είδους συμφωνία ή ανταλλαγή. Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου του: ότι καθώς εκκινεί από μια βαθιά πολιτική και υπαρξιακή ανάγκη, καταφέρνει τη δική του χαρακτηριστική αυτονομία.
Στη "Μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι", οι δύο ήρωες δεν εκφράζονται με σαφήνεια, χρησιμοποιούν όμως τις λέξεις ως όπλο. Ο ίδιος είχε δηλώσει για το έργο: "Στην αρχή είχα σκεφτεί να φέρω αντιμέτωπους έναν τραγουδιστή των μπλουζ κι έναν πανκ. Δύο απόψεις για τη ζωή εντελώς αντίθετες, κι αυτό είναι που έχει σημασία. Όταν η απόσταση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα είναι τόσο μεγάλη, τι μένει; Η διπλωματία, δηλαδή η γλώσσα. Συνομιλούν ή αλληλοσκοτώνονται". Ανέβηκε για πρώτη φορά το 1987 από τον Πατρίς Σερό, όπως και άλλα έργα του ("Αγώνας νέγρου και σκύλων", "Δυτική αποβάθρα"), τα οποία ο σπουδαίος σκηνοθέτης χαρακτήρισε "κοφτερό λεπίδι", ενώ τον ίδιο τον Κολτές "ένα μετεωρίτη που διέσχισε βίαια τον ουρανό μας, μέσα σε μεγάλη εσωτερική μοναξιά".
Η παράσταση και ο σκηνοθέτης
Σε μια κριτική των "New York Times" το 2002 για παράσταση του έργου, ο συντάκτης διερωτάται ποιοι είναι οι ρόλοι που κρύβονται πίσω από τα ονόματα Ντίλερ και Πελάτης: "Είναι πράγματι πρόσωπα ή μήπως κοινωνικές τάξεις, φυλές, έθνη;" γράφει χαρακτηριστικά. Ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν έχει άλλη άποψη: "Υπάρχουν δύο ηθοποιοί, μα μόνο ένας χαρακτήρας. Θα περάσουμε τον περισσότερο χρόνο στο υποσυνείδητο, στους εφιάλτες ενός ατόμου που δεν θα εμφανιστεί ποτέ στη σκηνή. Αντιθέτως, θα δούμε δύο φιγούρες να αντιμάχονται σ’ έναν τεταμένο, συναισθηματικό και περίπλοκο διάλογο. Είναι ο διάλογος ενός ατόμου με τις δικές του κρυφές επιθυμίες και τους φόβους, είναι η ιστορία της ανθρώπινης πολυπλοκότητας, η οποία είναι κάτι ανεπιθύμητο, ακατάλληλο, σχεδόν άσεμνο. Κάνουμε μια παράσταση για έναν σκοτεινό πόθο, αξιόποινο και αναγνωρίσιμο ως έγκλημα σε κάθε κοινωνία σύμφωνα με το νόμο".
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στη Ρίγα της Λετονίας τον περασμένο Μάιο και τώρα στην Αθήνα σημειώνει τον πρώτο σταθμό της παγκόσμιας περιοδείας της. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που θα δούμε εδώ δουλειά του "τρομερού παιδιού" του ρωσικού θεάτρου. Το 2018 είχαμε την τύχη να απολαύσουμε τη μοναδική ανάγνωσή του πάνω στις "Τρεις αδερφές": μια συγκλονιστική τετράωρη παράσταση δοσμένη εξολοκλήρου στη νοηματική, που απέδωσε το τσεχοφικό αριστούργημα σε μια μη αναμενόμενη αλλά βαθιά επιδραστική σκηνική γλώσσα, αναδεικνύοντας τη βαθύτερη ουσία του – και δικαιώνοντας την απόφασή του να παρακούσει τον καθηγητή του στην Ακαδημία που τον συμβούλεψε να περιμένει τουλάχιστον είκοσι χρόνια προτού ασχοληθεί με τον Τσέχοφ. Ο Κουλιάμπιν γεννήθηκε το 1984, αποφοίτησε από την περίφημη Ρωσική Ακαδημία Θεατρικών Τεχνών (GITIS) και μόλις στα 28 του έλαβε το σημαντικότερο θεατρικό βραβείο της χώρας του, τη Χρυσή Μάσκα, για την παράσταση "Ονεγκίν" του Πούσκιν. Λίγο αργότερα δημιούργησε πάταγο με την όπερα "Τανχόιζερ" του Βάγκνερ, καθώς προκάλεσε την ενόχληση της εκκλησίας, ενώ και πρόσφατα άσκησε έντονη κριτική στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Σημειώστε ότι η παράσταση στη Στέγη είναι κατάλληλη για άτομα άνω των 18 ετών και θα δοθεί στην αγγλική γλώσσα (με ελληνικούς υπέρτιτλους).