Σαν κινηματογραφικό σκηνικό ξεδιπλώνεται η σάλα του "Brasserie Lorraine", ενός εστιατορίου που μπορεί να έχει συμπληρώσει ήδη τρία χρόνια από την πρώτη του μέρα, διατηρεί όμως αύρα καινούριου, αφού έκανε το ντεμπούτο του το χειμώνα του 2020 και πέρασε το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του στο άβολο χρονικό κενό των διαδοχικών lockdown. Τώρα όμως, που διανύει την πρώτη του σεζόν πλήρους κανονικότητας, αυτό το μικρό και ζεστό παριζιάνικο μπιστρό αξίζει τη θέση του στα χειμωνιάτικα στέκια μας.
Με μια τέτοια αύρα αγκαλιάζει τον επισκέπτη του άλλωστε, αυτήν ενός χειμωνιάτικου στεκιού, με την παχιά βελούδινη κουρτίνα της εισόδου να αποκαλύπτει το όμορφα φωτισμένο, μαρμάρινο μπαρ, που οδηγεί το βλέμμα στη σάλα με τη σκούρα μπουαζερί και τα μπελ επόκ κάδρα στους τοίχους. Ξεδιπλώνοντας μια ποιότητα κινηματογραφική, το πράσινο βελούδο στις καρέκλες, αλλά και στους καναπέδες που γεμίζουν τη μια πλευρά του μαγαζιού, αντανακλάται στους καθρέφτες και το χρυσό καφασωτό ταβάνι, δίνοντας ατμόσφαιρα από Οριάν Εξπρές στη σάλα, ενώ οι μεγάλες τζαμαρίες προς τη Σπευσίπου εντείνουν την αίσθηση ενός γαστρονομικού βαγονιού που ταξιδεύει στην καρδιά του Κολωνακίου – κομπλέ με το πιάνο και τη ζωντανή μουσική του, μάλιστα, που προσθέτει στον κοσμοπολίτικο τόνο του μαγαζιού.
Την παρτιτούρα του μενού συνθέτει ένα best of από παριζιάνικα hits, με steak tartare, entrecôte, σαλιγκάρια Βουργουνδίας και άλλα φαβορί να πρωταγωνιστούν, και σπιρτόζικες αναδιατυπώσεις της γαλλικής αξάν, όπως το foie gras με γλυκιά κολοκύθα και πιπέρι σετσουάν, ή τα χτένια με beurre blanc miso, νουάζετ και ρόκα, να προσθέτουν ambiance exotique στη γευστική συγχορδία που διευθύνει ο σεφ Παναγιώτος Ζώκος στην κουζίνα. Απ’ αυτά τα τελευταία, τα χτένια που έρχονται άψογα ψημένα γοητεύουν με τη φρεσκάδα τους και κερδίζουν σε βάθος και πολυπλοκότητα από τη βουτυράτη συνοδεία τους, ενώ το φουά γκρα, αν και φλερτάρει επικίνδυνα με τον γευστικό πλεονασμό, κλίνει προς τη σωστή πλευρά του πληθωρικού. Στον αντίποδα, τα σπαράγγια που έρχονται γκρατινέ με τυρί comte, δεν έχουν να αφηγηθούν πολλά στον παραλήπτη τους, όμως το ταρτάρ που λέγαμε, που χρωστάει την αφράτη μπουκιά του στην ελληνική μοσχίδα που έχει ως βάση, έχει για υπογραφή τις ανεβασμένες εντάσεις σε κάψα και οξύτητα, όπως τις προτιμά ο Ζώκος, κερδίζοντας ωραίες ανάσες δροσιάς από το λάδι μυρωδικών του.
Η entrecote από Black Angus πρωταγωνίστησε δικαίως στο τραπέζι με την άφιξή του, με το άψογο ψήσιμό του να αποκαλύπτει τρυφερή μπουκιά με κρεάτινο βάθος (τη συνοδεύουν επάξια οι απαραίτητες γαρνιτούρες, από τον τρουφάτο πουρέ και τις λεπτοκομμένες τηγανιτές πατάτες, ως τις σος μπεαρνέζ και πιπεριού), ενώ η πάπια α λ’ οράνζ, αν και μαυλιστική στη στακάτη σάλτσα της, θα ωφελούταν από λίγη προσοχή στη σάρκα της. Η all time classic γλώσσα meuniere υποστήριξε την ιστορία της με τη ζουμερή κι ολόφρεσκη σάρκα της, αφήσαμε όμως για την επόμενη επίσκεψή μας το βαρύ πυροβολικό των tournedos Rossini, με φουά γκρα και τρούφα πάνω σε μοσχαρίσιο φιλέτο βουτηγμένο σε σάλτσα κρασιού, για να αφωσιοθούμε στο αφράτο Paris-Brest με πραλίνα φουντουκιού, που υπέγραψε το γλυκό φινάλε.
+ Η ωραία δουλειά στο μπαρ, με την ιντριγκαδόρικη γκάμα από Martinis, αλλά και την προσεγμένη επιλογή σε classic και signature cocktails προσθέτουν στην εμπειρία ενός φινετσάτου dinner.
- Η ένταση της μουσικής συνοδείας χρειάζεται ρεγουλάρισμα ώστε να μην μετατρέπει τη ζωηρή ατμόσφαιρα σε κουραστική οχλαγωγία.