Το "Έκτο πάτωμα" είναι το επόμενο σκηνοθετικό σου βήμα μετά την "Όμορφη πόλη". Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση που θ’ ανεβάσεις στο Ακροπόλ από τις 3 Φεβρουαρίου;
Η "Όμορφη πόλη" είναι ένα ταξίδι που δεν έχει τελειώσει, καθώς το 2025 θα ξανανέβει για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θοδωράκη και οργανώνω παραστάσεις και μια μεγάλη περιοδεία στο εξωτερικό. Θεωρώ χρέος μου με ένα τρόπο να το συνεχίσω. Με συγκινεί βαθιά και βρίσκω πολύ ουσιαστική τη διεργασία της μεταλαμπάδευσης ενός τόσο σπουδαίου έργου. Μόλις ολοκληρώθηκαν οι παραστάσεις της "Όμορφης πόλης" ήρθε η καραντίνα και βγαίνοντας από αυτή μπήκα σε μία δημιουργική φάση γιατί μου είχε λείψει πάρα πολύ το θέατρο. Χαίρομαι γιατί φαίνεται πως το θέατρο έλλειψε και στους θεατές, οι οποίοι γεμίζουν τις παραστάσεις μετά από δυο χρόνια εγκλεισμού. Οι ιδέες για τα έργα που σκηνοθετώ έρχονται πολύ ξαφνικά, πολύ καρμικά θα έλεγα κι αυτό δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Το "Έκτο πάτωμα" δεν το είχα στο μυαλό μου τα περασμένα χρόνια. Την προηγούμενη άνοιξη που άρχισα να ψάχνω πράγματα ήρθε αιφνίδια η ιδέα και την μοιράστηκα με τον παραγωγό Γιώργο Λυκιαρδόπουλο. Αμέσως ξεκίνησα τις επαφές με τον Σταμάτη Κραουνάκη αρχικά, με τον οποίο γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια και στη συνέχεια αφού πήρα τις ευχές όλων των συντελεστών για το ανέβασμα προχώρησα. Το "Έκτο πάτωμα" μυρίζει θέατρο, για μένα είναι μία φοιτητική μνήμη γιατί όταν το είδα στο θέατρο Περοκέ, το 1991-92, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Έξαρχου ήμουν σπουδαστής του Εθνικού Θεάτρου. Συνήθως δε μου αποτυπώνονται παραστάσεις, αυτή όμως έχει χαραχτεί στη μνήμη μου.
Δεν είναι τυχαία η επιστροφή σου στο μουσικό θέατρο. Τι αγαπάς σε αυτό;
Είμαι προορισμένος για να ακολουθήσω αυτό το είδος, το αγαπώ πολύ κι ας είναι δύσκολο και πολυδάπανο. Πιστεύω πως η παράσταση του "Έκτου πατώματος" με το επιτελείο συντελεστών που έχω και εκτιμώ βαθιά ταιριάζει στο Ακροπόλ. Είμαι χαρούμενος για τους συνεργάτες μου. Tα σκηνικά είναι του Μανόλη Παντελιδάκη, τα κοστούμια του νέου ενδυματολόγου Χάρη Σουλιώτη, ο σχεδιασμός φωτισμού του Λευτέρη Παυλόπουλου και η χορογραφία του Μάρκου Γιακουμόγλου με τον οποίο συνεργαζόμαστε τα τελευταία χρόνια και τον εκτιμώ. Το ελληνικό κοινό έχει αγκαλιάσει το μουσικό θέατρο γιατί είναι συνυφασμένο με την διασκέδαση. Έχει δύναμη η μουσική κι όπως έλεγε ο συγχωρεμένος ο Μίκης Θεοδωράκης "το τραγούδι και η μουσική αποτυπώνονται πολύ βαθιά στο συναίσθημα". Αυτό καθιστά το μουσικό θέατρο πολύ ισχυρό.
Τα τραγούδια είναι ένα δυνατό δραματουργικό υλικό στην παράσταση.
Καθώς μελετούσα για την παράσταση κατάλαβα ακόμα πιο καθαρά πόσο άρρηκτα είναι συνδεδεμένη η μουσική με την διασκευή της Άννας Παναγιωτοπούλου και του Πλάτωνα Μαυρομούστακου. Έχει δημιουργηθεί ένα συμπαγές έργο με τεράστια δύναμη από το μουσικό αποτύπωμα του Σταμάτη Κραουνάκη και την στιχουργική έκφραση της Λίνας Νικολακοπούλου. Τα τραγούδια τραγουδιούνται ακόμη και είναι αποτυπωμένα στην ιστορία του θεάτρου. Από τα δέκα επτά τραγούδια της παράστασης τουλάχιστον τα πέντε είναι επιτυχίες και το καθιστούν πολύ επίκαιρο.
