
Η Αθήνα μας μπορεί να υπερηφανεύεται ή/και να βαυκαλίζεται ότι υπερτερεί έναντι των υπολοίπων ευρωπαϊκών πρωτευουσών για τρία πράγματα. Πρώτον την αδιαπραγμάτευτη ιστορία, δεύτερον τον σταθερό σύμμαχο μας, τον αττικό ήλιο και τρίτον τη ζωντανή εστιατορική σκηνή (λέγε με εστίαση). Άραγε είναι ζωντανή η "φάση" στην πόλη για όλους, εκτός από ένα πιο "ψαγμένο"/ελιτίστικο κοινό;
Χρήζει σχετικής αποστασιοποίησης, αλλά ας προσπαθήσουμε να παρατηρήσουμε αφήνοντας στην άκρη κατάλοιπα proud Athenian και μεσήλικα φασαίου. Σε μια υπεροκορεσμένη αγορά όπου τα μαγαζιά ανοιγοκλείνουν πιο γρήγορα και από το καβούρδισμα του 100% Arabica καφέ βιολογικής καλλιέργειας από την Costa Rica, τρέχουμε σαν χάμστερ σε μια ρόδα με "νέες αφίξεις" και το επόμενο talk of the town της πόλης.
Στην Αθήνα, τα μαγαζιά δεν προλαβαίνουν να γεράσουν. Μονάχα γεννιούνται ακόμη περισσότερα νέα εξεζητημένα (;;;) concept λες και έχουν φτιαχτεί με ΑΙ. Φαίνονται όλα σωστά, κάνουν τικ σε όλα τα "πρέπει" της αλγοριθμικής μας πόλης αλλά νιώθεις μέσα σου πως κάτι πάει λάθος. Λείπει η ψυχή.

Αν αυτό οφείλεται κυρίως στον υπερτουρισμό, ή την αποικιοκρατική αντιμετώπιση του κέντρου ή στο ότι η εστίαση όλο και περισσότερο περιορίζεται στα χέρια λίγων, που στήνουν μαγαζιά σαν πιόνια σε σκακιέρα, είναι μια άλλη συζήτηση. Συμψηφιστικά αν το δεις, πάντως, έχουμε κατακλυστεί από πανομοιότυπα μαγαζιά που προσφέρουν τις ίδιες επιτηδευμένες συγκινήσεις που προορίζονται για το tik tok. Άσε που στο τέλος φεύγεις έχοντας πληρώσει 50 ευρώ για κάτι που δεν είσαι σίγουρος αν σε ικανοποίησε πραγματικά ή αν έπεσες θύμα της αυθυποβολής του hype.
Για εκείνο που είσαι βέβαιος είναι ότι αυτό το μαγαζί μοιάζει με ένα άλλο… που θυμίζει ένα άλλο…μέχρι να κλείσει ο φαύλος κύκλος της κοινοτυπίας. Τόσο ιδιαίτερο, που νόμιζες πως έχεις ξαναμπεί δέκα φορές. Ακολουθούν λοιπόν κάποιες καθιερωμένες ιδέες, κατευθείαν από το manual του μέσου hip μαγαζιού, που θα θέλαμε "αναπαυτούν" για λίγο καιρό. Τουλάχιστον όσο διαρκεί ένα μικρό τσαλάκωμα στη λεία επιφάνεια της προβλεψιμότητας.

Στην υγεία μας ρε audiophiles
Κάθε εστιατόριο και (γαστρο)ταβέρνα που σέβεται τον εαυτό της φτιάχτηκε για να ικανοποιεί τις βαθιά απαιτητικές ανάγκες του κάθε audiophile. Ανεξαρτήτως αν οι φιλότιμες προσπάθειες των δισκοθετών να πετύχουν τις μεταβάσεις -ενώ έχουν δίπλα στα πολύτιμα βινύλιά τους κατσικάκι τσιγαριαστό- πέφτουν σε τοίχο.
Όταν η συνθήκη επιβάλει τσούγκρισμα ποτηριών, περιγραφή πιατών από τους σερβιτόρους και μασούλημα, η μουσική είναι καταδικασμένη να λειτουργεί μόνο ως background. Δεν φταις εσύ που απαξιώνεις τη μουσική γιατί είσαι αφοσιωμένος στα παϊδάκια μπροστά σου. Κυρίως, φταίνε αυτοί που θεώρησαν τα παϊδάκια με τον Aphex Twin καλό πάντρεμα.
Ό,τι πιο neon
Κάθε all day που σέβεται τον εαυτό του έχει κάπου κρεμάσει περήφανα στον τοίχο του μια σειρά από neon φώτα… που κάτι λένε. Από manifestation για τη ζωή μέχρι τσαχπίνικα quotes ψαρεμένα από το Instagram, οι τοίχοι στα μαγαζιά διψούν για προσοχή αλλά κυρίως για ένα story.
Αν τα πρώτα 10 που συναντούσες είχαν κάποιο ενδιαφέρον, έστω προκαλούσαν ένα "διάλογο" με το συγκεκριμένο μέρος, πλέον που μετράμε neon φωτάκια ανά δύο μαγαζιά δεν υπάρχει και μεγάλη έκπληξη. Στην σπάνια εκείνη περίπτωση που ανοίξουμε τα μάτια με ενθουσιασμό γιατί διαβάσαμε κάτι οικείο, απλώς συμβαίνει cause we're the fishes.

