Διανύουμε τις ετησίως καθιερωμένες ημέρες της... "νηνεμίας πριν από την καταιγίδα" στην αγορά των τηλεοράσεων: η φετινή CES έχει πια "περάσει στην ιστορία", οι ανακοινώσεις από τους περισσότερους κατασκευαστές για το 2024 έχουν ήδη γίνει αλλά τα πρώτα νέα μοντέλα δεν έχουν ακόμη κυκλοφορήσει και τα καλύτερα από αυτά... αργούν ακόμη. Όπως πάντοτε οι θιασώτες της ποιοτικής τηλεοπτικής εικόνας κάνουν τις δικές τους υποθέσεις και εικασίες όσον αφορά στο ποιές νέες τηλεοράσεις θα διακριθούν, όμως φέτος υπάρχει και κάτι διαφορετικό σε όλα αυτά: σε αντίθεση με το 2023 και το 2022, που οι βελτιωμένες οθόνες MiniLED, MLA OLED και QD-OLED αυτές καθ' αυτές ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας εξέλιξης της τηλεοπτικής εικόνας, φέτος όλα δείχνουν πως εκεί δεν θα έχουμε αντίστοιχα μεγάλη πρόοδο.
Όχι. Φέτος, αντί για το υλικό, θα είναι το λογισμικό που ελέγχει τις οθόνες του 2024 αυτό που θα επηρεάσει την εξέλιξη της τηλεοπτικής απεικόνισης περισσότερο. Αυτό το στοιχείο, δε, είναι πολύ πιθανό να αναδειχθεί σε διαφοροποιό ανάμεσα στους κορυφαίους κατασκευαστές, ειδικά όταν μιλά κανείς για τις καλύτερες τηλεοράσεις αυτής της "σεζόν". Με λίγα λόγια: όσον αφορά στην ποιότητα εικόνας, το 2024 πρώτο λόγο θα έχει η επεξεργασία της, κοινώς οι αλγόριθμοι που αναλαμβάνουν αυτήν την "αποστολή". Ορίστε οι λόγοι.
Οθόνες OLED, QD-OLED, MiniLED το 2024: βελτιώσεις "στα σημεία"
Πρώτα απ' όλα: όσον αφορά στην ποιότητα της τηλεοπτικής απεικόνισης, φέτος τον κύριο λόγο θα έχει το software γιατί το... hardware - οι οθόνες που αξιοποιούν τα νέα μοντέλα και οι επεξεργαστές που ελέγχουν τις οθόνες αυτές - έχουν σημειώσει σχετικά μικρή πρόοδο. Σίγουρα μικρότερη από αυτήν που είδαμε το 2022 και το 2023 με την έλευση των οθονών τεχνολογίας QD-OLED και MLA-OLED, για παράδειγμα. Βάσει λοιπόν όσων έχουν ανακοινωθεί μέχρι στιγμής από τους κατασκευαστές, οι καταναλωτές δεν θα πρέπει να περιμένουν φέτος μεγάλο "βήμα μπροστά" στην ποιότητα εικόνας σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, τουλάχιστον όχι όσον αφορά στους δείκτες επιδόσεων με τους οποίους κρίνονται οι τηλεοράσεις παραδοσιακά.
Οι οθόνες MLA OLED δεύτερης γενιάς και QD-OLED τρίτης γενιάς, για παράδειγμα, θα είναι μεν φωτεινότερες από τις προκατόχους τους, αλλά όχι κατά πολύ. Τουλάχιστον όχι εκεί όπου έχει την περισσότερη σημασία στα μάτια των περισσότερων καταναλωτών στους οποίους απευθύνονται τα κορυφαία μοντέλα τηλεοράσεων, δηλαδή στην φωτεινότητα πλήρους οθόνης και στην φωτεινότητα όταν οι τηλεοράσεις αυτές λειτουργούν σε επιλογή εικόνας ακριβούς απόδοσης χρωματικής. Περισσότερο εντυπωσιακά highlights, καλύτερη διαχείριση των σκιών κοντά στο μαύρο και ορισμένα χρώματα περισσότερο κορεσμένα - εξαρτάται και από το εκάστοτε περιεχόμενο - είναι το πιο πολύ που μπορούμε να περιμένουμε φέτος ρεαλιστικά. Δεν είναι αμελητέο, δεν είναι όμως και "άλμα μπροστά", ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως οι ποιοτικές τηλεοράσεις OLED/QD-OLED έχουν πλέον επιλύσει πρακτικά όλα τα "θέματα" που είχαν στο παρελθόν κι έχουν αγγίξει το τέλειο.
