Η σατιρική φόρμα και η απίθανη ιστορία που αφηγείται ο "Κροκόδειλος" προσφέρουν ένα καλό πλαίσιο για τη δοκιμή πάνω στο κωμικό ύφος που επιχείρησαν οι δύο νέοι σκηνοθέτες, Ορέστης και Δημήτρης Σταυρόπουλος, πρόσφατοι απόφοιτοι της Σχολής Σκηνοθεσίας του Εθνικού Θεάτρου. Πρόκειται για την ιστορία ενός κρατικού υπαλλήλου, του Ιβάν Ματβιέιτς, ο οποίος επισκέπτεται μαζί με τη γυναίκα του, Γιελιένα Ιβάνοβνα, και έναν φίλο του, τον Σεμιόν Σεμιόνιτς, τη Στοά της Αγίας Πετρούπολης για να δουν έναν κροκόδειλο που εκτίθεται εκεί. Όμως το ζώο προκαλείται από τον Ιβάν κι έτσι τον καταβροχθίζει, κάτι που προκαλεί πανικό στον Σεμιόν, αλλά όχι στον ίδιο τον Ιβάν, ο οποίος παραμένει σώος κι αβλαβής μέσα στην κοιλιά του κροκόδειλου κι έτσι αποφασίζει να εκμεταλλευτεί το σπάνιο γεγονός που του συνέβη. Η σατιρική ματιά του Ρώσου συγγραφέα είναι απολαυστική έτσι όπως αποτυπώνει την αρτηριοσκληρωτική κρατική ρωσική νοοτροπία, ενώ παράλληλα χλευάζει τον δυτικοευρωπαϊκό καπιταλιστικό επεκτατισμό στο πρόσωπο του Γερμανού ιδιοκτήτη του κροκόδειλου.
Είναι γεγονός πως το αιχμηρό κειμενικό υλικό της νουβέλας προσφέρει πολλές ευκαιρίες για σύγχρονες αναφορές –και μόνο η παρουσία του Γερμανού επενδυτή, που ανησυχεί για την τύχη του κεφαλαίου του, μοιάζει να μην ανήκει στον Ντοστογιέφσκι, αλλά ν’ αποτελεί σύγχρονη προσθήκη, ενώ ωραίο πεδίο προσφέρει και η κριτική του συγγραφέα προς τον Τύπο– και οι δύο σκηνοθέτες τις εκμεταλλεύτηκαν σε κάποιο βαθμό. Παρ’ όλ’ αυτά, στάθηκαν μάλλον περισσότερο σε θέματα αισθητικής και φόρμας και επικεντρώθηκαν στη δημιουργία κωμικής ατμόσφαιρας, μέσα και από ένα παιχνίδι με οτιδήποτε "ρωσικό". Ενσωμάτωσαν έτσι πληθώρα ρωσικών στοιχείων, π.χ. στο ύφος των κοστουμιών (Όλγα Ευαγγελίδου), αλλά και άλλα, ακόμη και ασύνδετα με την υπόθεση, όπως τον αστροναύτη και την αναφορά στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας, και συνολικά μέσα στο κωμικό πλαίσιο που έθεσαν είδαν την παρουσία του Γερμανού ως ευκαιρία για παιχνίδια με τη γλώσσα, αναπαρέστησαν την κοιλιά του κροκόδειλου με ένα έξυπνο, λειτουργικό σκηνικό σαν τούνελ, που ευνόησε και κάποια παιχνίδια με την κίνηση (σκηνογραφία: Ελένη Νανοπούλου), αποτύπωσαν ποικιλοτρόπως τη μορφή του ζώου στα σκηνικά αντικείμενα, σε μπαλόνια, φουσκωτά παιχνίδια και σωσίβια.
Και βέβαια παρουσίασαν τα πρόσωπα ως καρικατούρες με σχηματικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς (Λάμπρος Γραμματικός, Ερατώ Μανδαλενάκη, Μαρία Μοσχούρη, Αντώνης Χρήστου), που ερμήνευσαν πάντως με συνέπεια. Έτσι, το παραστασιακό αποτέλεσμα κατέληξε ευφρόσυνο, με κάποιες ωραίες νύξεις, αλλά και κάπως άτολμο (και σε σημεία άρρυθμο), καθώς αντιμετώπισε ίσως με επιδερμικό τρόπο τους κοινωνικοπολιτικούς και ανθρωπολογικούς προβληματισμούς του συγγραφέα. Η διάθεση διακωμώδησης κορυφώθηκε, άλλωστε, στο φινάλε, που σαμποτάρισε κι αυτό μέσω της κωμικής οδού το όποιο "σοβαρό" συμπέρασμα θα μπορούσε να αντληθεί από αυτή την παραβολική ιστορία.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο κροκόδειλος
Αγία Πετρούπολη, 1865. Ο Ιβάν Ματβιέιτς μαζί με τη σύζυγό του Γιελιένα Ιβάνοβνα και τον φίλο του Σεμιόν Σεμιόνιτς, αποφασίζουν να επισκεφτούν τη στοά. Εκεί εκτίθεται ένας κροκόδειλος που τους έχει κινήσει το ενδιαφέρον. Το θηρίο βρίσκεται σε λήθαργο, δεν ικανοποιεί τις προσδοκίες τους κι έτσι, ο Ιβάν Ματβιέιτς αποφασίζει να το προκαλέσει. Από τη μια στιγμή στην άλλη, βρίσκεται στα δόντια του κροκόδειλου και από εκεί στην κοιλιά του! Επικρατεί πανικός. Ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, βιομήχανοι, διανοούμενοι, πρέσβεις και ένα πλήθος ξεπεσμένων μικροαστών παρελαύνουν μπροστά από τον κροκόδειλο. Μεταξύ γέλωτα, εξωφρενικών διαλόγων, παράλογων προτάσεων και αγωνιωδών προσπαθειών του Σεμιόν να σώσει τον φίλο του, που δεν θέλει όμως να σωθεί, το έργο κάνει μία γλαφυρή περιγραφή της τσαρικής Ρωσίας και των παθογενειών της, που δε μοιάζουν και τόσο ξένες στη δική μας πραγματικότητα.