Έχει ατμόσφαιρα και ύφος η παράσταση του Πέτρου Ζούλια πάνω στο –γνωστό και από τις κινηματογραφικές μεταφορές του– μυθιστόρημα που συστήνει τον αντιφατικό ήρωα του άσου της πλαστοπροσωπίας, Τομ Ρίπλεϊ, ο οποίος οικειοποιείται τη ζωή του πλούσιου μπον βιβέρ Ντίκι Γκρίνλιφ. Ο Ζούλιας στηρίζει τη δική του ανάγνωση στον υφέρποντα ερωτισμό και την ανομολόγητη ομοφυλοφιλία του ήρωα και είναι αυτό το στοιχείο που βγάζει κυρίως στο προσκήνιο, μαζί με την υπόθεση πως ο Ρίπλεϊ έχει αναπτύξει αυτή την προσωπικότητα λόγω της δειλίας και της αίσθησης κατωτερότητας που του εμφύσησε η ανατροφή του. Από δραματουργικής άποψης, η ιστορία κυλάει ωραία γύρω από τα πέντε βασικά πρόσωπα, ερμηνευμένα από τέσσερις ηθοποιούς, ενώ ο κλειστός χώρος του θεάτρου, παρόλο που δεν μεταφέρει την αίσθηση της ηλιόλουστης, ανοιχτόκαρδης νότιας Ιταλίας, αποδίδει εύστοχα τα σκοτεινά και κλειστοφοβικά στοιχεία της ιστορίας. Σε αυτό το επίπεδο, είναι καθοριστική και η δουλειά της Άννας Ζούλια, που έχει επιλέξει λίγα αλλά εύστοχα σε αισθητική και χαρακτήρα έπιπλα για να σηματοδοτήσει τους χώρους στους οποίους εκτυλίσσεται η δράση, καθώς και τα κοστούμια του Νίκου Αποστολόπουλου.
Σημαντικό στοιχείο της παράστασης αποτελούν οι ερμηνείες, αν και επί σκηνής υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση έντονου παιξίματος, το οποίο υπογραμμίζει –προφανώς λόγω σκηνοθετικής επιθυμίας– ακόμη και όσα θα ήταν ωραιότερο να υπονοούνται. Ο Μιχάλης Συριόπουλος, πάντως, δίνει μια αξιοσημείωτη ερμηνεία και αποδεικνύεται χαμαιλέων, πλάθοντας έναν διαταραγμένο νεαρό άνδρα και αποκαλύπτοντας τις πολλές όψεις που μπορεί να έχει: ο Ρίπλεΐ του είναι ταυτόχρονα ασήμαντος και επικίνδυνος, φοβισμένος και υπερόπτης. Επίσης, είναι αξιοσημείωτη η χημεία του με τον Μιχαήλ Ταμπακάκη, ο οποίος από την πλευρά του αποδίδει με εύπλαστη φυσική παρουσία, σαν νωχελικό αιλουροειδές, τον χαλαρό, γοητευτικό Ντίκι, ενώ η επιλογή του σκηνοθέτη (ακολουθεί spoiler) να κρατήσει τον Ντίκι επί σκηνής και μετά τη δολοφονία του –ως διαρκή παρουσία/απουσία, alter ego και συνείδηση του Ρίπλεϊ– λειτουργεί ωραία. Άνετος ο Ιωάννης Αθανασόπουλος και στους δύο ρόλους, του Φρέντι Μάιλς και του Αστυνομικού, όπως και η Ήβη Νικολαΐδου ως Μαρτζ Σέργουντ.
Όλα τα παραπάνω καθιστούν την παράσταση γοητευτική εντέλει, παρ’ όλ’ αυτά δεν λείπουν τα σημεία όπου γίνεται μελό ή επεξηγηματική, μάλλον από επιθυμία να ειπωθούν πράγματα με πλήρη σαφήνεια. Η εστίαση στο ομοερωτικό αίσθημα, ο φθόνος του Ρίπλεϊ για τη ζωή του Ντίκι, η σταδιακή αντιγραφή της ταυτότητάς του, το φινάλε που επιλέγει να δώσει ο σκηνοθέτης, παραλλάσσοντας αυτό του μυθιστορήματος και τοποθετώντας την όλη η δράση στη σφαίρα του μη πραγματικού, ακόμη και η μουσική στα σημεία όπου δημιουργεί ατμόσφαιρα κλιμακούμενης αγωνίας (επιμέλεια και ηχητικός σχεδιασμός του Γεράσιμου Ευαγγελάτου), είναι στοιχεία που δίνονται με εξωστρέφεια και σαφήνεια αντί να επιλεχθούν άλλοι, περισσότερο υπόγειοι και έμμεσοι τρόποι, που θα υποστηρίζαν αυτό το ψυχολογικό θρίλερ.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ
Το ταλέντο του νεαρού Ρίπλεϊ, του μυθιστορηματικού χαρακτήρα της μετρ των αστυνομικών ιστοριών που έγινε και ταινία με τον Αλέν Ντελόν (Γυμνοί στον ήλιο) και τον Ματ Ντέιμον, είναι η διπλοπροσωπία. Ο Τομ Ρίπλεϊ, σαν ένας καλός ηθοποιός, ξέρει να υποδύεται το ρόλο ενός άλλου και να κλέβει την ταυτότητά του. Πλαστογράφος, αμοραλιστής και με διχασμένη προσωπικότητα, παίζει το παιχνίδι θύτη- θύματος με τρομερή γοητεία και σαγηνευτική ικανότητα. Η συγγραφέας δημιουργεί μία άκρως ενδιαφέρουσα διαδικασία μεταμόρφωσης, που θυμίζει πολύ την υποκριτική τέχνη. Ένα απρόβλεπτο και διαρκές ταξίδι, από το ψέμα στην αλήθεια και από το φανταστικό στο πραγματικό, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον για την έκβαση της υπόθεσης. Παρακολουθούμε πώς ο φτωχός και άσημος Τομ φτάνει να υποδυθεί και να πάρει τη θέση του πλούσιου και διάσημου Ντίκι Γκρίνλιφ. Ο ανομολόγητος έρωτας, ο φόνος χωρίς ίχνη και η μη αναμενόμενη πλοκή των γεγονότων είναι μερικά από τα δομικά στοιχεία της Χάισμιθ, που δικαιολογούν την επιτυχία που γνώρισε ο Ρίπλεϊ.