Το κυρίαρχο στοιχείο και επίτευγμα στην παράσταση του Τάσου Ιορδανίδη κι αυτό που ορίζει την τελική επίγευση είναι η ζωηράδα και η αλήθεια της συνθήκης που έχει δημιουργήσει, μαζί με τις εξίσου άμεσες ερμηνείες των ηθοποιών. Από αυτή την άποψη δικαιώνεται η επιθυμία του να μεταγράψει το εμβληματικό έργο με το οποίο ο Στρίντμπεργκ διατύπωσε το νατουραλιστικό μανιφέστο του, για να προτείνει τη δική του, επίσης νατουραλιστική, σύγχρονη μεταγραφή της ιστορίας. Ο Ιορδανίδης μεταφέρει τη δράση σε ένα θέατρο κατά τη διαδικασία της προετοιμασίας μιας παράστασης· σε μια γνώριμη συνθήκη, δηλαδή, για τον ίδιο και τους ηθοποιούς, που τους επιτρέπει να δημιουργήσουν ειλικρινείς σχέσεις και που επιτρέπει επίσης να αποδοθούν οι σχέσεις εξουσίας του πρωτότυπου. Στην κατά Ιορδανίδη "Τζούλια" δεν έχουμε να κάνουμε με μια αριστοκράτισσα, έναν εργάτη και μια μαγείρισσα, αλλά με την κόρη των ιδιοκτητών του θεάτρου και πρωταγωνίστρια, τον ηλεκτρολόγο αλβανικής καταγωγής, τη σκηνογράφο και καλύτερη φίλη της πρωταγωνίστριας και την υπεύθυνη που "τρέχει" τη λειτουργία του θεάτρου: δηλαδή με την Ευσταθία, τον Κυριάκο, τη Δήμητρα και τη Μαρία, καθώς τα πρόσωπα έχουν τα ονόματα των ηθοποιών που τους υποδύονται, κι έτσι ο τίτλος του έργου δεν αναφέρεται στο ρόλο, αλλά αποτελεί διακειμενική αναφορά.
Έργο και παράσταση ξεκινούν δυναμικά, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι παρουσιάζεται κάτι αληθινό, απροβάριστο, μια "φέτα αληθινής ζωής", κατά τη νατουραλιστική επιταγή, ενώ και η διαμόρφωση του σκηνικού χώρου (από τον Ιορδανίδη) εξυπηρετεί καίρια την όλη συνθήκη. Επίκεντρο είναι η Ευσταθία/Τζούλια, μια γυναίκα με "αλλοπρόσαλλη" συμπεριφορά και κλονισμένο χαρακτήρα, η οποία ετοιμάζεται να σκηνοθετήσει και να ερμηνεύσει τον Άμλετ, ενώ καταδιώκεται από την προβληματική σχέση με τον πατέρα της και από το "φάντασμα" της πρωταγωνίστριας μητέρας της, που αυτοκτόνησε μέσα στο θέατρο. Κι ενώ οι διαδρομές των προσώπων εξελίσσονται, οι καταστάσεις και οι σχέσεις πλέκονται και δείχνουν να οδηγούν κάπου, τα πράγματα θολώνουν εντέλει όταν η σεξουαλική σχέση της Ευσταθίας και του Κυριάκου οδηγήσει σε αποκαλύψεις. Παρόλο που εδώ διακρίνεται η συγγραφική επιθυμία να καταδειχτεί ο ρόλος των –ακόμη και νεκρών– γονέων ως τροχοπέδη στη ζωή των παιδιών τους (να κι ένα ιψενικό μοτίβο δίπλα στις υπόλοιπες διακειμενικές αναφορές), το έργο ολισθαίνει προς το μελόδραμα και η έως τότε ακμαία ρεαλιστική συνθήκη ξεφτίζει.
Ακόμη και τότε, όμως, οι ερμηνείες των ηθοποιών και η ευρωστία της σκηνικής παρουσίας τους είναι αξιοσημείωτες: η Ευσταθία Τσαπαρέλη διασχίζει με τρομερό συναισθηματικό δόσιμο μια μεγάλη διαδρομή και αποδεικνύεται ηθοποιός με τσαγανό και δυνατότητες, που σίγουρα θα συνεχίσει να μας απασχολεί. Πολύ καλός δίπλα της ο Κυριάκος Σαλής, σαν μια ήρεμη δύναμη που όμως λειτουργεί ως καταλύτης, καίρια στην έκρηξή της η Δήμητρα Βήττα, επαρκής στον μικρότερο –και ίσως βεβιασμένο συγγραφικά– ρόλο της η Μαρία Καρτσαφλέκη.
Πρώτη δημοσίευση: 28/3/24
Περισσότερες πληροφορίες
Τζούλια
Σ’ ένα ιστορικό θέατρο της Πατησίων, Μάρτιος 2024. Σε λίγες μέρες έχει πρεμιέρα ο «Άμλετ». Το θέατρο έχει μετατραπεί σε εργοτάξιο. Γίνονται ηλεκτρολογικές και κατασκευαστικές σκηνογραφικές εργασίες. Σκόνη και μπερδεμένα καλώδια παντού. Η σκηνογράφος,ο ηλεκτρολόγος και η υπεύθυνη του θεάτρου, ανάμεσά τους. Μετά από λίγο καταφθάνει η θιασάρχις, σκηνοθέτις και πρωταγωνίστρια (στο ρόλο του Άμλετ) της παράστασης. Απόψε θα έπρεπε να βρίσκεται στην τιμητική βραδιά για τον πατέρα της. Κι όμως, θα είναι στο θέατρο. Στο θέατρο που της ανήκει. Που ανήκει, τέλος πάντων, εδώ και χρόνια στην οικογένεια της. Η πάλη των κοινωνικών τάξεων - οι ομοιότητες και οι διαφορές τους-, το αδηφάγο πρόσωπο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, η έννοια της φιλίας, η τοξικότητα των ανθρώπινων εξαρτητικών σχέσεων, ο κοινωνικός ρατσισμός, η χρήση ουσιών, η προδοσία, ο έρωτας στη διάσταση του πόθου, η δυσκολία του ανθρώπου να αγαπήσει, η βαθιά του ανάγκη να αγαπηθεί, το ανικανοποίητο του είδους μας, όλα τα θέματα περιπλέκονται σε αυτό το έργο που βασίζεται στη «Δεσποινίδα Τζούλια» του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ.