Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι τουαλέτες μιας παμπ, μια κοριτσοπαρέα, ένας άνδρας, δύο κέρατα, δύο χωρισμοί. Με αυτά τα υλικά έφτιαξε η Μάγκι Νέβιλ το έργο που βλέπουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μια κωμωδία (;) για τις σχέσεις, τον έρωτα, τους άνδρες και τις γυναίκες. Ηρωίδες είναι η Σαλ και η Τζι, που μόλις έχουν γευτεί την πικρή γεύση της απιστίας και του χωρισμού, η μαγκιόρα Λίζα, η προσγειωμένη, δυναμική Μπεθ και η κυνική Ντίλι, μια… θηλυκή συμμορία που κρατάει όμηρο, εκεί στις γυναικείες τουαλέτες, τον άπιστο σύντροφο της Τζι, Ματ. Με δυναμισμό και χιούμορ, το έργο χτίζει μια ωραία συνθήκη, καθώς παρακολουθεί τις νεαρές αυτές γυναίκες να παθιάζονται, να τρώνε τα μούτρα τους, να συνασπίζονται, να υπερβάλλουν, αλλά και να διεκδικούν το δίκιο τους, κι ας μην αποφεύγει τα κλισέ, όπως εκδηλώνονται στα τσιτάτα για τους άνδρες και τις κλασικές γυναικοκουβέντες – ίσως και επειδή καταφεύγει σε αυτά, για να τα διακωμωδήσει παράλληλα.
Οι ηρωίδες της Νέβιλ είναι drama queens, αστείες αλλά και αξιαγάπητες, ανασφαλείς αλλά μαχήτριες, στέκονται η μία στην άλλη, ζουν τα πάντα στο κόκκινο, ψάχνουν την αληθινή αγάπη "όπως ήταν παλιά", πέφτουν αλλά ξανασηκώνονται (τουλάχιστον οι περισσότερες). Η συγγραφέας έχει όλα τα υλικά για την επιτυχημένη συνταγή ενός φρέσκου, "νεανικού" έργου: από την αρχική εύστοχη τοποθέτηση της δράσης σε ένα κατεξοχήν γυναίκειο "καταφύγιο", την παράλληλη –αθέατη– δράση που συμβαίνει έξω από τις τουαλέτες, την παρουσία του ανδρικού χαρακτήρα, που είναι απών-παρών στο μισό έργο, μέχρι την ουσία της ιστορίας, που έχει συναίσθημα, παλμό και μεγάλη ένταση. Παρ' όλα αυτά, το έργο τελικά αυτοσαμποτάρεται, καθώς ο ρυθμός του ξεχειλώνει, ενώ η δράση οδηγείται σε μια απολύτως δραματική κλιμάκωση, ύστερα από απανωτά plot twists.
Η παράσταση του Δημήτρη Αγιοπετρίτη-Μπογδάνου εκμεταλλεύεται τα θετικά στοιχεία του και τα μετατρέπει σε μια παράσταση αντίστοιχης ενέργειας, δυναμισμού, χιούμορ και ταλέντου, με ωραία επιπλέον στοιχεία τα μουσικά διαλείμματα με τα εύστοχα τραγούδια που έχουν υπογράψει οι Σκιαδαρέσες. Ταυτόχρονα, όμως, η παράσταση δεν καταφέρνει να αντιστρέψει τα αδύναμα στοιχεία του έργου, αντιθέτως χάνει κι αυτή την ευρυθμία της και επίσης, καθώς εξελίσσεται, ποντάρει σε ένα κλιμακούμενο κρεσέντο φωνών και εντάσεων που δεν την ευνοεί. Οι ερμηνείες είναι άνισες, όμως κάποιες από τις ηθοποιούς είναι απολαυστικότατες, με προεξάρχουσες τη Λυδία Τζανουδάκη (Λίζα), μια φοβερή καρατερίστα με σπάνιο κωμικό χάρισμα, και τη Νάνσυ Μπούκλη ως Ντίλι. Ευαίσθητη με υπόγειο τσαμπουκά η Τζωρτζίνα Λιώση (Τζι), ικανοποιητική η Όλγα Σκιαδαρέση ως Μπεθ, αλληλεπιδρά ωραία με την αδερφή της –στη ζωή και στο έργο– Νίκη Σκιαδαρέση (Σαλ), η οποία όμως εμφανίζεται αδύναμη υποκριτικά, παρόλο που υπερασπίζεται με σθένος τη ρομαντική ηρωίδα της. Ο Άγγελος Προκόπιος Νεράντζης είναι πολύ καλός στον –από γραφής ενδιαφέροντα– ρόλο του παροπλισμένου Ματ. Πολύ καλή η σκηνογραφική (Μαριάνθη Ράδου) και ενδυματολογική (Μάριος Ράμμος) δουλειά.
Περισσότερες πληροφορίες
Το πήδημα
Η πρωτόπαικτη αντι-κωμωδία φωτογραφίζει την εποχή μας ακριβώς όπως είναι, γυμνή, ευάλωτη και απεγνωσμένη -πηδώντας από τον ωμό κυνισμό στην τρωτή αφέλεια, από τη βιαιότητα της αποξένωσης στην ελπίδα για σύνδεση-, με όχημα το βρετανικό χιούμορ και τους καυστικά τρυφερούς στίχους που υπογράφουν οι Σκιαδαρέσες. Έξι άνθρωποι σε ένα μπαρ. Πενήντα λίρες χρέος. Μία τουαλέτα γυναικών. Ένας αιχμάλωτος που πρέπει να δικαιώσει τους υπόλοιπους. Και είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς. Πέντε κορίτσια σε ντελίριο ξεσπούν, ξεπερνούν κάθε όριό τους, εκρήγνυνται βίαια και αφιλτράριστα, επιδίδονται σε πράξεις που ούτε φαντάστηκαν ποτέ ότι θα κάνουν. Βγαίνουν εκτός εαυτού; Ή βρίσκουν τον εαυτό τους για πρώτη φορά;