Το ίδιο ισχύει και για τις νέες τηλεοράσεις LCD που βασίζονται σε τεχνολογία MiniLED. Αν και ορισμένα από αυτά τα μοντέλα επικαλούνται την χρήση 10 ή 15 ή 20 χιλιάδων ζωνών τοπικού υποφωτισμού και πάνω από 5000 nits φωτεινότητας, η αλήθεια είναι άλλη: οι τηλεοράσεις LED/QLED/QNED ποτέ δεν θα απαλλαγούν πλήρως από τα εγγενή, αιώνια προβλήματα της απεικόνισης των οθονών LCD (όπως το haloing ή το blooming) και η... μυθική τηλεόραση LED που κάποτε αποκαλούσαμε "OLED-killer" δεν κατάφερε να εμφανιστεί εγκαίρως - οπότε τώρα που οι ποιοτικές τηλεοράσεις OLED είναι επαρκώς φωτεινές για την πλειοψηφία των σεναρίων χρήσης, δεν έχει καν νόημα αυτός ο όρος.
Κατά συνέπεια, ακόμη και οι καλύτερες τηλεοράσεις MiniLED του 2024 θα προσφέρουν εν πολλοίς σε μεγαλύτερο βαθμό αυτό που οι προκάτοχοί τους προσέφεραν ήδη: ακόμη υψηλότερη φωτεινότητα συνολική - καταλληλότερη για πάρα πολύ φωτεινά περιβάλλοντα όπου οι καλύτερες τηλεοράσεις OLED δυσκολεύονται να διατηρήσουν την αντίθεση της εικόνας τους αναλλοίωτη - εντονότερα highlights και εκθαμβωτικά χρώματα σε περιεχόμενο HDR. Υπάρχουν άλλοι τρόποι με τους οποίους τα νέα μοντέλα MiniLED θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αγορά της τηλεόρασης φέτος - καθιερώνοντας τις μεγάλες διαγωνίους και επιβάλλοντας μειωμένες τιμές, για παράδειγμα - αλλά ο ρόλος τους όσον αφορά στην ποιότητα εικόνας είναι εν πολλοίς καθορισμένος.
Όλα αυτά οδηγούν... νομοτελειακά στο προφανές συμπέρασμα: αν οι οθόνες MiniLED γίνουν απλώς περισσότερο εντυπωσιακές σε όσα ήταν ήδη και οι οθόνες OLED/QD-OLED μόνο υπό όρους φωτεινότερες, πώς θα "κάνουν την διαφορά" τα υποσυστήματα επεξεργασίας στην τηλεοπτική ποιότητα απεικόνισης φέτος;
Έμφαση στην επεξεργασία εικόνας, συμμετοχή πια και της ΑΙ
Η απάντηση δεν είναι κατά βάση περίπλοκη, καθώς η αλήθεια είναι πως το λογισμικό πάντοτε επηρέαζε την ποιότητα της τηλεοπτικής απεικόνισης περισσότερο απ' όσο φαντάζονται οι πιο πολλοί καταναλωτές - δεν είναι, με άλλα λόγια, τόσο ασυνήθιστο να παίξει μεγάλο ρόλο και το 2024. Όμως αυτή τη φορά είναι οι ίδιοι οι κατασκευαστές που διατείνονται πως έχουν δώσει έμφαση στην τεχνητή νοημοσύνη και τα εξελιγμένα υποσυστήματα επεξεργασίας εικόνας περισσότερο από ποτέ - εν μέρει λόγω της προσοχής που έχει από τα μέσα ενημέρωσης σχετικό με ΑΙ, προφανώς - δημιουργώντας προσδοκίες, αλλά και ερωτήσεις ταυτόχρονα.
