Είναι γοητευτικό να βλέπει κάποιος επί σκηνής το πρωτόλειο ενός σπουδαίου συγγραφέα, όπως συμβαίνει με τον τσεχοφικό "Πλατόνωφ", να ανιχνεύει τις θεματικές που τον απασχόλησαν στη μετέπειτα περίοδο της συγγραφικής ωριμότητας, να διακρίνει πίσω από τους χαρακτήρες στοιχεία από τους ήρωες που πρωταγωνίστησαν στα επόμενα δράματά του, να βλέπει στο πληθωρικό υλικό την ορμή ενός νέου, ασχημάτιστου ακόμη αλλά διορατικού κι ευαίσθητου συγγραφέα. Στον "Πλατόνωφ" υπάρχει κάτι από τον "Βυσσινόκηπο", στην ιστορία του χρεωμένου κτήματος που χάνεται, υπάρχουν δυστυχισμένοι γάμοι κι ανεκπλήρωτοι έρωτες, όπως και άνθρωποι που ονειρεύονται ένα καλύτερο αλλού, αλλά δεν τολμούν να το διεκδικήσουν, υπάρχει κυρίως το μοτίβο μιας συνεχούς αβεβαιότητας, σαν να ακροβατούν τα πρόσωπα και οι ζωές τους μεταξύ δύο κόσμων, ενός που χάνεται και ενός που έρχεται. Εκφραστής αυτής της "σύγχρονης αβεβαιότητας" είναι ο Πλατόνωφ, ένας άνδρας με μεγάλες φιλοδοξίες που "κατέληξε" –κατά τα λεγόμενά του–, να γίνει δάσκαλος, που θα ήθελε να κυνηγήσει τη ζωή, αλλά μάλλον την αφήνει να του ξεφύγει, σαν ένας νεότερος "Θείος Βάνιας".
Ο Αντόλφ Σαπίρο διάβασε τον ήρωα ως έναν αδιαμόρφωτο ακόμη χαρακτήρα, ηττοπαθή, επιπόλαιο, ανώριμο, δειλό. Αυτά τα στοιχεία διαπερνούν την ερμηνεία του Γιώργου Χριστοδούλου, η οποία εστιάζει στην ελαφράδα με την οποία αντιμετωπίζει ο Πλατόνωφ τους ανθρώπους και τις καταστάσεις παρά στη φλόγα του ανικανοποίητου που μισοκαίει μέσα του ή στον αιρετικό, προκλητικό χαρακτήρα που ενοχλεί –αλλά και ιντριγκάρει– τους συνομιλητές του. Γοητευτικός, άπιστος και αντικείμενο του πόθου, συγκεντρώνει γύρω του μια σειρά από γυναίκες, όμως η έλλειψη χημείας μεταξύ των ηθοποιών αφήνει εν μέρει ανεκπλήρωτο το ζητούμενο. Συνολικά, η παράσταση, ενώ καταθέτει μια ολοκληρωμένη εκδοχή πάνω στο ανοικονόμητο δραματουργικό υλικό που έχει παραδώσει ο Τσέχοφ, αδικείται από την προβληματική σκηνική επικοινωνία. Μάλιστα, εδώ ανοίγει ένα γενικότερο ζήτημα για τη συνεργασία μεταξύ σκηνοθετών και ηθοποιών που, κυριολεκτικά, δεν μιλούν την ίδια γλώσσα: η αδυναμία αδιαμεσολάβητης λεκτικής επικοινωνίας φαίνεται να στοιχίζει στο αποτέλεσμα, ειδικά όταν πρόκειται για παραστάσεις έργων που απαιτούν ανάλυση χαρακτήρων και στηρίζονται στις σχέσεις των ηθοποιών, και όχι, π.χ., για παραστάσεις εικαστικής/σκηνικής φόρμας.
Έτσι, ενώ η αισθητική πρόταση προσφέρει ένα ωραίο πλαίσιο δράσης (σκηνικά-κοστούμια: Μαρία Τρεγκουμπόβα, φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη), η παράσταση αδικείται από τις αποσπασματικές ερμηνείες, καθώς κάθε ηθοποιός δείχνει να παίζει ερήμην των συμπρωταγωνιστών του. Διακρίνονται ο Όμηρος Πουλάκης με μια ζωηρή αποτύπωση του "μαμόθρεφτου" Σεργκέι, ο Κώστας Φλωκατούλας ως ο εκπρόσωπος της παλιάς γενιάς Πορφύρι, ο Θανάσης Ζερίτης στο ρόλο του χοντροκομμένου Τιμοφέι, που αγοράζει το κτήμα (ενδιαφέρον alter ego του Λοπάχιν του "Βυσσινόκηπου"), όμως οι γυναίκες της διανομής (Παναγιώτα Βλαντή/Άννα Πετρόβνα, Ιώβη Φραγκάτου/Μαρία, Έρρικα Μπίγιου/Σοφία) μένουν σε μια εξωτερική αποτύπωση της έλξης τους προς τον Πλατόνοφ.
Περισσότερες πληροφορίες
Πλατόνωφ
Ο κορυφαίος Ρώσος σκηνοθέτης παρουσιάζει το πρώιμο αυτό έργο που βρέθηκε λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Τσέχοφ, χωρίς τίτλο, οπότε καταχωρήθηκε με το όνομα του κεντρικού χαρακτήρα. Εντός του κειμένου υπάρχουν ήδη τα κυρίαρχα θεματικά μοτίβα που θα απασχολήσουν τον μεγάλο Ρώσο στην ωριμότητά του. Όλα ξεκινούν από την άφιξη του Πλατόνωφ, η οποία αναστατώνει την θερινή ραστώνη των καλεσμένων της χήρας Άννα Πετρόβνα, ξυπνώντας απαγορευμένα πάθη, αλλά και το υπαρξιακό ρίγος για το μάταιο και το φευγαλέο της ζωής. Ένα έργο μυστηριώδες, όπου το υψηλό και το ποταπό, το κωμικό και το τραγικό, διαρκώς συνυπάρχουν, αλλά και συμπλέκονται άρρηκτα.