Δεν είναι περίεργο που ανεβαίνει σπάνια το έργο του Στρίντμπεργκ, παρόλο που αποτελεί τομή στη δραματουργία του – ή ίσως, ακριβώς, επειδή αποτελεί τομή. Εγκαταλείποντας τη νατουραλιστική φόρμα, ο συγγραφέας υπογράφει ένα έργο που επιχειρεί να εκφράσει τη μη λογική δομή ενός ονείρου ή μιας διαδρομής στο ασυνείδητο, κάτι που καθιστά ιδιαιτέρως προκλητική τη σκηνοθετική μεταχείρισή του. Έπειτα, η επική σύλληψη και η πλούσια εικονοποιία του –καθώς αφηγείται το ταξίδι της κόρης του θεού, Αγνής, στη Γη μέσα από μια αλληλουχία επισκέψεων σε διαφορετικούς τόπους– ανεβάζουν τις απαιτήσεις για τη σκηνική του πραγμάτωση και δεν είναι τυχαίο ότι το "Ονειρόδραμα" συνήθως ανεβαίνει σε μεγάλες παραγωγές. Γι’ αυτό και η προσδοκία από το ανέβασμά του στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θέατρου ήταν μιας παραγωγής που θα εκμεταλλευόταν τον σκηνικό και τεχνολογικό εξοπλισμό του πρώτου κρατικού θεάτρου, για να ‘ρθει τελικά η Γεωργία Μαυραγάνη και να εκπλήξει ακόμη και όσους είναι εξοικειωμένοι με την απλότητα της σκηνοθετικής υπογραφής της.
Μέσα σε μια άδεια σκηνή χώρεσε η σκηνοθέτρια όλο το σύμπαν του έργου, επιτυγχάνοντας την πραγμάτωση του σαιξπηρικού "όλος ο κόσμος μια σκηνή". Και είναι πραγματικά παράτολμο αυτό που επιχείρησε, και πολύ σημαντικό αυτό που τελικά κατάφερε, αν αναλογιστούμε τις πολλαπλές προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει. Ξεκινώντας από τη δραματουργική δουλειά, συμπύκνωσε εύστοχα το εκτενές κείμενο διατηρώντας τον συναισθηματικό πλούτο και τους ιδεολογικούς του άξονες. Όσο για τη σκηνοθετική δουλειά, παρέδωσε μια παράσταση με ελάχιστη αλλά καίρια και συγκινητική χρήση των εξωτερικών στοιχείων, ολοκληρωτικά βασισμένη στη δύναμη που έχουν οι μύθοι, η αφήγηση, η ομαδικότητα και τα εκφραστικά εργαλεία των ηθοποιών. Έτσι, ως συλλογική αφήγηση μιας παραβολής με στοιχεία ενσάρκωσης αποδόθηκε από τον δεκαεπταμελή θίασο (Αλίκη Αλεξανδράκη, Θανάσης Δόβρης, Βασίλης Καραμπούλας, Ερμής Μαλκότσης, Νίκος Μάνεσης, Ελίνα Ρίζου, Μαριάμ Ρουχάτζε, Μαρία Τσιμά κ.ά.) το ταξίδι της Αγνής, μέσα από το οποίο γνωρίζει το ανθρώπινο είδος, τη δυστυχία, τη μικρότητα, τα πάθη και τα βάσανά του.
Και υπήρχε πολλή και ουσιαστική δουλειά πίσω από αυτόν τον συλλογικό τρόπο ερμηνείας, όχι επειδή οι ηθοποιοί ήταν και αφηγητές και ερμηνευτές ή μοιράστηκαν πολλαπλούς ρόλους, αλλά επειδή έκαναν βίωμα το φάσμα των συναισθημάτων που διατρέχουν το έργο, τον πόνο, την αγωνία, τη χαρά, τον έρωτα, τις λύπες, την αδικία. Αυτό το βίωμα παρέδωσαν απαλά, ψιθυριστά στους θεατές, και επιβλήθηκαν στη μεγάλη άδεια σκηνή του θεάτρου, που δεν κατάφερε να τους εκμηδενίσει, ενώ συνολικότερα ο λυρισμός και η ευαισθησία έδωσαν τον τόνο στη μουσική (Χάρης Νείλας), στην μπεζ ομοιοχρωμία των κοστουμιών (Λίλη Κυριλή) και στις ονειρικές, "χειροποίητες" σκηνογραφικές λύσεις (Άρτεμις Φλέσσα).
Περισσότερες πληροφορίες
Ονειρόδραμα
Ένα παράξενο τοπίο. Ένας πύργος ξεπροβάλλει ανάμεσα από λουλούδια και όσο περνά ο χρόνος γίνεται μεγαλύτερος. Μια γυναίκα πλέκει μια κουβέρτα από αστέρια. Ένα κεφάλι ξεπροβάλλει από έναν τοίχο. Αντικείμενα που αλλάζουν ιδιότητες. Πρόσωπα που χωρίζονται, διπλασιάζονται, πολλαπλασιάζονται, εξαφανίζονται, στερεοποιούνται, θολώνουν, ξεκαθαρίζουν… Εικόνες από παιδικό όνειρο ή από ένα παράδοξο ποιητικό παραμύθι γεμάτο απόκοσμες ιστορίες που αφηγείται κάποιος/α ηλικιωμένος/η… Ίσως, τελικά, να είναι μόνο ένα σκηνικό όνειρο, ένα Ονειρόδραμα σαν αυτό που συνέθεσε ο Σουηδός θεατρικός συγγραφέας, το οποίο αφηγείται την ιστορία της κόρης του θεού Αγνής, από τη στιγμή που κατεβαίνει από τον ουρανό για να επισκεφθεί τη γη, προκειμένου να γνωρίσει την ανθρώπινη φύση. Τα πολλά και διαφορετικά πρόσωπα που γνωρίζει μοιράζονται μαζί της το καθένα το δικό του σύμπαν, όπου η Αγνή εισχωρεί άλλοτε ως θεατής και άλλοτε ως συμμέτοχη. Όσο πορεύεται μαζί τους, από πλάσμα του ουρανού, αρχίζει να γίνεται ολοένα και περισσότερο άνθρωπος, γνωρίζοντας από κοντά τις δυσκολίες της ζωής, τις ελπίδες και τις διαψεύσεις της.