Η "Κασέτα" είναι ένα σπουδαίο έργο, από τα σημαντικότερα της Αναγνωστάκη και της νεοελληνικής δραματουργίας. Γραμμένη το 1982, αιχμαλωτίζει μια Ελλάδα στο μεταίχμιο και καταφέρνει να συλλάβει, μέσα από μία οικογενειακή ιστορία, το τέλος μιας εποχής, το ξεκίνημα μιας νέας και ανάμεσά τους τις διαφορετικές εκφάνσεις του νεοελληνικού βίου. Η σκιά του εμφυλιακού παρελθόντος που αν και όχι κυρίαρχη είναι ακόμη παρούσα, το κέντρο και η νέα μεσαία τάξη που αναδύονται πολιτικά, η εποχή της αντιπαροχής, της ευμάρειας αλλά και του λαϊκισμού, η αστική ανάπτυξη που καταπίνει τον άνθρωπο της υπαίθρου, τα αδιέξοδα που βρίσκουν εκτόνωση στην τυφλή πολιτική ή οπαδική βία, αλλά και η συναίνεση ως προαπαιτούμενο επιβίωσης και εξέλιξης διατρέχουν την "Κασέτα" ως βασικοί ιδεολογικοί άξονες.
Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Παύλος, ένας νεαρός άνδρας σε πόλεμο με όλους και όλα γύρω του, που δεν τον χωράει ο τόπος: ονειρεύεται να αποδράσει από την πρωτεύουσα και να καταφύγει στο χωριό της μητέρας του, ενώ ηχογραφεί μηνύματα σε μια κασέτα που απευθύνονται προς τον παιδικό του φίλο, έναν Τούρκο που μόλις αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Πάπα: ένα πραγματικό γεγονός το οποίο η Αναγνωστάκη -που συνηθίζει να φέρνει την ταραγμένη εξωτερική πραγματικότητα μέσα στα σπίτια των δραματικών προσώπων- χρησιμοποεί ως εφαλτήριο. Ο Παύλος θα συμβιβαστεί, τελικά, θα παραμείνει στην Αθήνα και θα παντρευτεί μια κοπέλα που δεν αγαπάει, καθώς αυτή περιμένει το παιδί του, έως ότου αποτολμήσει το μεγάλο βήμα, που θα είναι όμως προς το απόλυτο κενό και την αυτοχειρία.
Στην πραγματικότητα, πάντως, πρόκειται για ένα έργο χωρίς πρωταγωνιστή, αφού κάθε χαρακτήρας από τους οχτώ φέρει σημαντική δυναμική και όλοι μαζί χτίζουν ένα μεγάλο παζλ, προσωπικό και οικουμενικό, ιδιωτικό και συλλογικό: πρόκειται για ένα ακόμη έργο της συγγραφέα όπου τα προσωπικά και οικογενειακά τραύματα μεταφράζονται και κουβαλούν ευρύτερα φορτία και μιλούν με καίριο, όσο και διορατικό, τρόπο για την πολιτική και κοινωνική ταυτότητα της νεότερης Ελλάδας. Η παράσταση του Μάνου Καρατζογιάννη συλλαμβάνει ωραία τις αντίρροπες δυναμικές που αναπτύσσονται στο έργο και ανασυστήνει με γλαφυρότητα το δραματικό σύμπαν, αν και ολισθαίνει κάποιες στιγμές προς το δρόμο της ηθογραφίας και του μελοδραματισμού. Πάντως, η παράσταση έχει ρυθμό και σφρίγος, το έργο –αλλά και η γλώσσα- της Αναγνωστάκη σε στιγμές κόβουν την ανάσα και επιπλέον απολαμβάνουμε μερικές πολύ ωραίες ερμηνείες.
