Ο Ρώσος σκηνοθέτης στην πρώτη του συνεργασία με Έλληνες ηθοποιούς παρέδωσε μία σύγχρονη ανάγνωση της ευριπίδειας τραγωδίας. Διασκευάζοντάς την εν μέρει, προκειμένου να υποστηρίξει την πρόταση ερμηνείας του -πρόταση μοντέρνα και τολμηρή, όχι πάντως "αιρετική"-, οδηγήθηκε σε μια παράσταση συνεπή και, παράλληλα, απολύτως "φεστιβαλική", που μπορεί να ταξιδέψει παντού. Είναι γεγονός ότι αυτή η ανάγνωση, προκειμένου να "νομιμοποιηθεί", υπερτόνισε στοιχεία του έργου, κυρίως εκσυγχρονίζοντας την όψη και καταφεύγοντας σε οπτικούς συμβολισμούς (σκηνικά-κοστούμια: Oleg Golovko, ενώ οι εξαιρετικοί φωτισμοί ήταν του Oskars Paulins), και υποβίβασε άλλα, κυρίως την αστάθεια της ανθρώπινης ψυχής όπως εμφανίζεται στον Ευριπίδη, όμως υπήρξε συνεπέστατη στις προθέσεις της και αισθητικά πλήρης.
Στην κατά Κουλιάμπιν "Ιφιγένεια" δηλώνεται ρητά εξαρχής πως η εκστρατεία των Ελλήνων εναντίον των Τρώων δεν είναι παρά ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος, η εισβολή μίας απολυταρχικής υπερδύναμης εναντίον ενός μικρού κράτους που επιζητά την ανεξαρτησία του, υπό τις διαταγές της Άρτεμης, που εδώ εκπροσωπεί μια ισχυρή κρατική εξουσία. Έτσι, ο κόσμος που έστησε ο σκηνοθέτης στην ορχήστρα της Επιδαύρου ήταν ένας κόσμος βίας, αρχομανίας και μεγαλομανίας, ένας κόσμος μιλιταριστικός, που καταφεύγει σε εθνικιστικές ρητορικές και χρησιμοποιεί τα εθνικά ιδανικά ως προφάσεις για άδικους πολέμους που απαιτούν το αίμα των ίδιων των παιδιών του.
Σε αυτό το πλαίσιο ανάγνωσης, ο Κουλιάμπιν αφαίρεσε το γυναικείο Χορό του έργου, τις κοπέλες από την Αυλίδα που συμπαραστέκονται στην Ιφιγένεια, μια που στον δικό του άγριο κόσμο τα περιθώρια για λυρισμό και τρυφερότητα είναι ελάχιστα, και τον αντικατέστησε με μία ανδρική ομάδα (βασισμένος ίσως και σε μελέτες που υποστηρίζουν την προσθήκη στο έργο ενός δεύτερου Χορού στρατιωτών). Πανταχού παρόντες, χωρίς να αφήνουν λεπτό τη σκηνή, εύγλωττοι ακόμη και στις σιωπές τους και με σημαίνουσα κινησιολογία, οι Δημήτρης Γεωργιάδης, Χρήστος Διαμαντούδης, Μάριος Κρητικόπουλος, Βασίλης Μπούτσικος, Αλέξανδρος Πιεχόβιακ και Δημήτρης Παπανικολάου αποτέλεσαν τα μάτια και τα αυτιά του κράτους.
Επίσης, οι αρχηγοί των Ελλήνων αργά ή γρήγορα αποκαθηλώθηκαν, είτε αγγίζοντας τη φαιδρότητα, όπως αυτή με την οποία αποδόθηκε η θρασυδειλία του Αχιλλέα (εξαιρετικός ο Θάνος Τοκάκης), είτε παραδιδόμενοι στην ηδονή της στρατολαγνείας, παραμερίζοντας τις όποιες συναισθηματικές αμφιταλαντεύσεις, όπως συνέβη με τον Αγαμέμνονα (Νίκος Ψαρράς) και το Μενέλαο (Νικόλας Παπαγιάννης). Η Κλυταιμνήστρα (Μαρία Ναυπλιώτου) αφού πέρασε από τη βασιλική υπεροψία, τη γυναικεία φιλαρέσκεια, τον μητρικό πόνο και τη συζυγική οργή, κατέληξε στο παγερό προσωπείο ενός ανθρώπου βουτηγμένου στη χλιδή αλλά άδειου από συναισθήματα.
