Με το HD-DVD να έχει πάρει ως φορμά το δρόμο για το περίφημο... "χρονοντούλαπο της ιστορίας" και το Blu-ray να εκπροσωπεί μόνο του σε λίγο καιρό τις ταινίες υψηλής ευκρίνειας σε μορφή δίσκου, θα περίμενε κανείς ότι η αγορά του home cinema δεν έχει πλέον κανένα λόγο δισταγμού για να ξεκινήσει μαζικά τη μετανάστευση στη χώρα του high definition. Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική. Μπορεί το ενδιαφέρον για το Blu-ray να έχει τονωθεί, μπορεί οι πωλήσεις του να αυξηθούν τους επόμενους μήνες, όμως όλα αυτά συνεχίζουν να αφορούν ένα πολύ, πάρα πολύ μικρό τμήμα του παγκόσμιου κοινού. Το χειρότερο; Η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει σύντομα, αν οι έρευνες και οι μελέτες των εταιρειών ανάλυσης αγοράς ανταποκρίνονται έστω σε εν μέρει στην πραγματικότητα.
Πρόσφατες εκθέσεις από έναν σημαντικό αριθμό εταιρειών που διεξάγουν τέτοιες έρευνες οδηγούν στο ίδιο εν γένει συμπέρασμα: η μεγάλη πλειοψηφία του mainstream κοινού, όπου "κρύβεται" ουσιαστικά η πραγματική εμπορική επιτυχία μιας οποιαδήποτε τεχνολογίας και τα μεγάλα κέρδη για τις εμπλεκόμενες εταιρείες, δεν είναι ακόμη έτοιμη να "αγκαλιάσει" το hi-def περιεχόμενο με τον ίδιο ενθουσιασμό που κάποια εκατομμύρια καταναλωτών έχουν πράξει την τελευταία διετία. Δεν πρόκειται για... κοσμογονική ανακάλυψη, φυσικά, καθώς ολοφάνερα ο καθένας μπορεί από τον περίγυρό του να διαπιστώσει πως το 1080p, ο ήχος 7.1 και οι ταινίες σε Blu-ray και παραμένουν έννοιες που δεν έχουν αποκτήσει κανένα νόημα στο πλαίσιο της καθημερινότητας.
Υπάρχει φυσικά μία σειρά από εξηγήσεις που χαρακτηρίζονται ως μάλλον προφανείς. Έχουν να κάνουν με το κόστος απόκτησης μίας τηλεόρασης υψηλής ευκρίνειας, απαραίτητης για τη θέαση του περιεχομένου των Blu-ray: ειδικά αν μιλήσει κανείς για την "πραγματική" υψηλή ευκρίνεια των 1080p - και τις 40 οι περισσότερες ίντσες, όπου καταλαβαίνει κανείς τη διαφορά στη λεπτομέρεια - τα 1500+ δολάρια/ευρώ δεν είναι αμελητέα, εξ ου και η χαμηλή ακόμη διείσδυση των panel αυτών (μικρότερη του 5% παγκοσμίως). Έχουν να κάνουν με το κόστος απόκτησης νέου player, καθώς οι νέοι δίσκοι φυσικά δεν αναπαράγονται στα DVD player (τις ημέρες που γράφονταν αυτές οι γραμμές, φθηνότερο τέτοιο player παραμένει το PS3 των 400 δολαρίων/ευρώ). Έχουν να κάνουν επίσης με την περιορισμένη γκάμα τίτλων και την ομολογουμένως χαμηλή ποιότητα πολλών από αυτούς, στοιχεία πάντοτε υπολογίσιμα.
Υπάρχουν όμως και εξηγήσεις λιγότερο προφανείς, αλλά το ίδιο σημαντικές. Υπάγονται, δε, στη λεγόμενη... "θεωρία του good enough", η οποία όποτε έχει διαπιστωθεί ως συμπεριφορά που χαρακτηρίζει το καταναλωτικό κοινό, έχει σταθεί εμπόδιο σε μεταβάσεις όπως αυτή για την οποία συζητάμε. Η συλλογιστική της είναι απλή: αν μία καθιερωμένη τεχνολογία κρίνεται από τον πιο πολύ κόσμο ως "αρκετά καλή" (good enough ή... "μια χαρά μωρέ" σε όρους καθομιλουμένης), είναι δύσκολο να δώσει τη θέση της σε μία νέα. Και το DVD είναι αυτή τη στιγμή good enough για ένα πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό του κοινού. Παρά την αδιαμφισβήτητη τεχνολογική υπεροχή του Blu-ray, ένα DVD σε συμβατική τηλεόραση ή ένα αναβαθμισμένης ανάλυσης (upscaled) σε υψηλής ευκρίνειας τηλεόραση, σε καθημερινές συνθήκες, είναι πολύ απλά good enough.
