Στον Κώστα Παπακωνσταντίνου και την ομάδα του οφείλουμε αρκετές παραστάσεις που έφεραν στο προσκήνιο "μικρότερα" –λιγότερο γνωστά- δείγματα από το έργο των σημαντικών πεζογράφων της λογοτεχνικής μας ιστορίας (Παπαδιαμάντης, Μιχαήλ Μητσάκης, Εφταλιώτης, Βιζυηνός) και αυτό είναι κάτι που τους πιστώνεται απολύτως θετικά. Αυτό κάνουν και με την ιστορία των δύο "Κάλπηδων", ιστορία που αφηγούνταν ο Στράτης Μυριβήλης στην εγγονή του κι έτσι μεταφέρει έναν κωμικό, παιχνιδιάρικο αλλά και διδακτικό χαρακτήρα: Δυο κατεργαραίοι, ο Ψευτοθόδωρος και ο Καλπομανώλης, όνομα και πράγμα, που ζούσαν στη Λέσβο την εποχή της τουρκοκρατίας, είχαν μόνη έννοια πώς να παραβγεί ο ένας τον άλλον στην πονηριά και να κηρυχθεί "πρώτος και καλύτερος". Αυτή η εμμονή, η ψωροπερηφάνεια και το πείσμα τους οδήγησε σε μια σειρά από κωμικοτραγικές καταστάσεις και περιπέτειες, μέχρι την πολυπόθητη τελική συμφιλίωση.
Πιστή σε ένα σκηνικό ύφος που μπλέκει την αφήγηση με τη δράση χωρίς να τα διαχωρίζει, η ομάδα ξαναβρίσκεται εδώ σε μια απολαυστική παράσταση υψηλής ενέργειας (άκρως κατάλληλη και για παιδιά και εφήβους), που αποθεώνει τόσο το συγκινητικό στην απλότητά του αφήγημα του Μυριβήλη όσο και τη θεατρική τέχνη. Εύστοχη η δραματουργική επεξεργασία, μοιράζει πολύ ωραία την ιστορία μεταξύ των τριών ερμηνευτών, ενώ η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες το παραδίδουν με ευφρόσυνο και ευρηματικό τρόπο. Ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, μερικά κουτιά και λίγοι μπόγοι, φτάνουν για να ορίσουν τους χώρους δράσης, και από εκεί και πέρα τα πάντα αφήνονται στον ανθρώπινο παράγοντα και στους ακάματους ηθοποιούς (Αγγελική Μαρίνου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Ελισσαίος Βλάχος), που απνευστί, επιστρατεύοντας μεγάλες δόσεις ενέργειας, ζωντανεύουν με απολαυστικό τρόπο μια ιστορία λαϊκής θυμοσοφίας για τον "κακό μας τον καιρό", για την κουτοπονηριά, την καπατσοσύνη και τον ωχαδερφισμό, χωρίς να πέφτουν στον πειρασμό της επικαιροποίησης, παρά μόνο στις λίγες τελικές νύξεις.
Περισσότερες πληροφορίες
Οι κάλπηδες
Το κωμικό διήγημα του νεοέλληνα πεζογράφου έχει ως ήρωες δύο ξακουστούς κατεργάρηδες που, τα παλιά τα χρόνια, ζούσαν στη Λέσβο. Ο Ψευτοθόδωρος στη Χώρα και ο Καλπομανώλης στη Συκαμιά (το χωριό του Μυριβήλη). Κόμπαζαν και οι δύο πως κανείς δεν τους παραβγαίνει στην πονηριά και την μπαμπεσιά. Δεν άντεχαν όμως να ακούνε ο ένας για τα κατορθώματα του άλλου κι έτσι ξεκίνησαν να βρουν τον ανταγωνιστή τους, να τον ξεγελάσουν και να αποδείξουν μια και καλή ποιος είναι ο πρωταθλητής στην κατεργαριά. Συναντιούνται στη μέση της διαδρομής, και χωρίς να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον, ξεγελούν και ξεγελιούνται αμοιβαία, σε μια ευτράπελη σκηνή. Το «ματς» έχει έρθει ισόπαλο κι ο αντίπαλος αποδεικνύεται υπολογίσιμος. Ποιος είναι όμως ο αρχικάλπης; Είναι ζήτημα τιμής και αξιοπρέπειας και πρέπει να λυθεί. Στην προσπάθειά τους να το λύσουν, οι δύο κάλπηδες μπλέκουν σε περιπέτειες, συναντούν πειρατές, θησαυρούς, βρυκόλακες, δαιμόνους και «περιποιητικούς» Ανατολίτες. Αφού κακοπάθουν αρκετά, αναγκάζονται να παραδεχτούν ο ένας την αξία του άλλου στην απατεωνιά, και να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.