Την πολυχρησιμοποιημένη οδό του επιθεωρησιακού και φαντασμαγορικού θεάματος -στην οποία καταφεύγει συχνά κι ο ίδιος, κάποιες φορές με αξιοσημείωτα αποτελέσματα- επέλεξε ο Γιάννης Κακλέας για το ανέβασμα του "Πλούτου". Από τις πλέον δημοφιλείς αριστοφανικές κωμωδίες, ο "Πλούτος" θέτει το ηθικό ζήτημα σχετικά με την κατανομή του πλούτου μέσα από την ιστορία του τυφλού θεού Πλούτου, ο οποίος βρίσκει το φως του χάρη σε έναν φτωχό Αθηναίο, τον Χρεμύλο. Ο Αριστοφάνης, μέσω του ήρωά του, προτείνει μια ιδεατή, ουτοπική κοινωνία, όπου θα πλουτίζουν οι ενάρετοι και θα φτωχαίνουν οι απατεώνες και οι ανέντιμοι και κλείνει το έργο του με τον θεό να εγκαθίσταται στην Ακρόπολη, ώστε να προστατεύει ολόκληρη την πόλη της Αθήνας.
Ο Κακλέας προχώρησε σε εκτενή διασκευή του κειμένου, που δεν περιορίστηκε στον συγχρονισμό με το σήμερα: αντιμετάθεσε το ρόλο του Καρίωνα, δούλου του Χρεμύλου σε αυτόν του γιου του, τον οποίο ενίσχυσε και εμπλούτισε με τα μέλη της παρέας του, μιας σύγχρονης "συμμορίας" που πήρε τη θέση του απόντα Χορού. Επίσης, διαμοίρασε σε τέσσερις ηθοποιούς το ρόλο της Πενίας -που αντικρούει τα επιχειρήματα του Χρεμύλου, υποστηρίζοντας πως η απειλή της φτώχειας ωθεί τους ανθρώπους στην εργασία, την προκοπή και την εξέλιξη- και μετέβαλε ριζικά τους χαρακτήρες που επισκέπτονται τον Χρεμύλο, αμέσως μετά την ίαση του θεού: εκεί που ο Αριστοφάνης παραθέτει ανθρώπους που ευνοούνται και άλλους που αδικούνται από την ανακατανομή του πλούτου, στην κατά Κακλέα εκδοχή βλέπουμε τους συμπολίτες του Χρεμύλου να έχουν μεταλλαχθεί πλήρως από τον υπέρμετρο πλουτισμό τους. Έτσι ο σκηνοθέτης βρήκε την ευκαιρία να θέσει το ερώτημα "τα χρήματα, πράγματι, διαφθείρουν και τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό;" και να κλείσει την παράσταση με τη δική του Παράβαση (από τις ωραίες ιδέες της παράστασης), όπου η ιστορικός Μαρία Ευθυμίου ανέβηκε στη σκηνή για μια σχετική συνομιλία με τον Χρεμύλο (που δυστυχώς παρέμεινε αμετάφραση για τους ξένους θεατές).
Όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν στην έντονη όψη, δηλαδή στο γνώριμο ερειπωμένο, βιομηχανικό σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη που στην πορεία αποκτάει κάτι από τη λάμψη του παλιού Χόλιγουντ και από το κιτς του Λας Βέγκας και στα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη, που άντλησαν από πολλές εποχές και αισθητικές αναφορές και επιβλήθηκαν με την παρουσία τους. Ακόμη εντονότερος ήταν ο μουσικός χαρακτήρας (σε σύνθεση του Βάιου Πράπα), καθώς τα τραγούδια και τα μουσικά διαλείμματα από τη Nalyssa Green, τους Χατζηφραγκέτα και τον ράπερ Τελευταίος Καλεσμένος (οι στίχοι του οποίου αναφέρονταν ευθέως στη δική μας, σημερινή πραγματικότητα), διαπέρασαν την παράσταση, όπως έκαναν επίσης η έντονη κινησιολογία και οι χορογραφίες (Στεφανία Σωτηροπούλου), οδηγώντας τελικά σε ένα χορταστικό, διασκεδαστικό θέαμα, με τις αναμενόμενες πολιτικές σπόντες, την άμεση απεύθυνση και τα πολλά κλεισίματα ματιού στο ευρύ κοινό.
Την ίδια ώρα, όμως, το χιούμορ της διασκευής αποδείχθηκε μάλλον φτωχό και η σύγχρονη νεανική αργκό βεβιασμένη, οι ενδυματολογικές επιλογές ειδικά σε σημεία ακατανόητες, ενώ οι μουσικές και χορευτικές σφήνες στοίχισαν κάπως στη σκηνική οικονομία. Συνολικά, ο σκηνικός πλουραλισμός με στοιχεία και αναφορές από το μιούζικαλ, την επιθεώρηση, το Χόλιγουντ ακόμη και τον ιταλικό νεορεαλισμό και τον ελληνικό κινηματογράφο του ’50-’60 επισφράγισε και επιβεβαίωσε τη σκηνοθετική ταυτότητα του Γιάννη Κακλέα, ταυτόχρονα όμως βάρυνε περισσότερο από ό,τι η ανάδειξη του βαθύτερου προβληματισμό του έργου και του σκηνοθέτη˙ ίσως και επειδή οι περισσότεροι ηθοποιοί κατέφυγαν σε εξωστρεφείς ερμηνείες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τον κωμικό στόχο της παράστασης (Άννα Ευθυμίου, Φαίη Κοκκινοπούλου, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Γιάννης Σύριος κ.ά.). Σε αυτό το πλαίσιο, οι χαμηλοί τόνοι και οι εσωτερικές ποιότητες του Αλέξανδρου Ζουριδάκη (Πλούτος) και κυρίως του Μάνου Βακούση (Χρεμύλος), τους ξεχώρισαν από το σύνολο των ερμηνευτών και ερμηνευτριών του θιάσου.
Περισσότερες πληροφορίες
Πλούτος
Μια φαντασμαγορική παράσταση με έντονο μουσικό χαρακτήρα και σύγχρονα στοιχεία πάνω στην τελευταία σωζόμενη αριστοφανική κωμωδία, όπου ο έντιμος και φτωχός Χρεμύλος, το alter ego του σατιρικού ποιητή, αναμετριέται με την ουτοπία της δίκαιης κατανομής του πλούτου. Ο ήρωας βιώνει μια εποχή πτώσης των κοινωνικών και ηθικών αξιών και ανησυχεί για το μέλλον του γιου του, μέχρι που περιθάλπει έναν ανήμπορο άνθρωπο που συναντά στο δρόμο του, τον τυφλό θεό Πλούτο. Ποιον δρόμο θα πρέπει να επιλέξει στη ζωή του: τον τίμιο, που θα τον αναγκάσει να ζει στη φτώχεια και στην ανέχεια ή τον δρόμο της ατιμίας και της διαφθοράς, που θα τον βοηθήσει να ζήσει άνετα τη ζωή του;