H LG, για παράδειγμα, προκάλεσε σε πολύ κόσμο έκπληξη τον Ιανουάριο όταν δήλωσε ότι ο "ιδιοφυής της επεξεργαστής ΑΙ, ο Alpha 11, προσαρμόζει επιδέξια τα χρώματα της εικόνας αναλύοντας συχνά χρησιμοποιούμενες αποχρώσεις που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα που οι σκηνοθέτες και δημιουργοί περιεχομένου ήθελαν να εκφράσουν". Ο... παράτολμος αυτός ισχυρισμός της LG όχι μόνο έδωσε την εντύπωση του αλαζονικού κατά την άποψη πολλών - ειδικά όσων εκτιμούν την επαγγελματική δημιουργική δουλειά αναλλοίωτη - αλλά εξόργισε όλους εκείνους που έχουν μεγάλες αντιρρήσεις για την χρήση της ΑΙ σε θέματα τόσο λεπτά και υποκειμενικά όσο η ερμηνεία της πρόθεσης ενός δημιουργού.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει οποιοσδήποτε το γιατί. Το να αξιοποιείται ένα σύστημα επεξεργασίας εικόνας για αναβάθμιση ανάλυσης, για να καταστείλει αλλοιώσεις που οφείλονται στην υπερσυμπίεση του αρχικού υλικού ή να βοηθήσει στον διαχωρισμό προσκηνίου και παρασκηνίου σε δύσκολα πλάνα είναι ένα πράγμα. Να χρησιμοποιείται ένα σύστημα επεξεργασίας εικόνας για να "αποφασίζει" ποιές αποχρώσεις "ταιριάζουν" περισσότερο σε μία ταινία βάσει του τί θεωρεί "καλύτερο για την ατμόσφαιρα και το συναίσθημά της" ένα προκαθορισμένο σετ δεδομένων, είναι ένα τελείως διαφορετικό πράγμα. Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς ένα τέτοιο σύστημα να κάνει σωστές, αλλά και λανθασμένες επιλογές προσπαθώντας να "βελτιώσει" χρωματικά τόσα πολλά διαφορετικά σύγχρονα φιλμ: άλλες φορές θα τα καταφέρνει, άλλες φορές θα το παρακάνει και άλλες φορές μπορεί κυριολεκτικά να καταστρέφει την όψη μιας ταινίας, απομακρύνοντάς της από αυτό που όντως επεδίωκαν οι δημιουργοί της. Ιστορικά... δεν θα ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά ακόμη και χωρίς την επέμβαση των ρουτινών AI.