Το "γαστρό" που πάει με όλα
Σε αυτή την περίπτωση η ευθύνη οφείλει να μοιραστεί ισότιμα στους ιδιοκτήτες εστιατορίων και σε εμάς τους δημοσιογράφους που έχουμε ξεχειλώσει τη λεξιπλασία. Θυμάστε πριν από 4-5 χρόνια που οι κατηγορίες των μαγαζιών ήταν ταβέρνα, εστιατόριο, fast food, all day και μεζεδοπωλείο. Αθώες μικρές λέξεις!
Τώρα η παρέλαση των ορολογιών- νεωτερισμών θα σταματήσει όταν εξαντληθεί ο "πλούτος της ελληνικής γλώσσας". Άρα ποτέ. Αν ο κύριος Μπαμπινιώτης και οι αξιόλογοι συνάδελφοι του έχουν το κουράγιο, θα ήθελα να συζητηθούν η παϊδάκοταβέρνα, το γαστροκουτούκι, η ζυμο-spritzeria και στη συνέχεια δημοσιογράφοι και εστιάτορες να κάνουμε ένα group therapy για το λόγο που ενοχλούμε τις λέξεις. Ψυχοβγαλτικανούσια.
Βρέχει φωτιά στη σάλα του
Ποιος δεν απολαμβάνει να παρακολουθεί ένα ωραίο κομμάτι κρέας να αλλάζει χρώμα, σχεδόν τελετουργικά, καθώς πυρώνεται στη φωτιά. Και παράπονο δεν έχουμε στην Αθήνα, αφού έχει γεμίσει με ξυλόφουρνους και κουζίνες με ανοιχτές φωτιές.
Το κατά πόσο όλα αυτά τα μαγαζιά έχουν επιτυχημένα εξημερώσει τη φωτιά με την τεχνογνωσία τους ώστε τα πιάτα που βγαίνουν από αυτή τη φαντασμαγορία της φλόγας να διατηρούν με συνέπεια τη νοστιμιά τους, είναι ένα θέμα. Το άλλο ερώτημα είναι πως τα απλά τίμια χόρτα που μπορεί να κοστίζουν 4-5 ευρώ, όταν έρθουν σε επαφή με την ανοιχτή φωτιά και τις φλεγόμενες πύλες μιας σχάρας, διπλασιάζουν την τιμή τους.

Εις το όνομα του γραφικός
Θυμάσαι κάποτε που τα περισσότερα εστιατόρια είχαν ονόματα που σε προδιάθεταν σε κάτι ονειρικό ή ταξιδιάρικό; Πόσα Remezzo, Del Mar, Cavo, Ambrosia συναντούσαμε κάποτε σε όλη την Ελλάδα. Στις μέρες μας, είναι πιο πιθανό να μη βρίσκεις να κάνεις κράτηση στο "Ρεμπεσκέ". Ξαφνικά, λαϊκές, προφορικές, ιδιωματικές λέξεις φιγουράρουν σε αφαιρετικές γραμματοσειρές στις εισόδους μαγαζιών. Και δε λέω, η αργκό είναι πολύ cool. Απλώς έχουμε φτάσει στο σημείο, όπου η μισή εστιατορική σκηνή είναι σαν να έχει βαφτιστεί από φάρσα του Φουσέκη. Δηλαδή, κάπου όπα! Μπαγαπόντηδες.
Αφιλτράριστη και θολή, σαν την πραγματικότητα
Προφανώς δεν το μαθαίνετε από εμένα πως τα φυσικά κρασιά είναι μια παγκόσμια τάση ούτε ότι οι οινόφιλοι έχουν διχαστεί μεταξύ team θειώδη και team φυσική οινοποίηση. Ο υπερβολικός ζήλος, που δείχνει ακόμη μια φορά η χώρα μας αναφορικά με τα trends, κατέληξε σε μια καταιγιστική επικράτηση των φυσικών κρασιών στις λίστες πολλών εστιατορίων και wine bars.
Για να μην παρεξηγηθούμε, φυσικά (see what I did there) και οφείλουν να υπάρχουν τα φυσικά κρασιά στους καταλόγους. Όπως και μια χαρά δίνουν το στίγμα τους τα βινύλια, οι ξυλόφουρνοι, οι ατάκες με neon φώτα, οι ανοιχτές φωτιές, τα cheesy ονόματα. Απλά όχι everything everywhere all at once.
Η κεντρική φωτογραφία είναι δημιουργία του ΑΙ. Όπως μοιάζει και ένα μέρος της εστίασης στην πόλη.