Ανάμεσα στους ήρωες-θύματα προσωπικών αδιεξόδων, ο Γιάννης Τσουμαράκης συγκινεί στο ρόλο Γιωργάκη, του μικρού αδερφού του Παύλου που ψάχνει την προσωπική του ταυτότητα στο ποδόσφαιρο, με τραγικά αποτελέσματα· ο Γιώργος Ζιόβας έχει τη στόφα έμπειρου ηθοποιού στο ρόλο του δεξιού, συντηρητικού πατέρα (Μπαρμπα-Τάσος) και η Ερμίνα Κυριαζή πλάθει ένα πολύ ωραίο πορτρέτο της αυθεντικά λαϊκής Καίτης. Ζωηρή η ερμηνεία της Αναστασίας Ραφαέλας Κονίδη στο ρόλο της Κατερίνας που ζητιανεύει την αγάπη του Παύλου, αν και σε στιγμές αγγίζει τα όρια της υπερβολής, ωραία η παρουσία της Βάσως Καμαράτου, στο ρόλο της Βαγγελιώς, που αποτυπώνει κυρίως σωματικά το δράμα μιας λαϊκής γυναίκας που κουβαλάει ένα επώδυνο παρελθόν και βιώνει ένα δύσκολο παρόν.
Στο σημαντικό ρόλο του Σπύρου, που φέρει την πολιτική πόλωση, τη σύγκρουση λαϊκισμού και διανόησης, αλλά και ελιτισμού και λαϊκού στοιχείου, ο Γιώργος Δεπάστας έχει μερικές ωραίες στιγμές, αλλά μένει σε περισσότερο εξωτερικά στοιχεία, ενώ ο Μάνος Καρατζογιάννης, που επωμίζεται τον ρόλο του Παύλου, αργεί λίγο να βρει τα πατήματά του, όμως η ερμηνεία του ωριμάζει καθώς εξελίσσεται η παράσταση. Κορυφαία όλων των ερμηνειών αυτή της Σμαράγδας Σμυρναίου, σε μια εξαίσια στιγμή υποκριτικής ωριμότητας στον –ίσως σημαντικότερο, τελικά, όλων- ρόλο της Μαρίτσας, μιας γυναίκας που ξέρει να επιβιώνει μέσω στης αποδοχής, της συναίνεσης και της ευελιξίας, κόντρα στους υπόλοιπους συγκρουσιακούς χαρακτήρες.
Περισσότερες πληροφορίες
Η κασέτα
Σαράντα περίπου χρόνια μετά τη θρυλική παράσταση του Κάρολου Κουν και είκοσι μετά το τελευταίο ανέβασμα του στην Αθήνα, το ανατρεπτικό και αναρχικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη επιστρέφει. Τα πρόσωπα του έργου προέρχονται από τον οικείο γύρω μας κοινωνικό χώρο. Μετέωροι, ανάμεσα στην πρωτόγονη ύπαιθρο, απ’ όπου κατάγονται και το αφιλόξενο τοπίο της πόλης, απ’ όπου μετανάστευσαν, εντάσσονται στο μεγάλο πλήθος των Νεοελλήνων. Κάτοικοι των παρυφών της πρωτεύουσας - αλλά και ακατάπαυστα κυκλοφορώντας στο κέντρο της - προσπαθούν να επιβιώσουν με έναν σπασμωδικό και εύθραυστο ρεαλισμό. Χρησιμοποιώντας βιαστικά τα καινούργια πρότυπα, που αφειδώς, τους προσφέρονται υποχρεώνονται να υπάρξουν με «μικρές» καθημερινές πράξεις. Μέσα όμως σε αυτές τις μικρές πράξεις συμπιέζεται ένας αρχέγονος ψυχισμός, που με αμετάλλακτα τα δικά του συναισθηματικά και φυλετικά στοιχεία, εξακολουθεί να διατηρείται μέσα τους. Τότε τα πρόσωπα αισθάνονται αδικαίωτα, συνειδητοποιούν ότι δεν είναι ευτυχισμένα, χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθούν τα αίτια, η ζωή τους χάνεται στο τίποτα. Το πρόσωπο που έχει την κασέτα είναι το μόνο που φαίνεται να ξέρει.