Τη φωνή της γενιάς των millennials μεταφέρουν οι συντελεστές της παράστασης, της γενιάς με τα πολλά προσόντα που όμως αποδείχτηκε φτωχότερη απ’ αυτή των γονιών και των παππούδων της, που η ενηλικίωσή της σημαδεύτηκε από απανωτές κρίσεις, που αναγκάστηκε να επιστρέψει στο πατρικό της μετά τις σπουδές. Η φωνή τους κρύβει θυμό και υπερδιέγερση, μεταφέρει τον αποπροσανατολισμένο βηματισμό τους σε μια χώρα που δεν αναγνωρίζουν ως δική τους, και με ανάλογη ένταση αποτυπώνεται στο έργο του Γρηγόρη Λιακόπουλου. Ο συγγραφέας έχει συλλέξει τις μαρτυρίες τους και τις παραθέτει στη λογική μιας αφιερωματικής απεύθυνσης, χωρίς να δημιουργεί έργο με πλοκή ή χαρακτήρες. Το κείμενό του διαθέτει τη δυναμική της προσωπικής εξομολόγησης μέσα από την οποία προκύπτουν κάποια ωραία σημεία, ειδικά όσον αφορά τη χαρτογράφηση των ματαιωμένων αισθημάτων αυτής της γενιάς και την αποτύπωση μιας σειράς από προσωπικές και συλλογικές ήττες, αλλά ως εκεί.
Συνολικά εντοπίζεται δραματουργική ένδεια, θα μπορούσε να ειπωθεί ανάλογη με την απροθυμία των millennials να συνεννοηθούν σε περιπλοκότερη γλώσσα από ό,τι αυτή των social media. Αν και είναι φανερή η αγωνία, το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός (αλλά και ο ναρκισισμός, η ποζεριά και ο πολιτικός αποπροσανατολισμός) τους, είναι σχεδόν αδύνατο να αντληθεί από το κείμενο κάτι περισσότερο από μερικά αποσπάσματα και μια γενικότερη "διάθεση", ενώ το δεύτερο μέρος που ανεβάζει στη σκηνή το απόλυτο millennial σύμβολο, την Μπρίτνεϊ Σπίαρς, κρίνεται ακόμη αυστηρότερα για τη λειτουργικότητά του.
Η Κατερίνα Γιαννοπούλου έδωσε σπιντάτο ρυθμό σε αυτές τις μαρτυρίες, παίζοντας με στοιχεία που είναι γνώριμα σε αυτήν τη γενιά, κάτι που εντείνει βέβαια τον αυτοαναφορικό χαρακτήρα όλου του εγχειρήματος. Πρώτο και κύριο τέτοιο στοιχείο τα video games, με τη σκηνοθέτρια να εντάσσει τη δράση στη λογική ενός παιχνιδιού που διαδραματίζεται μέσα σε έναν τεράστιο ηλεκτρονικό κύβο του Ρούμπικ (σκηνικά: Νίκη Ψυχογιού). Tι σχόλιο μεταφέρει, άραγε, η απόφασή της να κλείσει την παράσταση, αμέσως μετά τη φλογισμένη υπόσχεση των millennials να πάρουν πίσω ό,τι δικαιούνται, με την ειδοποίηση game over; Έπαιξε επίσης με την επαναληψιμότητα κι έτσι σημεία του κειμένου επαναλαμβάνονται σε λούπα, επιλογή που παραδόξως δεν στοίχισε σε ρυθμό, αλλά προσέθεσε στην εκρηκτική σκηνική ατμόσφαιρα, ενώ είδε μάλλον με σαρκασμό το κομμάτι της Σπίαρς, επιλέγοντας μια απόδοση μεταξύ ριάλιτι σόου και βραζιλιάνικης σαπουνόπερας. Σημαντικοί συμπαραστάτες της στάθηκαν η μουσική του Γιάννη Βεσλεμέ και η κινησιολογική επιμέλεια της Δάφνης Δρακοπούλου, όμως οι βασικότεροι σύμμαχοί της ήταν οι ηθοποιοί. Η Δάφνη Δρακοπούλου, ο Γιώργος Κισσανδράκης, η Γωγώ Παπαϊωάννου, ο Μιχάλης Πητίδης και ο Βασίλης Σαφός απέδειξαν χωρίς αμφιβολία ότι το θέμα της παράστασης τους "καίει". Γι’ αυτό και υποστήριξαν με τόση θέρμη, ένταση και προσωπική εμπλοκή αυτό το μη κείμενο, σαν οι εξομολογήσεις να ήταν πράγματι δικές τους.
Περισσότερες πληροφορίες
Generation lost
Οι millennials, οι γεννημένοι/ες μεταξύ 1981-1996 είναι η πρώτη μεταπολεμική γενιά που είναι φτωχότεροι/ες από τους γονείς τους. Δεν έχουν βιώσει πόλεμο, κατοχή ή εξορία, έχουν όμως δει τις ελπίδες τους να συντρίβονται και έχουν οδηγηθεί σε μια υπαρξιακή απογοήτευση, βέβαιοι/ες πως το μέλλον δεν μπορεί παρά να είναι ακόμα χειρότερο. Το έργο είναι ένα μελαγχολικό αλλά και γεμάτο χιούμορ ρέκβιεμ για αυτή τη γενιά και τα είδωλά της. Με το συνδυασμό μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης, η παράσταση αυτή μας συστήνει τη Γενιά Υ σε όλη της την πολυπλοκότητα και ποικιλομορφία, όμως απευθύνεται τόσο στα μέλη της όσο και σε όσους/ες ταυτίζονται με τα όνειρα και τις απογοητεύσεις της και σε όλους όσοι αισθάνονται έφηβοι παγιδευμένοι σε σώματα ενηλίκων. Το έργο βασίστηκε σε έρευνα και συνεντεύξεις σε έξι ευρωπαϊκές πόλεις και γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος New Stages Southeast του Ινστιτούτου Γκαίτε.