Γλαστράκια φορτωμένα λουλούδια και μυρωδικά, στο πιάτο μεζέδες και κρεατικά, και σπιτικά μαγειρέματα τα μεσημέρι στην καινούργια του αυλή στου Ψυρρή.
Το εσωτερικό του «Έναστρον» είναι, ομολογουμένως, πιο εστιατορικό – ατμόσφαιρα που γίνεται πιο έντονη με τις ευτραφείς φιγούρες του Botero στα κάδρα. Η καινούργια του αυλή όμως στη Μίκωνος, με τις χτιστές ασβεστωμένες ζαρντινιέρες και τους λαδοντενεκέδες που γίνονται γλάστρες, τα γεράνια, τις τριανταφυλλιές, τις μπουκαμβίλιες, τα μπέντζαμιν και μια σιδερένια πέργκολα που περιμένει να τρανέψουν τα φυτά και να φτάσουν εκεί πάνω (τώρα φαντάζει λίγο φτωχή), μυρίζει ταβερνάκι. Και στο βάθος… φούρνος. Ο ξυλόφουρνος λειτουργεί μόνο το μεσημέρι και βγάζει μεταξύ άλλων τυρόπιτα με χωριάτικο, τραγανό φύλλο κι ένα αρνί με πατάτες-σκέτο λουκούμι. Η κατσαρόλα ετοιμάζει με τη σειρά της πιάτα ημέρας – ψηφίζω κοτόπουλο με χυλοπίτες πασπαλισμένο με ξινομυζήθρα, μαμαδίστικο κι ό,τι πρέπει για να πάρεις την ελληνική «δόση» σου όταν δεν προλαβαίνεις να επιδοθείς σε προσωπικά μαγειρέματα.
Το βράδυ αναλαμβάνουν οι μεζέδες και τα κρεατικά. Δοκιμάσαμε το λαδοτύρι σαγανάκι, την πληθωρική παστουρμαδόπιτα –έτσι, για να τον καταλαβαίνεις τον παστουρμά (λόγω μεγέθους «κρατάει» παραπάνω λάδι το φύλλο)-, τα καλοφτιαγμένα κεφτεδάκια λαχανικών που δένουν με καλαμποκάλευρο και συνοδεύονται με γιαούρτι και λίγο σκόρδο και μια δροσερή, ανάμεικτη σαλάτα με μια βινεγκρέτ (ωραία, αν και ήθελε καλύτερη ισορροπία λαδιού-ξιδιού). Στα κυρίως, εκτός από τη σχάρα, το «Έναστρον» έχει και πιο διεθνείς προτάσεις, όπως το φιλέτο κοτόπουλο σε σος μπίρας με δεντρολίβανο ή τα φιλέτα, πιπεράτο και αλά κρεμ. Αλλά εγώ νομίζω πως σ’ αυτήν την αυλή πάνε καλύτερα τα ελληνικά. Ιδίως όταν τρως το ραβανί σου με φόντο εκείνο το πανέμορφο, παρότι παρατημένο προς το παρόν, νεοκλασικό της άλλης μεριάς του δρόμου. Κέντρο Αθήνας, σαν γειτονιά.
Up: Τα μεσημεριανά «καμώματα» του φούρνου και της κατσαρόλας. Down: Τα ρολάκια με λαχανικά και σύγκλινο ήταν κρύα στο εσωτερικό.