
Δεν είναι μικρό πράγμα να ανεβαίνεις στη σκηνή και να βάζεις στο μικροσκόπιο το ίδιο σου το επάγγελμα – πόσο μάλλον με σατιρική διάθεση. Ο συγγραφέας Suyako (Βασίλης Μαγουλιώτης), που συνυπογράφει τη σκηνοθεσία με τον Γιώργο Κουτλή, και ένα εκλεκτό καστ, με τον Νίκο Καραθάνο να ξεχωρίζει σε έναν γκροτέσκο ρόλο-έκπληξη, ρισκάρουν με το "Merde!", μια παράσταση που κοιτάζει το θέατρο μέσα από έναν καθρέφτη παραμορφωτικό και αποκαλυπτικό ταυτόχρονα. Πόση αλήθεια αντέχουν οι ίδιοι οι ηθοποιοί και το κοινό; Και πόσο μπορεί να τραβηχτεί το σχοινί πριν η σάτιρα αρχίσει να κατατρώει τον εαυτό της; Το "Merde!" στήνει ένα σκηνικό γεμάτο γνώριμα θεατρικά αρχέτυπα: ο σκηνοθέτης με τις εξωφρενικές καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, ο ηθοποιός που αναζητά διέξοδο από την κωμική του ταυτότητα, ο κάπως "μάγκας" παραγωγός που κινεί τα νήματα στο παρασκήνιο, η "κουλτουριάρα" ηθοποιός με τις φιλοσοφικές της ανησυχίες. Το έργο είναι γεμάτο με εσωτερικά αστεία και αναφορές στον ελληνικό θεατρικό χώρο, γεγονός που το καθιστά πιο απολαυστικό για τους γνώστες, χωρίς όμως να αποκλείει το ευρύτερο κοινό.

Η παράσταση ξεκινά με ρυθμό, ευφυείς ατάκες και καυστικό χιούμορ, με τη σκηνοθεσία των Βασίλη Μαγουλιώτη και Γιώργου Κουτλή να δίνει έμφαση στην ταχύτητα, τη δυναμική των ηθοποιών και το σωματικό παιχνίδι, δημιουργώντας μια ζωντανή, σχεδόν χαοτική ενέργεια. Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές για το γκροτέσκο ύφος του έργου: ο Νίκος Καραθάνος υποδύεται με ένταση τον αδίστακτο και διαπλεκόμενο θεατρώνη, που είναι αθεράπευτα εθισμένος στην εξουσία και την εκμετάλλευση. Ο Γιάννης Νιάρρος δίνει το δικό του ρεσιτάλ προσδίδοντας στο ρόλο του σκηνοθέτη κάμποση υπερβολή και ειρωνεία, η χαρισματική Λυδία Τζανουδάκη κινείται με εντυπωσιακή άνεση από ρόλο σε ρόλο, ενώ ο Ηλίας Μουλάς αποτυπώνει με ακρίβεια την κρίση ταυτότητας ενός κωμικού που θέλει να γίνει κάτι "μεγαλύτερο". Ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος αποδίδει με συνέπεια το ρόλο του γιου του θεατρώνη, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί –Μαριαλένα Ηλία, Βασίλης Μαγουλιώτης, Χρήστος Πούλος-Ρένεσης και Αποστόλης Ψυχράμης– στηρίζουν με πάθος την παράσταση, προσθέτοντας ζωντάνια και ξεχωριστές πινελιές στο σύνολο. Ωστόσο, αυτή η επιθυμία να θιγούν τα πάντα –από τις καλλιτεχνικές εμμονές και τη θεατρική αλαζονεία μέχρι τις ισορροπίες εξουσίας και τις επιταγές του #MeToo– οδηγεί σε ένα έργο που ανά στιγμές μοιάζει να εκτείνεται πέρα από τις αντοχές του.

Υπάρχουν σημεία όπου η σάτιρα φαίνεται να χάνει τη στόχευσή της, επαναλαμβάνοντας θεματικές ή αστεία που κλείνουν το μάτι σε όσους γνωρίζουν το χώρο του θεάτρου: ηθοποιούς, σκηνοθέτες, κριτικούς και θεατρόφιλους με βαθύτερη γνώση. Αυτό μπορεί να αφήσει το λιγότερο υποψιασμένο κοινό είτε αδιάφορο είτε μπερδεμένο, ειδικά αν δεν έχει επαφή με τις υπερβολές, τα δράματα και τις ίντριγκες που σατιρίζει το έργο. Αδύναμο βρήκαμε και το φινάλε: έπειτα από μια δυναμική αφήγηση, η κορύφωση έρχεται αμήχανα και χωρίς ιδιαίτερη δύναμη, αφήνοντας μια αίσθηση ανολοκλήρωτου. Παράλληλα, η διάρκεια της παράστασης είναι μεγαλύτερη από όσο θα χρειαζόταν, με ορισμένες σκηνές –όπως τα χορευτικά– να βλάπτουν το ρυθμό αντί να τον υπηρετούν.
Περισσότερες πληροφορίες
Merde!
Μια μουσική κωμωδία για τα «κακώς κείμενα» του ελληνικού θεάτρου και για τους λόγους που οι καλλιτέχνες κάνουν θέατρο σήμερα («Για τα λεφτά ή για την ψυχή μας;»). Πριν την πρεμιέρα, δε λες ποτέ «Καλή επιτυχία!», γιατί είναι, λέει, μεγάλη γρουσουζιά. Αν είσαι Άγγλος, λες “Break a leg!” («Σπάσε το πόδι σου!»). Αν είσαι Ιταλός, λες “In bocca al lupo!” («Στο στόμα του λύκου!»). Εμείς, εδώ, στην Ελλάδα, κρατώντας μια παλιά παράδοση Γαλλική, λέμε "Σκατά!", ή γαλλιστί,"Merde!”. Το θέμα όμως δεν είναι η πρεμιέρα… Το θέμα είναι πώς φτάνεις μέχρι εκεί. Πώς «φτιάχνεται» το θέατρο; Πώς έρχεται η «έμπνευση»; Τι κάνουνε όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες στην πρόβα; Και ποιος (δεν) πληρώνει για όλα αυτά;