Κατ’ αρχήν ιστορικό ενδιαφέρον έχει η τελευταία παράσταση της ομάδας Elephas tiliensis, καθώς ανεβάζει στη σκηνή ένα άγνωστο δείγμα του ελληνικού θεατρικού παρελθόντος, που ως τώρα απασχολούσε κυρίως τους ερευνητές· από αυτή την άποψη, έχει ήδη δικαιωθεί. Τα "Μαγικά βουνά" αντλούν το υλικό τους από το θεατρικό έργο και τα ημερολογιακά κείμενα του πεζογράφου και δραματουργού Γιώργου Κοτζιούλα, ο οποίος έστησε κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης τη Λαϊκή Σκηνή: ένα θίασο αποτελούμενο από άντρες και γυναίκες του ΕΛΑΣ, που περιόδευε στα βουνά και ανέβαζε έργα του ίδιου, που στόχευαν στην τόνωση του ηθικού των αγωνιζόμενων Ελλήνων, καθώς και στην ενδυνάμωση του κομμουνιστικού φρονήματος και τη διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών.
Η παράσταση μας μεταφέρει στα βουνά και τα χωριά της Πίνδου, ανασυστήνει αυτόν το θίασο και μεταχειριζόμενη το μοτίβο του θεάτρου μέσα στο θέατρο φέρνει στο φως αποσπάσματα από τα θεατρικά του Κοτζιούλα, όπως το "Ξύπνα ραγιά", όπου ο αγώνας του 1821 ενώνεται με αυτόν της Εθνικής Αντίστασης. Παράλληλα, φροντίζει να αναδείξει –με αρκετά γλαφυρό τρόπο– την πολύτιμη συμβολή του λεγόμενου θεάτρου του βουνού στη θεατρική ιστορία του τόπου: τη μετάδοση της θεατρικής τέχνης σε "απάτητες" περιοχές και στους λαϊκούς ανθρώπους της υπαίθρου, τη συνεισφορά του στις διεκδικήσεις και την ενδυνάμωση του επαγγέλματος του ηθοποιού, την εμπλοκή γυναικών στις παραστάσεις κ.ά.
Το σκηνοθετικό δίδυμο έχει επιχειρήσει εμφανώς να εμφυσήσει ζωή στο δραματουργικό υλικό, δηλαδή σε έργα που –ειδικά αν ιδωθούν αποκομμένα από το ιστορικό πλαίσιο– έχουν μικρό σκηνικό ενδιαφέρον, καθώς εξυπηρετούν κυρίως καθοδηγητικούς και προπαγανδιστικούς σκοπούς. Έτσι, η σκηνοθεσία μεταχειρίζεται εξωστρεφείς τρόπους και ανάλογα σκηνικά μοτίβα, εκμεταλλευόμενη, π.χ., τις ντοπιολαλιές των ανταρτών/ηθοποιών, ανασυστήνοντας ή εφευρίσκοντας τραγελαφικά επεισόδια που συνέβαιναν στις πρόβες, σπάζοντας τη σύμβαση για να επικοινωνήσει με τους θεατές· στοιχεία που προσδίδουν στην παράσταση ζωηράδα αλλά και μια ιλαρή αίσθηση που ξενίζει. Κυρίως, αυτό που λείπει είναι η πραγμάτευση του υλικού σε δεύτερο επίπεδο, το άνοιγμα ενός διαλόγου πάνω σε ζητήματα εθνικής ταυτότητας ή στα τραύματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Πάντως, η πραγματοποίηση του εγχειρήματος είναι συνεπέστατη και οι ηθοποιοί εξαιρετικοί. Τόσο οι δύο σκηνοθέτες όσο και οι υπόλοιποι: ο Άρης Λάσκος, που επιδεικνύει μεγάλο ερμηνευτικό εύρος και κωμικό ταλέντο, η Μαρκέλλα Γιαννάτου και η Βίκυ Κατσίκα: η τελευταία επωμίζεται και ένα εξαιρετικό –από τα ελάχιστα δραματικά– επεισόδιο, ερμηνεύοντας την αδερφή ενός αντάρτη, που έρχεται αντιμέτωπη με έναν Γερμανό. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού ανασυστήνουν το χώρο και το χρόνο με ελάχιστα αντικείμενα (φλοκάτες, εργαλεία, μπόγοι με ρούχα), ενώ η μουσική του Χρίστου Θεοδώρου, που παίζει τόσο με την ηπειρώτικη δημοτική παράδοση όσο και με τα αντάρτικα τραγούδια, συμβάλλει ωραία στη σκηνική ατμόσφαιρα.
Περισσότερες πληροφορίες
Τα μαγικά βουνά
Για πρώτη φορά στη σύγχρονη σκηνή παρουσιάζεται το Θέατρο του Βουνού και το έργο του Γιώργου Κοτζιούλα, του ανθρώπου που ίδρυσε στην Ήπειρο τη Λαϊκή Σκηνή με ηθοποιούς τους ίδιους τους αντάρτες και τις αντάρτισσες της VIII μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Το έργο μιλά για την ιστορία του αντάρτικου θεάτρου κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης εστιάζοντας στη μαγική στιγμή που η ουτοπία πήρε σάρκα και οστά. Ο Κοτζιούλας, μέσω των έργων που παρουσιάζονταν από τη Λαϊκή Σκηνή, προπαγανδίζει τις νέες ιδέες και αξίες που αντιπροσωπεύει η Εθνική Αντίσταση, αλλά παράλληλα δε διστάζει να ασκήσει άμεσα κριτική στο αντάρτικο. Ζητήματα που αφορούν την εθνική μας ταυτότητα, τη ρευστότητά της και τη δυσκολία μας να έρθουμε σε επαφή με τα τραύματα της σύγχρονης Ιστορίας μας, όπως αυτά της Κατοχής και του Εμφυλίου, ζωντανεύουν μέσα στο έργο. Η παράσταση συνδυάζει το θέατρο της τεκμηρίωσης με τη μυθοπλασία, τα παραδοσιακά ηπειρώτικα και τα τραγούδια της εποχής με το λαϊκό θέατρο. Η σκηνή μεταμορφώνεται σε μια ορεινή πλαγιά με οργιώδη βλάστηση στο Βουργαρέλι της Πίνδου, εκεί όπου πρωτοπαίχτηκαν τα έργα.