Και η Ιφιγένεια; Η νεαρή ηρωίδα (ερμηνευμένη από μια "διάφανη" Ανθή Ευστρατιάδου) εισέβαλε στη σκηνή ως μια εικόνα πάλλευκης αθωότητας και οι σκηνές με τον πατέρα της, καθώς παραδίνονταν στους δικούς τους κώδικες, στη δικιά τους σωματική γλώσσα επικοινωνίας, διέρρηξαν το σκηνικό σύμπαν με μικρές σταγόνες τρυφερότητας. Όχι για πολύ όμως, καθώς η παράφορη επιθυμία του στρατού να καταλάβει τη βάρβαρη χώρα δοξάζοντας το γένος των Ελλήνων καταλαμβάνει ολοκληρωτικά την Ιφιγένεια, σε μια -απότομη και σε κειμενικό επίπεδο- μεταστροφή που την οδηγεί στην αυτοθυσία. Για τον Κουλιάμπιν αυτή αποτέλεσε ένα ακόμη λιθαράκι στο οικοδόμημά του: οι εθνικές ιδέες κάλλιστα γίνονται εθνικιστικές ιδεοληψίες που απλώνονται σαν δηλητήριο και διαβρώνουν ακόμη και τις νεανικές ψυχές.
Η παράσταση οδηγήθηκε, σκηνοθετική αδεία, στο γάμο-παρωδία της Ιφιγένειας και του Αχιλλέα, μέσα σε ένα κιτς περιβάλλον καταδεικνύοντας την απόλυτη σήψη των οικονομικών ολιγαρχιών, μια σκηνή τρομερής ειρωνείας ενόψει της ανατριχιαστικής θυσίας/εκτέλεσης της ηρωίδας. Στην τελευταία σκηνή, δε, πραγματική σκηνή ανθολογίας, τα λόγια του Αγγελιοφόρου (από τον Δημήτρη Παπανικολάου, που ερμήνευσε επίσης εξαιρετικά τον Πρεσβύτη) μεταδόθηκαν από μια τηλεοπτική οθόνη, διαχέοντας και επιβάλλοντας κατά κράτος το προπαγανδιστικό τους μήνυμα.
Περισσότερες πληροφορίες
Ιφιγένεια η εν Αυλίδι
Ο διεθνώς αναγνωρισμένος για την ποιητική σκηνοθετική ματιά του δημιουργός που άνοιξε τα φετινά Επιδαύρια με την παγκόσμια πρεμιέρα μιας σύγχρονης, τολμηρής εκδοχής του έργου. Η παράσταση εστιάζει στο θέμα του πολέμου, των ιμπεριαλιστικών πολιτικών αλλά και της θυσίας της κόρης του Αγαμέμνονα, η οποία γίνεται προκειμένου να σταματήσει η άπνοια που εμποδίζει τα πλοία των Αχαιών να πάνε στην Τροία από την Αυλίδα. Αναφερόμενος στην επιλογή του να αναμετρηθεί με το έργο του Ευριπίδη, ο Κουλιάμπιν τονίζει: «Όταν μου έγινε η πρόταση να σκηνοθετήσω στην Επίδαυρο, δεν δίστασα. Η “Ιφιγένεια” είναι ένα από τα πιο σύνθετα και ταυτόχρονα συναρπαστικά κείμενα της αρχαίας δραματουργίας. Η βασική συνθήκη του έργου είναι ο πόλεμος. Δεν βλέπουμε μάχες, αισθανόμαστε όμως τη μυρωδιά του πολέμου που επίκειται. Όλα είναι έτοιμα: τα στρατεύματα, τα όπλα. Χρειάζεται μόνο μια μικρή ώθηση για να πάρει μπρος. Είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτό μεταφέρεται στο σήμερα. Στο έργο δεν υπάρχει το ερώτημα αν θα γίνει ο πόλεμος αλλά πότε”.