
Ο γνωστός μύθος του γηραιού επιστήμονα που "πούλησε την ψυχή του" στο διάβολο, προκειμένου να γευτεί τις επίγειες απολαύσεις, διαβάζεται από τον Άρη Μπινιάρη από ψυχαναλυτική σκοπιά, σε μια σκηνική σύνθεση όπου εκτός από το ομώνυμο έργο του Γκαίτε (που αποτελεί τη δραματουργική βάση της παράστασης) χρησιμοποιούνται ακόμη αποσπάσματα από τον "Δρ Φάουστους" του Κρίστοφερ Μάρλοου, τη "Ζυστίν" του Ντε Σαντ και το "Μια εποχή στην κόλαση" του Ρεμπό. Ο Μπινιάρης διαβάζει την περιπέτεια του Φάουστ ως μια κατάβαση του ήρωα στην περιοχή του ασυνείδητου, όπου ρόλο οδηγού/ψυχαναλυτή έχει ο ίδιος ο Εωσφόρος· εκεί, ο Φάουστ γνωρίζει απωθημένες πτυχές του εαυτού του –στην ουσία τα ίδια τα ανθρώπινα ένστικτα– και ειδικά ό,τι θεωρείται αμαρτωλό και απαγορευμένο: τη σεξουαλική επιθυμία, την απόλαυση, τη σωματική ενέργεια κ.λπ.

Με έναν τρόπο, ο σκηνοθέτης συνεχίζει την προβληματική που εξέθεσε στον "Προμηθέα" του. Δεν καταπιάνεται με το θέμα της πολιτικής τυραννίας αυτήν τη φορά, αλλά καταδεικνύει και πάλι τις δυνάμεις εκείνες που παρεμποδίζουν την ευτυχία και την ολοκλήρωση του ανθρώπου: τη θρησκεία και την εκκλησία (που στα μεσαιωνικά χρόνια κατά τα οποία διαδραματίζεται ο μύθος του "Φάουστ" έχουν το σκληρό πρόσωπο της Ιεράς Εξέτασης), όπως και τα αισθήματα του φόβου, της ενοχής, της τιμωρίας. Συνεχίζει, επίσης, τη σπουδή του πάνω στη μουσικότητα και τη χορικότητα (συνδημιουργός της σκηνοθεσίας η σύνθεση του Τζεφ Βάγγερ), οι οποίες προσδίδουν και σε αυτή την παράσταση το χαρακτήρα τελετουργίας, η οποία αποσκοπεί στο να απελευθερώσει τον άνθρωπο/Φάουστ από τους φόβους του, αρχικά μέσω της κατάβασης στον σκοτεινό πυρήνα του ασυνείδητου κι έπειτα απενοχοποιώντας τον έρωτά του για τη Μαργαρίτα.

Όλα αυτά αποδίδονται και πάλι σε μια παράσταση εξαιρετικής εικαστικότητας (τα σκηνικά ταμπλό του Πάρι Μέξη δημιουργούν έντονες "βιβλικές" εικόνες, σαν να αντιπαραβάλλονται η Κόλαση και ο Παράδεισος) και συγκεκριμένης εκφραστικής φόρμας, η οποία έχει μια σχεδόν υπνωτιστική επίδραση στην πλατεία. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν σημεία που δίνουν την εντύπωση πως η φόρμα γίνεται αυτοσκοπός: η κυριαρχία της οπτικής γλώσσας, η αργή και χαμηλόφωνη εκφορά λόγου, η στιλιζαρισμένη κίνηση δίνουν οπτική μορφή στις ιδέες και στις θεματικές, αλλά δεν ευνοούν απαραιτήτως την εμβάθυνση σε αυτές.

Η ερμηνευτική ομάδα, πάντως, είναι πολύ καλά συντονισμένη, τόσο οι ηθοποιοί που ερμηνεύουν τις εσωτερικές αναπαραστάσεις του Φάουστ, τις σκιές, τις ενοχές, τους φόβους του (με αποκορύφωμα την Κωνσταντίνα Τάκαλου ως Κορυφαίο φόβο), όσο και αυτοί των βασικότερων ρόλων: ο Μιχάλης Βαλάσογλου στον ομώνυμο ρόλο αποδίδει με σωματική ακρίβεια τη δυσφορία ενός ανθρώπου που νιώθει πως στο στήθος του "συγκρούονται δυο ορμές", ενώ ο Άρης Νινίκας δίνει μια εξαιρετική αποτύπωση του Εωσφόρου, ως alter ego του Φάουστ, ως την πλευρά του εκείνη που είναι απολύτως συμβιβασμένη με τα απωθημένα σκοτάδια του. Η Νάντια Κατσούρα λειτουργεί ως μια "έξω από αυτόν τον κόσμο" παρουσία, αποτυπώνοντας το ρόλο-κλειδί της Μαργαρίτας.
Περισσότερες πληροφορίες
Φάουστ
Μια «εμπύρετη» παράσταση έντονης μουσικότητας που μεταφέρει το ομώνυμο έργο του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε στο σήμερα, μέσα από ένα ψυχικό ταξίδι με «σατανικές» προεκτάσεις και προορισμό τον έρωτα. Αυτός είναι που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη μεγαλύτερη ως τώρα πρόκλησή του: την ίδια τη ζωή. Από τον Γκαίτε στον Μάρλοου και τον ντε Σαντ, από τον Φρόιντ στον Γιουνγκ, ο «Φάουστ» του Άρη Μπινιάρη είναι μια διαδρομή στο υποσυνείδητο ενός από τους πιο συναρπαστικούς χαρακτήρες της δυτικής λογοτεχνίας. Μια περιπετειώδης περιπλάνηση στις ανεξάντλητες πτυχές ενός ήρωα που αποτελεί ακόμα και σήμερα σύμβολο της ανθρώπινης εξερεύνησης, των ηθικών διλημμάτων, του υπαρξιακού αδιεξόδου.