Η όλη αυτή συζήτηση σχετικά με την χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην επεξεργασία της τηλεοπτικής εικόνας πιθανότατα αξίζει άρθρο ξεχωριστό καθώς εγείρει μία σειρά από ερωτήματα δύσκολα στην απάντηση. Πώς μπορούν να εμπιστευτούν, σίγουρα σε αυτήν την φάση, οι καταναλωτές τις ρουτίνες τεχνητής νοημοσύνης στην λήψη καθοριστικών αποφάσεων για την απεικόνιση καλλιτεχνικού περιεχομένου; Τί είδους "εργασίες" επεξεργασίας εικόνας θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε να αναλαμβάνει ένα υποσύστημα καθοδηγούμενο από AI; Πόση είναι η επεξεργασία που "ξεπερνά τα όρια"; Υπάρχει όντως τέτοιο όριο και, αν ναι, πώς τίθεται και από ποιόν; Θα πρέπει οι κατασκευαστές να συμπεριλαμβάνουν επιλογή απενεργοποίησης όλων των ρουτινών AI στην επεξεργασία εικόνας των τηλεοράσεών τους; Και θα έπρεπε να είναι δική τους η απόφαση αυτή;
Ίσως είναι ενδεικτικό το γεγονός πως η Samsung - η οποία χρησιμοποιεί τον όρο "AI" για να περιγράψει τα συστήματα επεξεργασίας εικόνας των κορυφαίων της τηλεοράσεων εδώ και πάρα πολύ καιρό - δεν έκανε φέτος τόσο... παράτολμες τέτοιες δηλώσεις όπως η LG. Η εταιρεία υπογράμμισε βέβαια πως ο νεότερος επεξεργαστής εικόνας της προσφέρει "διπλάσιες επιδόσεις σε υπολογισμούς AI από τον προκάτοχό του", ενώ κράτησε την χρήση του αποκλειστική στα μοντέλα 8Κ του 2024, αλλά και την έκδοση "Pro" της σημαντικότερης λειτουργίας του (της αναβάθμισης ανάλυσης) αποκλειστική στην κορυφαία της σειρά 8Κ και μόνο. Με αυτόν τον τρόπο ο κορεατικός κολοσσός "υποννοεί", κατά μία έννοια, πως οι καταναλωτές που απαιτούν την υψηλότερη δυνατή ποιότητα εικόνας από μία τηλεόραση 8K της Samsung θα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους στο κορυφαίο της μοντέλο - και ότι η διαφορά ανάμεσα σε αυτό και τα υπόλοιπα εντοπίζεται ασυζητητί στην επεξεργασία εικόνας που προσφέρει. Επίσης ενδεικτικό, όχι;
H επεξεργασία εικόνας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για το 2024
Αν χρειάζεται κανείς περισσότερες αποδείξεις όσον αφορά στην μεγαλύτερη σημασία που θα έχει η επεξεργασία εικόνας σε επίπεδο λογισμικού φέτος, δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά στο τί κάνει η Sony, η οποία συνεχίζει να θεωρείται κορυφαία της αγοράς στον συγκεκριμένο τομέα. Η εταιρεία δεν συμμετείχε στην CES του Ιανουαρίου, είχε κάνει ωστόσο μία παρουσίαση στα κεντρικά της γραφεία στο Tokyo μερικές εβδομάδες νωρίτερα από την έκθεση, όπου επέδειξε μία προέκδοση της καλύτερής της τηλεόρασης MiniLED LCD για το 2024. Εκεί είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση τόσο στο εξελιγμένο σύστημα υποφωτισμού που αυτό το μοντέλο θα αξιοποιεί, όσο και στους αλγόριθμους που το καθοδηγούν ώστε να επιτυγχάνεται εξαιρετικά υψηλή ποιότητα απεικόνισης - και εξοικονόμηση ενέργειας - με σημαντικά μικρότερο αριθμό ζωνών τοπικού υποφωτισμού από τον απίθανα υψηλό που προωθούν ορισμένοι κατασκευαστές.
Αυτή είναι πάγια θέση της Sony, βέβαια, όσον αφορά στον τοπικό υποφωτισμό των τηλεοράσεων LCD - η άποψη, δηλαδή, πως ο αριθμός των αυτόνομα ελεγχόμενων ζωνών δεν συσχετίζεται απαραίτητα με την ποιότητα απεικόνισης που επιτυγχάνει - και έχει κατ' επανάληψη στο παρελθόν αποδειχθεί σωστή. Όμως αυτή τη φορά το λογισμικό ελέγχου παίζει ακόμη μεγαλύτερο ρόλο γιατί, όπως αποδείχθηκε τα τελευταία χρόνια, απλώς αυξάνοντας... εκθετικά σχεδόν τις ελεγχόμενες ζώνες στα υποσυστήματα φωτισμού των τηλεοράσεων LCD δεν εισπράττουμε τα βελτιωμένα αποτελέσματα που θα περίμενε κανείς. Όταν όλα έχουν ειπωθεί, είναι οι αλγόριθμοι που αναλύουν το εκάστοτε περιεχόμενο και αποφασίζουν πού, πότε και πώς θα αξιοποιηθούν οι ζώνες τοπικού υποφωτισμού αυτοί που καθορίζουν την ποιότητα απεικόνισης που λαμβάνουμε από κάθε μοντέλο.