Με άλλα λόγια, τα DVD και τα Blu-ray δεν τα χωρίζει, στα μάτια του ευρύτερου κοινού, το ίδιο μεγάλο χάσμα που χώριζε στην περασμένη δεκαετία τις κασέτες VHS και το DVD. Τη διαφορά ανάμεσα σε ένα ποιοτικό DVD και ένα Blu-ray, πάρα πολλοί άνθρωποι θα πρέπει να παρακολουθήσουν την ίδια ταινία σε αντίστοιχα εξοπλισμένα συστήματα... δίπλα-δίπλα για να την διακρίνουν (και δεν ξέρουμε πολύ κόσμο που να έχει αυτήν την πολυτέλεια). Υπό αυτήν την οπτική γωνία, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, για πολύ κόσμο, ο... "πόλεμος της υψηλής ευκρίνειας" ανάμεσα στα δύο φορμά δίσκων δεν εκτυλίχθηκε ποτέ, αφού το ενδιαφέρον τους και για τα δύο ήταν εν τέλει ανύπαρκτο.
Αυτό για το οποίο δεν είχαν σε καμία περίπτωση προετοιμαστεί όλες οι εμπλεκόμενες εταιρείες, ήταν το απλό γεγονός ότι το πλεονέκτημα των νέων δίσκων (το ότι μοιάζουν δηλαδή με τους παλιότερους, με τους οποίους το κοινό είναι εξοικειωμένο), λειτουργεί και αντίστροφα: αν... παραμοιάζουν, και αν το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα δεν απέχει σε θεαματικό βαθμό, το ίδιο αυτό κοινό δεν βλέπει λόγο να κάνει την επένδυση σε νέο εξοπλισμό και νέα μορφή ταινιών. Ευθύνη, φυσικά, για τη σημερινή κατάσταση, φέρουν σε πολύ μεγάλο βαθμό και οι ίδιες. Αν, για παράδειγμα, τα στρατόπεδα των Sony και Toshiba είχαν συμφωνήσει σε ένα, μοναδικό και κοινώς αποδεκτό πρότυπο για τους δίσκους υψηλής ευκρίνειας εξ αρχής, η αγορά δεν θα είχε καθυστερήσει για δύο ολόκληρα χρόνια να κάνει τον συνηθισμένο της "κύκλο εξοικείωσης". Αν όλες οι κατασκευάστριες εταιρείες είχαν καταστήσει σαφή με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του ενός αυτού φορμά, δεν θα υπήρχε στην αγορά ο "θόρυβος" από φωνές αλληλοσυγκρουόμενες, που απώθησε τους πάντες πλην των τεχνολατρών σινεφίλ. Αν η Sony και οι συνεργάτιδές της είχε παγιώσει την προδιαγραφή του Blu-ray όπως έπρεπε, δεν θα ταλαιπωρούσε περαιτέρω την αγορά με player... τριών διαφορετικών εκδόσεων και δυνατοτήτων. Και αν οι κινηματογραφικές εταιρείες είχαν κυκλοφορήσει πολύ περισσότερες (όχι πέντε ή έξι) ταινίες που κάνουν αισθητά τα πλεονεκτήματα της "νέας γενιάς", από τις εναλλακτικές γωνίες θέασης και τις δυνατότητες αλληλεπίδρασης, μέχρι το picture in picture και τη διασύνδεση με το Internet, θα είχαν επίσης διευκολύνει τα πράγματα. Αντιθέτως, τίποτε από αυτά δεν συνέβη.
Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν το 2008 ως χρονιά αποφασιστικής σημασίας για την υιοθέτηση της υψηλής ευκρίνειας. Εξίσου πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι όχι το τρέχον, αλλά ούτε το επόμενο έτος θα είναι αυτό που θα "κάνει τη διαφορά". Δεν θα είμαστε τόσο αισιόδοξοι ή αντίστοιχα απαισιόδοξοι, θα παρατηρήσουμε όμως πως, ό,τι είναι να συμβεί, πρέπει να συμβεί σύντομα. Αν η μετάβαση στην υψηλή ευκρίνεια εννοούν όλοι οι εμπλεκόμενοι να συμβεί, τότε όλοι οι παράγοντες που έτυχαν αναφοράς παραπάνω θα πρέπει να "ευθυγραμμιστούν" ευνοϊκά σε ένα κλίμα τέτοιο, που να μην παρεμποδίζεται με κανένα τρόπο η σχετική απόφαση εκ μέρους του καταναλωτή. Οι τιμές των panel υψηλής ευκρίνειας θα πρέπει να μειωθούν. Των player το ίδιο. Οι τεχνικές προδιαγραφές των Blu-ray θα πρέπει να παγιωθούν, η γκάμα των ταινιών στο φορμά να διευρυνθεί, να δούμε ποιοτικότερες, θεαματικότερες κυκλοφορίες που δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας για την υπεροχή τους έναντι του DVD. Διαφορετικά, το "good enough" θα αποδειχθεί... "more than enough" για να επιτρέψει την επικράτηση του πειρατικού ή ποιοτικά μέτριου "hi-def" περιεχομένου από το Internet, εγκλωβίζοντας το χώρο του εμπορικά αγορασμένου δίσκου σε απελπιστικά μικρό μερίδιο αγοράς. Και αυτό δεν το θέλει καμία κινηματογραφική και κανένας κατασκευαστής, σωστά;