Είναι επίκαιρο γιατί θίγει το θέμα της συνύπαρξης σε μια εποχή που όλοι συζητάμε γι’ αυτήν;
Το έργο αυτό έχει μεγάλη ιστορία και παραμένει διαχρονικό. Το πρωτοπαρουσίασε η Μαρίκα Κοτοπούλη το 1938, ακολούθησε ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο οποίος το ανέβασε το 1964 – ‘65 σε διασκευή του Δημήτρη Γιαννουκάκη με τον τίτλο "Οι κυρίες της αυλής" και η φήμη του απογειώθηκε στη διασκευή που έκαναν η Άννα Παναγιωτοπούλου και ο Πλάτων Μαυρομούστακο στη θρυλική παράσταση του 1991-92 με πρωταγωνιστές τους Χρήστο Βαλαβανίδη, Ελένη Γερασιμίδου, Νένα Μεντή , Έρρικα Μπεγιέτη , Κατιάνα Μπαλανίκα, Γιώργο Νινιό, Στέλιο Μάινα, Σοφία Ολυμπίου, Άννα Παναγιωτοπούλου, Τάσο Χαλκιά, Χρήστο Χατζηπαναγιώτη και άλλους. Ξαναδιαβάζοντας το, με συγκίνησε πολύ βαθιά και το βρήκα ιδιαίτερα σύγχρονο και επίκαιρο γιατί μας πηγαίνει σε μία σύγχρονη κρίση που περνάμε και στην ανάγκη μας να υπάρξει ο ένας δίπλα στον άλλον, να σταθεί ο ένας δίπλα στον άλλον. Αυτό είναι ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό στις δύσκολες στιγμές και το θέμα της συνύπαρξης είναι σημαντικό στο "Έκτο πάτωμα". Παρά το γεγονός ότι το έργο του Αλφρέντ Ζερί διαδραματίζεται στο Παρίσι της δεκαετίας του ΄30, θα μπορούσε κάλλιστα και να εξελίσσεται σε κάποια συνοικία της Αθήνας. Τα πρόσωπα του έργου ελπίζουν, πονηρεύονται, τσακώνονται, κουτσομπολεύουν… Όλοι οι χαρακτήρες παρ' ότι φαντάζουν κωμικοί κρύβουν είναι πολύ βαθύ δράμα.
Στην παράστασή σας προστέθηκε ένας ακόμα ρόλος;
Ναι, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου είναι η αφηγήτρια του έργου, ένα ονειρικό πρόσωπο σαν το πνεύμα του έκτου πατώματος. Σκηνοθετικά είναι σαν να κατευθύνει τους ήρωες συνδέει με κάποιο τρόπο τα πρόσωπα. Είναι ένα πρόσωπο σουρεαλιστικό αρχικά και στο τέλος εντάσσεται στο έργο σαν να είναι μία ένοικος.
Ποιοι ηθοποιοί μοιράζονται τους ρόλους;
Η Ηρώ Μανέ είναι η Κουτσομπόλα Ζερμαίν Λεσκαλιέ, ο Κώστας Μακεδόνας κάνει το σύζυγό της Μαξ, ο Δημήτρης Πιατάς είναι ο κύριος ο Οσπώ και η κόρη του Εντβίζ Οσπώ είναι η Μαριαλένα Ροζάκη. Η Ελένη Καστανή είναι η απαιτητική ιδιοκτήτρια κυρία Μαρέ. Η Δανάη Λουκάκη κάνει το ρόλο την τραγουδίστρια Ζαν και η Ευαγγελία Μουμούρη είναι η Ιρέν, η Κυρία με τα Γκρι. Ο Αρμάντ Εδουάρδος Μενετιάν κάνει τον Ζοζό και ο Βασίλης Αθανασόπουλος τον Ανρύ Ζονβάλ που αναστατώνει τις γυναίκες. Το ρόλο του Γιατρού κρατά ο Δημήτρης Φραγκιόγλου. Ακολουθώ την ιστορία και μια κλασική φόρμα στο ανέβασμα. Δεν θέλω να προχωρήσω σε κανένα νεωτερισμό, κρατάω την εποχή κρατάω και το ύφος. Αισθάνομαι ότι είναι μία πολύ δυνατή ερμηνευτική ομάδα, που παίζει και τραγουδά διαθέτοντας ταλέντο. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες στο "Έκτο πάτωμα" ξορκίσουν όλο αυτό το κακό και την ένταση που ζήσαμε στην απομόνωση. Θυμάμαι ότι στην πρώτη τηλεφωνική κουβέντα με τη Λίνα Νικολακοπούλου που έχει γράψει τους στίχους των τραγουδιών μου είπε ότι "γι’ αυτό το έργο χρειάζονται άτομα, ηθοποιοί που να έχουν πορεία ζωής". Θεωρώ ότι έχει συμβεί αυτό και παράλληλα δίνω το βήμα σε κάποιους νέους που σφύζουν από ταλέντο. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως στην θρυλική παράσταση του 1991 έκαναν το ντεμπούτο τους καταξιωμένοι πλέον ηθοποιοί όπως ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης και ο Γιώργος Νινιός.