Να ένα εξαιρετικό παράδειγμα παράστασης που ενώ χρησιμοποιεί μία ανορθόδοξη σκηνική γλώσσα για να αποδώσει το έργο, μαγεύει τελικά με το αλλόκοτο σύμπαν που δημιουργεί. Ο Γιάννης Σκουρλέτης είχε κατ’ αρχήν ένα πολύ καλό υλικό στα χέρια του, όσον αφορά το –άπαιχτο ως τώρα- έργο του Άκη Δήμου. Το "Μάθε με να φεύγω" θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί πολύ σύντομα ως μια πικρή ερωτική ιστορία ή μια ελεγεία για την ερωτική μοναξιά. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ξενοδοχείο που δεν λειτουργεί –κατοικείται μόνο από την ιδιοκτήτρια, την Αγνή, και τον αδερφό της, Ίωνα- και βρίσκεται χτισμένο στα ερείπια κάποιου αρχαίου βασιλείου. Το ερημωμένο ξενοδοχείο γεμίζουν τα προσωπικά αντικείμενα που άφησαν εκεί περασμένοι επισκέπτες (και εραστές, μάλλον, της Αγνής), τα οποία η ίδια φυλάει επιμελώς σαν πολύτιμα τεκμήρια ενός μουσείου προσωπικών αναμνήσεων· περισσότερο όμως γεμίζει από τις αναμνήσεις περασμένων ερώτων των δύο αδερφών και κυρίως αυτή ενός συγκεκριμένου άνδρα, με τον οποίο η Αγνή πέρασε ένα και μόνο βράδυ χρόνια πριν κι έπειτα αποχωρίστηκαν. Ο απρόσμενος ερχομός ενός ταξιδιώτη θα ταράξει τις ισορροπίες και θα φέρει το επώδυνο κλείσιμο παλιών λογαριασμών.
Ο Γιάννης Σκουρλέτης, καλλιτέχνης με χαρακτηριστική εικαστική και queer σφραγίδα αποτίναξε από το έργο κάθε σύνδεση με το ρεαλισμό. Δημιούργησε μεν ένα απολύτως ρεαλιστικό –και πόσο ατμοσφαιρικό!- χώρο ξενοδοχείου (εξαιρετική η σκηνογραφική δουλειά του Νίκου Παπαδόπουλου), όμως παρακινημένος ίσως και από τη σημασία που έχουν τα αρχαία απομεινάρια και το βασιλικό ζευγάρι που τα κατοικούσε, δημιούργησε ένα σύμπαν παράδοξων χαρακτήρων που θα μπορούσαν να είναι είτε αυτού είτε ενός άλλου κόσμου. Ο Σκουρλέτης αναθέτει όλους τους ρόλους σε άνδρες και τους κατευθύνει σε ένα υποκριτικό ύφος που αποθεώνει τον μελοδραματισμό και παραπέμπει σε κάθε είδους "φτηνής" λαϊκής διασκέδασης: οι ήρωες μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από κάποια σαπουνόπερα, φωτορομάντζο ή παλιά ελληνική ταινία, καθώς εκφράζονται με μεγάλες χειρονομίες και μελοδραματικές εκφορές λόγου, ενώ οι εκκεντρικές, θηλυπρεπείς, σχεδόν drag, εμφανίσεις της Αγνής και του Ίωνα, από τη μια αποστασιοποιούν τον θεατή, από την άλλη τον βυθίζουν στην αλλόκοτη ατμόσφαιρα αυτού του μη-τόπου. Κι ενώ κανένας χαρακτήρας δεν μοιάζει αληθινός καθώς προέρχονται κατευθείαν από την παράδοση της κλοουνερί –πολύ χαρακτηριστικό το μακιγιάζ και των τριών ηθοποιών -κατάλευκα πρόσωπα, ροζ ολοστρόγγυλα μάγουλα-, και η ερμηνεία τους συχνά αγγίζει την παρωδία και τη φαιδρότητα, υπάρχει ταυτόχρονα μία έντονη εσωτερική δραματικότητα στην ερμηνεία αυτών των ανέστιων ψυχών, που αποδεικνύει τη σημαντική σκηνοθετική και ερμηνευτική δουλειά.
Η παράσταση εξελίσσεται στους ρυθμούς και τονισμούς μίας παρτιτούρας κινήσεων και λεκτικής εκφοράς, ενώ οι εξαιρετικές ερμηνείες δικαιώνουν το εγχείρημα. Ακόμη κι αν υπάρχουν αντιρρήσεις για την παράδοξη σκηνοθετική γραμμή, οι ηθοποιοί επιβάλλονται αδιαμφισβήτητα. Ο Στέλιος Δημόπουλος είναι εξαιρετικός ερμηνεύοντας σε queer ύφος το ρόλο του Ίωνα, και μάλιστα απολύτως κόντρα στους ρόλους που έχει ερμηνεύσει ως τώρα, ενώ ο Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης με τη λεπτοκεντημένη ερμηνεία του θυμίζει πράγματι βασίλισσα κάποιου αρχαίου –μπορεί και ιαπωνικού, φέρνοντας κάτι από γκέισα- βασιλείου. Υπέροχος δίπλα τους ο Θανάσης Δήμου, σε έναν ρόλο που επιβεβαιώνει την κωμικοτραγικότητα της σκηνοθετικής ανάγνωσης.
Περισσότερες πληροφορίες
Μάθε με να φεύγω
Ένα πρωτότυπο ανέκδοτο έργο εμπνευσμένο από την επιστροφή του ομηρικού Οδυσσέα στην Πηνελόπη του, που ακροβατεί μεταξύ μπουλβάρ, ψυχολογικού θεάτρου δωματίου, μυστήριου και παλιών αισθηματικών ρομάντζων των περιπτέρων. Οι ήρωες: η Αγνή, ιδιοκτήτρια ενός παλιού ξενοδοχείου χτισμένου κοντά στα ερείπια ενός αρχαίου παλατιού, ο αδερφός της Ίων, συγκάτοικος, σύμμαχος και αντίπαλός της, ένας μυστηριώδης ανώνυμος άντρας, που επιστρέφει χρόνια μετά από μια θυελλώδη ερωτική νύχτα που πέρασε εκεί.