Αυτό το γεγονός αναδεικνύει περισσότερο γλαφυρά από οποιοδήποτε άλλο την σημασία που θα αποκτήσει το λογισμικό επεξεργασίας εικόνας σε όλες τις τηλεοράσεις - ασχέτως της τεχνολογίας απεικόνισης στην οποία στηρίζονται - ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ανάμεσα σε κατασκευαστές, προϊοντικές σειρές και επίπεδα κόστους μέσα στο 2024. Αφού οι οθόνες όλων πρακτικά των νέων τηλεοράσεων θα προσφέρουν "βελτιώσεις στα σημεία" ουσιαστικά, το πόσο "έξυπνοι" και αποτελεσματικοί θα είναι οι αλγόριθμοι που θα τις καθοδηγούν θα βοηθήσει τις καλύτερες ανάμεσά τους να ξεχωρίσουν. Όλοι οι κατασκευαστές θα πρέπει να αποδεχθούν αυτήν την πρόκληση ως κοινή, έστω και αν το πιθανότερο είναι πως δεν θα αποδειχθούν όλοι ικανοί να προσφέρουν αξιοσημείωτη πρόοδο στον συγκεκριμένο τομέα.
Σε αυτόν οι Panasonic και Sony συνεχίζουν, με τα παρόντα δεδομένα τουλάχιστον, να έχουν πλεονεκτική θέση απέναντι στον ανταγωνισμό τους - όμως οι Samsung και LG έχουν σημειώσει πολύ μεγάλη πρόοδο και έχουν πλησιάσει τους Ιάπωνες περισσότερο από ποτέ. Μπορεί μεν η τεχνητή νοημοσύνη να είναι όρος που έχει... ήδη γνωρίσει υπερβολική χρήση (έως κατάχρηση) και αντιμετωπίζεται με κάποια δυσπιστία, όμως και οι δύο κορεατικοί κολοσσοί βελτιώνουν εδώ και πολλά χρόνια τα συστήματα επεξεργασίας των τηλεοράσεών τους και το 2024 ίσως αποδειχθεί μία χρονιά-ορόσημο σε αυτόν τον τομέα για τον έναν, τον άλλο ή και τους δύο.
Στην πραγματικότητα είναι οι κινεζικοί κολοσσοί - οι TCL και HiSense - αυτοί που έχουν να αποδείξουν τα περισσότερα φέτος όσον αφορά στην ποιότητα της τηλεοπτικής απεικόνισης. Και οι δύο υλοποίησαν εξελιγμένες τεχνολογίες όπως ο υποφωτισμός MiniLED πολύ γρήγορα, καθιέρωσαν ορισμένες σημαντικές τάσεις την τελευταία διετία - όπως τις πολύ μεγάλες διααγωνίους και τους πολύ υψηλούς αριθμούς ζωνών τοπικού υποφωτισμού - όμως έχουν να καλύψουν ακόμη μεγάλη απόσταση όσον αφορά στους αλγόριθμους επεξεργασίας εικόνας και ελέγχου κορυφαίων οθονών. Καθώς και οι δύο αυτοί κατασκευαστές εισήλθαν στην κατηγορία premium των τηλεοράσεων σχετικά πρόσφατα, δεν είχαν τον διαθέσιμο χρόνο να εξελίξουν το λογισμικό των υποσυστημάτων επεξεργασίας εικόνας τους όπως τον είχαν οι Samsung και LG. Θα είναι ενδιαφέρον, λοιπόν, να διαπιστώσουμε πού θα κινηθούν οι TCL και HiSense σε αυτόν τον νευραλγικής σημασίας τομέα φέτος. Γιατί, αν μη τί άλλο, περιθώριο για εκπλήξεις στην αγορά των τηλεοράσεων, υπάρχει πάντα!