Το θεατρικό εργο του Δημήτρη Δημητριάδη (πρωτότυπος τίτλος: "Τα δώρα της νύχτας") διαδραματίζεται με επίκεντρο τον πλατωνικό έρωτα του Λίνου για ένα αγόρι που είχε δει φευγαλέα χρόνια πριν, όσο ήταν κι ο ίδιος έφηβος, και έκτοτε αναζητάει στις νυχτερινές του διαδρομές. Έχει εγκαταλείψει το σπίτι-φυλακή, τον ιερέα πατέρα και τη θρησκευόμενη μητέρα του, που δεν δέχονται να τον αποδεχτούν ως είναι, και περνάει το χρόνο του στον Πύργο, ένα κλαμπ/στριπτιτζάδικο/πορνείο που διατηρεί ένας μαφιόζος/δολοφόνος. Μέσα από την ιστορία αυτού του ανεκπλήρωτου γκέι έρωτα, παρακολουθούμε μάλλον μια παραβολή για την ελληνική κοινωνία και οικογένεια: μια παραβολή που βλέπει τον κόσμο βρωμικό και υποκριτικό, τους γονείς ως δεσμώτες, την Εκκλησία συνέταιρο με τη μαφία, ενώ η αρχαία Ελλάδα είναι επίσης παρούσα, ίσως ως εξιδανικευμένο σημείο αναφοράς, καθώς το αγόρι-αντικείμενο του πόθου, που έχει το όνομα Φειδίας και είναι όμορφος σαν αρχαιοελληνικό άγαλμα, ισχυρίζεται ότι φέρει μέσα του το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία. Κάπου μεταξύ ρεαλισμού και αλληγορίας, ο συγγραφέας οραματίζεται την έλευση ενός άλλου κόσμου, "που θα περάσει σε χέρια ανθρώπων μεγαλόψυχων, ανιδιοτελών, σεμνών, εμπνευσμένων. Σε χέρια σοφών ηγετών με μεγάλη καρδιά", που "θα υπηρετούν το κοινό συμφέρον. Δεν θα δημαγωγούν δεν θα εξαπατούν", όμως τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί προς το παρόν, καθώς η ιστορία θα καταλήξει με τους δύο άντρες νεκρούς.
Η παράσταση που υπογράφει ο Αντώνης Καλογρίδης ανασυστήνει τον ηδονικό, αμαρτωλό κόσμο του έργου, ποντάροντας στη δημιουργίας της αντίστοιχης ατμόσφαιρας, κι αυτό το κατορθώνει ήδη από την αισθητική του ίδιου του θεάτρου. Το μαύρο χρώμα κυριαρχεί παντού, ήδη από την είσοδο, τα κηροπήγια, η μαύρη μοκέτα και οι καθρέφτες δίνουν στο χώρο μυστικιστική όψη, ενώ η σκηνή αυτή καθ' αυτή βρίσκεται δύο επίπεδα κάτω από το έδαφος: έτσι, το θέατρο υποδέχεται τους θεατές σε μια μυστηριακή κατάβαση σε έναν "κάτω κόσμο", που βρίσκεται καλά κρυμμένος από την πολύβουη -αλλά και "αμαρτωλή" η ίδια- λεωφόρο Συγγρού. Η 70-80’s αισθητική των κοστουμιών (Λένα Κατσανίδου) δημιουργούν την εικόνας μιας Ελλάδας αρκετά γνώριμης, ενώ τα φώτα (Κατερίνα Μαραγκουδάκη, Αντώνης Καλογρίδης), τα σκηνικά (Αντώνης Καλογρίδης, Βαγγέλης Τάκος), η μουσική (Κωνσταντίνος Βήτα), η video art (Κάρολος Πορφύρης) ανασυστήνουν την ατμόσφαιρα ενός underground νυχτερινού κλαμπ, που έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το σπίτι-μοναστήρι της οικογένειας του Λίνου.
Τα πρόσωπα του έργου λειτουργώντας περισσότερα σε συμβολικό επίπεδο δεν έχουν ιδιαίτερα πολύπλοκη ψυχολογία. Πάντως όσο το έργο μιλάει σε ρεαλιστικό επίπεδο, η σκηνοθετική καθοδήγηση και οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται ικανοποιητικά: ο Τάκης Σακελλαρίου και η Ιωάννα Ασημακοπούλου ως γονείς του Λίνου, ο Σταύρος Τσουμάνης στο ρόλο του "άσωτου Υιού", Λίνου, η Νικολέτα Κοτσαηλίδου στο ρόλο μιας αρτίστα/πόρνης ερωτευμένης μαζί του, ο Δημήτρης Δρόσος στο ρόλο του πατέρα του Φειδία. Τα πράγματα θολώνουν με την εμφάνιση του Φειδία που βγάζει την ιστορία εντελώς από το ρεαλιστικό της πλαίσιο και απογειώνει την αλληγορία: εδώ ούτε το κείμενο ούτε η σκηνοθεσία βοηθούν ιδιαίτερα τον Νικόλα Χαλκιαδάκη στην ερμηνεία του ρόλου. Πάντως η παρουσία που ξεχωρίζει είναι του Ντένη Μακρή, ο οποίος σκιαγραφεί με κινησιολογική ιδιαιτερότητα τον αρχιμαφιόζο Ρόδη, φέρνοντας την αίσθηση κάποιου ήρωα της Marvel και του Τζόκερ.
Περισσότερες πληροφορίες
Αγρυπνία
Μια παράσταση σε έναν νέο, ιδιαίτερο χώρο, που ανεβαίνει για πρώτη φορά επί σκηνής. Πρόκειται για το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη (που είχε πρωτότυπο τίτλο «Τα δώρα της νύχτας») το οποίο λαμβάνει χώρα σε έναν μηδενικό χωροχρόνο όπου όλα μπορούν να συμβούν. Εκεί όπου η φαντασία συναντά την πραγματικότητα και η ζωή δεν τελειώνει με το θάνατο. Μια νέα θρησκεία, ο ανεκπλήρωτος έρωτας δυο νέων, μια οικογένεια σε άρνηση. Ένα παιχνίδι σχέσεων, αντιθέσεων και εξουσίας. Ένας κεραυνοβόλος έρωτας μπορεί να σε στιγματίσει για μια ολόκληρη ζωή; Η κοινωνία, η θρησκεία και η οικογένεια είναι έτοιμοι να τον αποδεχτούν; Ακόμα κι αν πρόκειται για άτομα του ίδιου φύλου; Αν μπορούσαμε έστω για μια φορά να κοιτάξουμε στα μάτια τον άλλο και να δούμε ποιος πραγματικά είναι, αν μπορούσαμε να μιλήσουμε ειλικρινά και να παραδεχτούμε την αλήθεια μας, ίσως το μέλλον να μην προβλεπόταν τόσο ζοφερό.